ΑΠΟ ΤΟΥΣ Μ.HULOT, ΜΑΡΙΝΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ
Είναι περασμένες δέκα το πρωί και το μεγάλο ρολόι στην αποβάθρα Ε2 (που δείχνει ό,τι να 'ναι) χτυπάει στον ρυθμό των «Παιδιών του Πειραιά». Μπαίνοντας στον καταυλισμό των ανθρώπων που έφτασαν ως εδώ αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα, και οι οποίοι συνωστίζονται τους τελευταίους μήνες στο πιο μεγάλο λιμάνι της χώρας, η πρώτη εικόνα που αντικρίζουμε είναι ο τσακωμός δύο παιδιών (δεν θα είναι παραπάνω από 5-6 χρονών), που μαλώνουν για μια μπάλα. Την ώρα που προσπαθώ να τα χωρίσω, προσέχω το τεράστιο πανό πάνω ακριβώς από τα κεφάλια μας που γράφει «2.500 χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας» και είναι αναπόφευκτη η σκέψη ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στους ανθρώπους έπειτα από τόσες χιλιάδες χρόνια. Γίνονται ακόμα πόλεμοι, υπάρχει δυστυχία, μετακίνηση πληθυσμών, ξεριζωμός, και ο «πολιτισμός» γίνεται μια λέξη που αφορά λίγους.
Ο ήλιος κάνει υποφερτή την αναμονή στην ουρά για το συσσίτιο, τα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο και με αυτοσχέδια παζλ στα τσιμεντένια στηρίγματα και όσοι έχουν φάει ήδη πρωινό προσπαθούν να ξεχάσουν για λίγο τα βάσανα και να χαρούν τη λιακάδα. Μια παρέα νεαροί Σύριοι βάφουν στα χέρια και στα πρόσωπά τους τη σημαία της πατρίδας τους και χαμογελώντας μας ζητάνε να τους φωτογραφίσουμε. Παντού βλέπεις μικροσκοπικές σκηνές στις οποίες χωρούν ολόκληρες οικογένειες, μεγάλους ανθρώπους που προσπαθούν να προσαρμοστούν σε συνθήκες πολύ δύσκολες, νεαρούς που φαίνεται να έχουν μεγαλύτερες αντοχές και καλύτερη διάθεση. Απλώνουν ρούχα, σκεπάζουν τις σκηνές με αδιάβροχα, ετοιμάζονται για τη βροχή που προμηνύουν τα σύννεφα τα οποία μαζεύονται απειλητικά πάνω από τα κεφάλια τους. Μαθαίνουμε ότι στις σκηνές ζουν πάνω από 1.000 άτομα, παρόλο που το μάτι σε ξεγελάει και πιστεύεις ότι είναι πολύ λιγότεροι. Μέσα στο κτίριο του ΟΛΠ βρίσκονται όσοι θεωρούνται πιο τυχεροί, γιατί δεν κινδυνεύουν να γίνουν μούσκεμα από τη βροχή, άλλοι 500 άνθρωποι στριμωγμένοι ασφυκτικά, που κοιμούνται σε κουβέρτες στο πάτωμα. Μπαίνοντας στο κτίριο η ατμόσφαιρα γίνεται πολύ βαριά. Δυνατές μυρωδιές κατακλύζουν τον χώρο, κάτι αναμενόμενο και φυσικό για ανθρώπους ταλαιπωρημένους από τις συνεχείς μετακινήσεις που έχουν καιρό να πλυθούν. Εκατοντάδες άνθρωποι είναι ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, κάποιοι είναι κουκουλωμένοι και προσπαθούν να κοιμηθούν, άλλοι ασχολούνται με τα κινητά τους, μια νεαρή μητέρα μπροστά μας έχει απλώσει στα πόδια της το παιδί της με το κεφάλι ακουμπισμένο στα πέλματά της και του τραγουδάει. Στις τουαλέτες, μικροί και μεγάλοι περιμένουν καρτερικά τη σειρά τους.
H ΠΑΜΠΕΙΡΑΪΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ
Ο κ. Σωτήρης Αλεξόπουλος της Παμπειραϊκής Πρωτοβουλίας για τους πρόσφυγες έχει ζήσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε σταδιακά στο λιμάνι από την αρχή. «Εδώ, ξεκινήσαμε τον Σεπτέμβρη να κάνουμε άλλη δουλειά, να καλωσορίσουμε με ένα χτύπημα στην πλάτη κι ένα χαμόγελο ταλαιπωρημένους ανθρώπους» λέει βιαστικά. «Να τους παρέχουμε πρόχειρο φαγητό, κανένα τσάι, ρούχα, παπούτσια από τις συνδρομές όλων των Ελλήνων, πρώτες βοήθειες, πληροφορίες για τα ταξίδια και ό,τι άλλο μπορούσαμε. Μας ειδοποιούσαν από την προηγούμενη μέρα τι ώρα θα έφταναν τα καράβια, έρχονταν οι εθελοντές και όλα τα μέλη της Παμπειραϊκής, κάναμε τη δουλειά και σε τέσσερις-πέντε ώρες είχαμε ξεμπερδέψει. Πολλοί από αυτούς, οι Αφγανοί ειδικά, δεν είχαν ξαναμπεί σε βαπόρι και έφταναν εδώ σε μαύρα χάλια. Τους φροντίζαμε, τους βάζαμε στα λεωφορεία και τους ξεπροβοδίζαμε. Όταν έκλεισαν τα σύνορα, άρχισαν να συσσωρεύονται. Εκεί που διαχειριζόμασταν ένα πράγμα εύκολο, που το ξέραμε –κάνουμε το ίδιο όλα τα χρόνια της σκληρής λιτότητας για τους άστεγους και τους άπορους–, βρεθήκαμε με ένα λιμάνι γεμάτο κόσμο. Αυτήν τη στιγμή είναι εδώ 4.500 άτομα σε έξι κτίρια, δύο φορές περισσότεροι απ' όσους αντέχουν οι χώροι. Μόνο στην Ε2 είναι 1.500 άτομα. Επειδή άργησαν πολύ να στήσουν και να οργανώσουν τα κέντρα φιλοξενίας, παρατηρήθηκε το φαινόμενο να μη θέλουν οι άνθρωποι να φύγουν από δω, γιατί, απ' όσα ακούνε από αυτούς που πήγαν και ξαναγύρισαν, στα κέντρα φιλοξενίας δεν είναι καλύτερα. Βρήκαν λάσπες, μπουλντόζες που ακόμα δούλευαν στον χώρο, το ρεύμα να μην έχει ακόμα συνδεθεί. Γύριζαν με τα πόδια από τη Μαλακάσα και τη Ριτσώνα και αυτό κάτι λέει. Αυτό που δεν ξέρω αν έχουν καταλάβει οι Αρχές είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να είναι κοντά σε πόλεις. Το λιμάνι αποπνέει μια αίσθηση ελευθερίας και φυγής και, παρά τις κακές συνθήκες και το ότι κοιμούνται στο έδαφος, νιώθουν ότι είναι ελεύθεροι. Μπορούν να πάρουν το μετρό και να πάνε στο Μοναστηράκι να χαζέψουν, ενώ στις ερημιές, όπου μπορεί να είναι ωραία το καλοκαίρι, τώρα δεν έχει τίποτα. Δεν είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι εδώ ενδεείς, κάποιοι έχουν λεφτά. Μερικοί από αυτούς, όταν είδαν τα χάλια μας, πήγαν σε ξενοδοχεία. Πρέπει να βρεθεί τρόπος να απομακρύνονται, γιατί προστίθενται συνέχεια νέοι και πλέον είναι περισσότεροι αυτοί που έρχονται από αυτούς που φεύγουν. Και απ' όσους φεύγουν, πολλοί ξανάρχονται. Και δεν μπορείς με το ζόρι να τους διώξεις από δω. Δεν υπάρχει και τέτοια πρόθεση από κανέναν. Έχουμε φτιάξει μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους, αλλά όταν τους είπαμε ότι εκεί που θα πάνε είναι καλά και δεν ήταν, αυτομάτως ράγισε αυτή η σχέση. Έτσι, αποφασίσαμε να μη λέμε τίποτα».
ΕΝΑ ΑΛΛΟΚΟΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
Ένα γκράφιτι με τη Νίκη της Σαμοθράκης από την ομάδα Urban Act στο ψηλό τσιμεντένιο κτίριο στολίζει το background της Ε2. Μπροστά του, οι σκηνές, τα απλωμένα ρούχα από τις μπουγάδες και τα παιχνίδια των παιδιών φτιάχνουν ένα αλλόκοτο σκηνικό φαβέλας που μοιάζει από άλλη ήπειρο. Δίπλα, χημικές τουαλέτες στη σειρά, που χωρίζουν τις σκηνές σε δύο μαχαλάδες, τρία κορίτσια με πολύχρωμα τσαντόρ γελούν δυνατά κι εξαφανίζονται μόλις δουν τη μηχανή του φωτογράφου. Διασχίζοντας τα στενά περάσματα που χωρίζουν τις σκηνές, παρατηρούμε τα παραταγμένα παπούτσια μπροστά στα ανοιγμένα φερμουάρ των εισόδων και μέσα σε μία από αυτές ολόκληρη η οικογένεια να κολατσίζει με κονσέρβες τόνου και μαύρο τσάι με γάλα. Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι οι αμέτρητες φανέλες, τα μπουφάν και τα σκουφιά του Ολυμπιακού που κυκλοφορούν – όπως μάθαμε αργότερα, την προηγούμενη ημέρα η ομάδα, μαζί με το φαγητό, μοίρασε και ρούχα.
