Ένα έργο που διαδραματίζεται σε τρεις Κυριακές. Ώρες ανίας και αυτοκαταστροφής. Σ’ εκείνα τα απογεύματα της υπαρξιακής μελαγχολίας, όπου το φως απ’ τις γρίλιες του παραθύρου σε εξουθενώνει.
Ο Τζίμυ και η Άλισον νοηματοδοτούν ο ένας τη ζωή του άλλου. Ένα σαρκικό πάθος -που το μυαλό αδυνατεί να εξηγήσει- τους φέρνει κοντά. Ο φίλος Κλιφ βρίσκεται στη σκηνή ως ειρηνευτική δύναμη και η φίλη Έλενα εισβάλλει ανάμεσά τους ως καταλύτης που ανατινάζει το νόημα. Προδοσίες, αποκαλύψεις, απομαγεύσεις και τέσσερις ψυχές ξεγυμνωμένες μέσα σ’ ένα σαλόνι. Ο έρωτας είναι θύελλα και μαζί καταφύγιο.
Ο βασανιστής βασανίζεται πολύ περισσότερο από εκείνους που προσπαθεί να βασανίσει, πληγώνεται και πληγώνει, αλλά ματώνεται περισσότερο απ’ ότι ματώνει. Γιατί όσο περισσότερο αγαπάς κάποιον, τόσο πιο δύσκολο είναι να του το πεις.
Η παράσταση
Εφτά Κυριακές. Εφτά εποχές. Εφτά διαφορετικές πόλεις. Τέσσερις άνθρωποι σε ένα σπίτι στο Σικάγο του ’56, στο Παρίσι του ’62, στο Μιλάνο του ’72, στην Αθήνα του ’81, στη Μόσχα του ’88, στο Βερολίνο του ’91, στο Λονδίνο του ’97. Οι ίδιοι άνθρωποι, η ίδια ιστορία. Η λύσσα ενός αυτοκαταστροφικού πάθους και η πορεία προς την ενηλικίωση. Κι όταν ο Τζίμυ Πόρτερ ενηλικιωθεί, μαζί του θα κλείσει κι ο 20ός αιώνας. Ο τελευταίος -ίσως- αιώνας που οι νέοι πολέμησαν για τα ιδανικά τους.
Τα τυραννισμένα νιάτα αλληλοσπαράσσονται σε ένα σπίτι όπου πνέουν ψυχροπολεμικά μποφόρ. Σ’ ένα σπίτι που μοιάζει με Κόλαση κεκλεισμένων των θυρών. Κάθε συμφιλίωση, δεν είναι παρά ένα φαινόμενο παροδικό. Μια σκηνική ιστορία που δεν μπορεί να υποδείξει κανέναν δρόμο λυτρωμού. Που χρησιμοποιεί τις στιγμές παραφροσύνης, για να υποδείξει το μέγεθος ενός υπαρξιακού ατελείωτου αγώνα.
Όλα τα ιδανικά τα εξάντλησε μια περασμένη γενιά. Η περασμένη γενιά θα αντιδράσει λέγοντας πώς πολλά απ’ τα ανεκπλήρωτα ιδανικά της, τα άφησε παρακαταθήκη στους απογόνους της. Για να ‘χουν με κάτι να παίζουν. Κι ο καιρός περνάει και κανείς δεν λυτρώνεται απ’ τον κυνισμό, την πίκρα και τη ματαίωση.
Συντελεστές
Μετάφραση - Έρευνα: Χρήστος Κεχαγιάς
Απόδοση- Δραματουργική Επεξεργασία - Σκηνοθεσία: Κίρκη Καραλή
Αναλυτική Προσέγγιση: Ανδροκλής Δεληολάνης
Σκηνικά: Άγγελος Μέντης
Κοστούμια: Απόστολος Μητρόπουλος
Φωτογραφίες: Μαριλένα Βαϊνανίδη
Φωτογραφίες Παράστασης: Νίκος Πανταζάρας
Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού
Βοηθός Παραγωγής: Ειρήνη Βουρλάκου
Παραγωγή: ANDRODELYp.c.
