Αν συναντηθούν τυχαία στο δρόμο, μετά από πολλά χρόνια, δύο παλιοί καλοί φίλοι και συμμαθητές, το πιθανότερο είναι να σταματήσει η κυκλοφορία.
Μετά από τα πρώτα «θυμάσαι ρε...» ακολουθεί ο καφές, η νοσταλγία και τα ταξίδια στο τότε, που μόνο παλιοί συμμαθητές μπορούν να κάνουν γιατί έχουν και τους χάρτες και τους κώδικες.
Μια τέτοια συνάντηση, όμως, μπορεί απρόβλεπτα να οδηγήσει σε γεγονότα και καταστάσεις που ξεπερνούν τα όρια μιας περιπέτειας, όπως εκρηκτικά συμβαίνει και στο «Πες κι άλλο ψέμα, Οδυσσέα».
Στην εξέλιξη του μύθου, αλλάζουν σταδιακά όλα και αναδεικνύεται μέσα από την αφήγηση το άλλοτε και το τώρα μιας αθεράπευτα νοσταλγικής Ελλάδας που γελά και δακρύζει στο ραγισμένο καθρέφτη της.
Το «Πες κι άλλο ψέμα, Οδυσσέα» είναι το κατεξοχήν αφήγημα της νιότης. Ξεκινάει με λόγο διασκεδαστικό που συνοδεύει ευχάριστα τις αναμνήσεις της εφηβείας, σύντομα όμως μας εισάγει στην ώριμη νιότη, με τα προβλήματα, τις συγκρούσεις και τις τραυματισμένες ¬ στην εποχή μας προοπτικές της.
Ο «Οδυσσέας» του βιβλίου δε λέει, τελικά, κανένα ψέμα. Ταξιδεύει με «το καραβάκι του μυαλού» στην ενδοχώρα του νου και της ψυχής και περιγράφει με τη λογική αυτά που βλέπει και με το συναίσθημα αυτά που θα ήθελε να δει.
σχόλια