Έχουμε αντικαταστήσει το κράτος και γι' αυτό εκείνο έχει επαναπαυτεί και δεν κάνει τίποτα στο λιμάνι. Δεν υπάρχει ούτε ένας επίσημος μεταφραστής για να πει στη γλώσσα τους δυο πράγματα.
Ο Χρήστος, 26 χρονών, υπάλληλος του ΟΛΠ που σκουπίζει μπροστά από τις σκηνές και είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα στις πύλες Ε1 και Ε2, μας λέει ότι η κατάσταση με τους πρόσφυγες ξεκίνησε τον Ιούνιο και εξελίχθηκε σιγά-σιγά. «Όταν έκλεισαν τα σύνορα, εγκαταστάθηκαν εδώ. Άνοιξαν όλες τις αίθουσες που υπάρχουν σε όλες τις αποβάθρες και η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη. Κάθε αίθουσα έχει από δύο καθαρίστριες που κάνουν ό,τι μπορούν, γιατί δεν προλαβαίνουν» λέει. «Έχει πολύ κόσμο που προσπαθεί να πλυθεί όπου βρει, γενικά επικρατεί ένα χάος. Έχουμε τρεις βάρδιες και κάνουμε και υπερωρίες για να διατηρηθεί ο χώρος καθαρός. Πολλοί πηγαίνουν στη Ραφήνα, στο κέντρο φιλοξενίας, και γυρνάνε πάλι πίσω. Κάποιοι πιτσιρικάδες, πάντως, μας βοηθάνε όταν έρχονται τα φορτηγά για τα σκουπίδια, είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους τους».
Στον χώρο της Ε2 βρίσκονται πολλές ΜΚΟ και πάνω από 70 εθελοντές που προσφέρουν καθημερινά, μέρα-νύχτα, όσα θα έπρεπε να προσφέρει σε αυτούς τους ανθρώπους η πολιτεία: φαγητό, περίθαλψη, είδη πρώτης ανάγκης, πληροφόρηση. Άλλες τόσες είναι στην Ε1. Με την κατάσταση που δημιουργήθηκε τα τελευταία 24ωρα με το κλείσιμο των συνόρων, η παραπληροφόρηση πάει κι έρχεται και όσα μαθαίνουν από ανθρώπους που μεταφέρουν φήμες και μοιράζουν φυλλάδια που εκφράζουν τις δικές τους απόψεις μόνο σύγχυση δημιουργούν. Το κράτος δεν υπάρχει πουθενά και καλούνται οι ΜΚΟ και οι εθελοντές να αναλάβουν όλο το βάρος της φροντίδας χιλιάδων ανθρώπων.
Ο ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ - Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΩΝ ΜΚΟ
Η κ. Αθηνά Λαμπρινίδου είναι εθελόντρια που βρίσκεται στον Πειραιά εδώ και καιρό κι έχει ζήσει τα πάντα από πρώτο χέρι. «Η εμπειρία που έχω αποκομίσει μένοντας πολλές μέρες στο λιμάνι είναι ότι υπάρχουν σημαντικά προβλήματα που, δυστυχώς, ενισχύουν το χάος, με αποτέλεσμα να μην έχει επιτευχθεί η αποσυμφόρηση και να κυριαρχεί η προχειρότητα» λέει. «Ο βασικός στόχος είναι οι πρόσφυγες να πάνε στους προσφυγικούς καταυλισμούς, να εγκριθούν οι αιτήσεις ασύλου και να φύγουν προς τη χώρα που επιθυμούν, για μετεγκατάσταση ή επανένωση με μέλη της οικογένειάς τους που ζουν εκεί. Αυτό το έχει αναλάβει η Ύπατη Αρμοστεία και αφορά κυρίως Σύριους και Ιρακινούς. Μέσω του Relocation μπορούν να πάνε σε 25 χώρες και το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει αναλάβει το EASO (European Asylum Support Office) μαζί με τη μη κυβερνητική οργάνωση PRAKSIS. Μέχρι τώρα τους πήγαινε σε κάποια ξενοδοχεία, κάτι που πλέον είναι ανέφικτο, με αποτέλεσμα η PRAKSIS να μην έρχεται πια στο λιμάνι. Οι άνθρωποι που ταλαιπωρούνται τόσο καιρό έχουν φτάσει στα όρια της αντοχής τους και τα προβλήματα όλο και μεγαλώνουν. Κάποιος που βρίσκεται σήμερα στο λιμάνι και θέλει να φύγει δεν ξέρει τι να κάνει, επειδή δεν υπάρχει καμία πληροφόρηση. Όποιας εθνικότητας και να είσαι αυτήν τη στιγμή, δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να σε κατευθύνει στο τι να κάνεις.