Πρωταγωνιστούν (αλφαβητικά):
Παρθενόπη Μπουζούρη, Σήφης Πολυζωίδης, Χάρης Τζωρτζάκης, Πέγκυ Τρικαλιώτη
Σημείωμα σκηνοθέτη
Η φωνή της νεολαίας του καιρού του Όσμπορν (1956) είναι η ίδια με τη φωνή κάθε νεολαίας από τότε και μετά (μεταπολεμικής, μεσοπολεμικής ή εμπόλεμης), είναι πικραμένη για τον σύγχρονο κόσμο, μιλά με κυνισμό, φοβάται να αγγίζει τη χαρά, γιατί συνήθισε στον πόνο.
Το έργο είναι ένας πίνακας της νευρωτικής εποχής μας, σαρκαστικός και άφρων.
Υψώνει φωνή που περιφρονεί τους “ώριμους” και “βολεμένους” κάθε γενιάς, μάχεται εναντίον εκείνων που προσπαθούν να επιβάλλουν ένα απονευρωμένο καθωσπρέπει σήμερα. Μιλά μια φωνή, που φοβάται πως μια μέρα, όλες οι επαναστατικές νεανικές φανφάρες θα γίνουν αναίμακτες προσχωρήσεις, πως ο παλιός ατίθασος εαυτός θα συνθηκολογήσει με το προδιαγεγραμμένο αύριο. Φωνή που προσβάλει όσους φυγομαχούν, που πνίγεται από την λιποτάκτισσα καρδιά τους. Που διαμαρτύρεται ενάντια στην κρατούσα τάξη. Που εξουθενώνεται από το άγχος της εποχής της. Που περιφρονεί αυτούς που δεν αποδέχονται τις προκλήσεις της, που δεν ορθώνουν το ανάστημά τους πλάι της. Φωνή που σιχαίνεται τον σύγχρονο πολιτισμό όταν ευνουχίζει τον ιδεαλισμό, απ’ τον οποίο τροφοδοτείται και στον οποίον πιστεύει η νέα γενιά. Φωνή γενιάς που αναζητά το υψηλό ιδανικό πάνω στο οποίο πρέπει να πατήσει για να αλλάξει τον κόσμο, να τον κάνει καλύτερο. Και βρίσκει τοίχο. Ματαιώνεται. Θλίβεται. Και επιχειρεί νέα επίθεση. Κηρύσσει πόλεμο απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων. Οι τραυματισμένοι νέοι του αιώνα μας. Πρώτα πολεμούν κι έπειτα τιθασεύονται, συμβιβάζονται, υποτάσσονται. Σήματα κινδύνου που εκπέμπονται προειδοποιητικά, είτε ως παρακλήσεις ή ως διαμαρτυρίες. Κανείς δεν σηκώνεται από τον καναπέ, κανείς δεν ξεσηκώνεται, κανείς δεν εξεγείρεται. Όλοι περιμένουν. Τι περιμένουν; Όχι πια τον Γκοντό…
Παθιασμένο ξεσκέπασμα της μακαριότητας των κρατούντων, ξεγύμνωμα της υποκρισίας και των ανόητων πεποιθήσεών τους. Εκκλησία, αφεντικά, μεγαλοαστοί, πλούσιοι, πολιτικοί και πνευματικοί φωστήρες μπαίνουν στο στόχαστρο του Τζίμυ. Προδομένος απ΄ όλους τους, έπαψε να πιστεύει σε οτιδήποτε. Ο Τζίμυ δεν ξέρει πια από που να αντλήσει πίστη, δεν ξέρει πως να βρει τη δύναμη να αντιταχθεί στον Κόσμο, δεν ξέρει πώς να διεκδικήσει την αγάπη, που να βρει ικανοποίηση και ανακούφιση μη περιορισμένου χρόνου. Ψυχικά και πνευματικά διαλυμένος, εγκλωβισμένος στο σώμα ενός νέου που ξέρει πως έχει μακρύ χρόνο ζωής μπροστά του για να αντέξει να ανέχεται τον Κόσμο στον οποίο βρέθηκε, αντιδρά ειρωνευόμενος, μόνο και μόνο για να ξαλαφρώνει. Ο μάταιος τρόπος όχι ενός “κακού”, αλλά ενός καταπληγωμένου. Ενός ανθρώπου που κουβαλάει στα χέρια την χρεοκοπημένη ιδέα μιας επανάστασης. Νέος που δεν του ανταποδίδεις την οργή, αλλά τη συμπόνοια. Που δεν του απαντάς με κρότου-λάμψης, αλλά που πας μαζί του και μάχεσαι ενάντια στην κοινωνική αναισθησία, στη μοιρολατρεία και στη μακαριότητα που επέβαλλε η κατάρρευση του σύγχρονου πολιτισμού. Ανίσχυρος ο Νέος να ξαναχτίσει πάνω στα ερείπια, εξαντλητικά αγανακτισμένος, αναζητά έμπειρους συμμάχους στον πόλεμο για ένα καλύτερο αύριο.
Τέσσερα πρόσωπα που τριγυρίζουν πάνω σε σωρούς εφημερίδων, που πατούν πάνω στα γεγονότα του κόσμου, που κυκλώνονται από τους ήχους του ραδιοφώνου, παγιδευμένοι σ’ έναν κόσμο που άλλοι έφτιαξαν γι’ αυτούς. Αποσυντεθειμένα ιδανικά. Προσοχή στο κενό μεταξύ ηθικής και οργής. Να τι άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος: ένα κενό. Την αδυναμία διαχείρισης της πίστης. Μάθαμε να τρομάζουμε, να κραυγάζουμε, να διαμαρτυρόμαστε, μα δεν μάθαμε να έχουμε σκοπό. Δεν μάθαμε που να στρέφουμε την κάννη μας.
Σήμερα, με παλιωμένα συνθήματα στο στόμα, πεθαίνουμε τυχαία μπροστά από φορτηγά που έρχονται καταπάνω μας, πεθαίνουμε επίτηδες πηδώντας από μπαλκόνια μήπως κι έτσι εκδικηθούμε το “πατρικό σύστημα” που μας ανέθρεψε, πεθαίνουμε αυτοκαταστρεφόμενοι μπλέκοντας στα δίχτυα εμφύλιων αλληλοσπαραγμών, πεθαίνουμε από καρκίνους που δεν μεταβόλισαν σωστά τη σκέψη μας. Πεθαίνουμε για τους λάθους λόγους. Και κυρίως πεθαίνουμε χωρίς να είμαστε ευτυχισμένοι.
“…Με άλλα λόγια θα στο πω κι έναν ανάπηρο σκοπό, απ’ το πενήντα και μετά μας έχουν πνίξει τα μπετά, να δεις τι σου `χω για μετά…” (στίχοι: Μιχάλης Γκανάς)
Κάποιοι λένε πως το έργο είναι η έμμεση αφιέρωση του Όσμπορν στην κοπέλα με την οποία είχε μόλις χωρίσει εκείνο τον καιρό. Νεαρός στην ηλικία, ίσως, έψαχνε την απάντηση σ’ ένα και μόνο “γιατί”: γιατί μ’ αφήνεις μόνο μου σ’ αυτόν τον κόσμο;
“Το να μιλάς για τον έρωτα σημαίνει να μιλάς για την εσωτερική αταξία, να ψάχνεις τον λαμπερό πυθμένα της ψυχής που είναι γεμάτη ευγένεια και μικρότητα. Ας σκηνοθετούμε χωρίς να κρίνουμε τις τρέλες της ανθρώπινης καρδιάς”. (Πασκάλ Μπρυκνέρ, “Το παράδοξο του έρωτα”).
Παραστάσεις: Πέμπτη 21:00 & Παρασκευή στις 18:30
Τιμές εισιτηρίων: 14 €, 10€ μειωμένο
Προπώληση έως 12 Οκτωβρίου στα 12€
Ομαδικά εισιτήρια 6 – 20 ατόμων στα 12€ κατόπιν τηλεφωνικής κράτησης
Διάρκεια: Παράστασης 100 λεπτά χωρίς διάλειμμα
Ώρες ταμείου 17:00 – 21:00
Προπώληση: www.viva.gr
Θέατρο OLVIO (κοντά στο μετρό Κεραμεικού)
Ιερά Οδός 67 & Φαλαισίας 7, Βοτανικός
Tηλέφωνο: 2103414118