Στον Πειραιά υπάρχουν Σύριοι, Αφγανοί, Ιρακινοί και λίγοι Αφρικανοί. Όλοι αυτοί θέλουν να κάνουν αιτήσεις για να φύγουν. Θέλουν να έχουν φαΐ, ντους και πληροφόρηση. Αυτήν τη στιγμή είναι στο έλεος του κόσμου, τους ταΐζουν οι εθελοντές και όσα προσφέρουν οι Έλληνες. Και οι μόνες πληροφορίες που έχουν είναι από τους εθελοντές. Μαζεύουμε ερωτήσεις και τρέχουμε να τους βρούμε τις απαντήσεις. Παράλληλα, όποια οργάνωση θέλει, έρχεται και μοιράζει φυλλάδια, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί ένα χάος στις πληροφορίες που παίρνουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από την κυβέρνηση δεν έχει έρθει επίσημα κανείς. Όποιος έρχεται στο λιμάνι καταφθάνει ξαφνικά, χωρίς καμία ενημέρωση, κάθεται κάποιες ώρες και, στη συνέχεια, φεύγει. Αυτό συμβαίνει κάθε μέρα. Αυτήν τη στιγμή επικρατεί ένα μπάχαλο, γιατί δεν υπάρχει κανείς για να δώσει υπεύθυνα οδηγίες, να απαντήσει στις ερωτήσεις αυτών των ανθρώπων. Φανταστείτε ότι για να ζητήσει άσυλο στη χώρα μας κάποιος, πρέπει να κάνει συνέντευξη μέσω Skype, γιατί τα γραφεία στην Κατεχάκη έκλεισαν λόγω πανικού. Πώς να εξηγήσεις σε απελπισμένους ανθρώπους ότι χρειάζεται να κάνουν συνέντευξη μέσω Skype; Εμείς, που γνωρίζουμε το μέσο, χρειαστήκαμε δύο 24ωρα για να βρούμε ποια είναι τα Skype names από τα οποία μπορείς να αντλήσεις πληροφορίες και πώς ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό. Είναι δυνατόν μια γιαγιά από το Αφγανιστάν να κάνει αίτηση μέσω Skype; Χθες, ένας Αλγερινός έπρεπε οπωσδήποτε να προχωρήσει τη διαδικασία ασύλου και του είπαν ότι την τάδε ώρα έπρεπε να πάρει τηλέφωνο. Απαντήσαμε ότι δεν έχει ο άνθρωπος Skype για να κάνει τη συνέντευξη, είναι αμόρφωτος, και μας είπαν: "Βρείτε μια ΜΚΟ να τον πάτε, που έχει Ίντερνετ". Εμείς, οι εθελοντές, να αναζητήσουμε ΜΚΟ που θα μπορεί να κανονίσει τη συνέντευξη! Είναι ένα θέατρο του παραλόγου που πρέπει να αλλάξει άμεσα. Αυτά που ισχύουν για τους Σύριους και τους Ιρακινούς δεν ισχύουν για τους Αφγανούς. Οι εναλλακτικές που έχουν είναι δύο: είτε να ζητήσουν άσυλο στην Ελλάδα είτε να επιστρέψουν πίσω στο Αφγανιστάν. Μόνο αν είσαι Αφγανός και έχεις οικογένεια μπορείς να κάνεις αίτηση για να φύγεις για τις χώρες της Ευρώπης, εφόσον, βέβαια, σου δοθεί άσυλο. Το ιδανικό θα ήταν να υπάρχουν στους προσφυγικούς καταυλισμούς εκπρόσωποι της Ύπατης Αρμοστείας και της EASO, ώστε να μπορέσουν αυτοί οι άνθρωποι να ζουν κανονικά εκεί και να εγκρίνονται τα αιτήματά τους. Όμως τα camps δεν είναι έτοιμα, κανείς δεν ξέρει πού είναι, ποια είναι, αν δουλεύουν, τι υποδομές έχουν και αν διαθέτουν προσωπικό. Αν η κυβέρνηση ζητούσε επισήμως τη βοήθεια της Ύπατης Αρμοστείας, που έχει εμπειρία σε camps, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Για παράδειγμα, τη Ριτσώνα την έστησαν πρόχειρα και δεν σκέφτηκαν ούτε τα βασικά, ας πούμε να στρώσουν χαλίκια για να μη λασπώνει το έδαφος. Έτσι, με την πρώτη βροχή, πλημμύρισαν τα πάντα, με αποτέλεσμα να ξαναφύγουν οι πρόσφυγες και να επιστρέψουν στον Πειραιά. Χιλιάδες ευρώ πεταμένα, επειδή κάποιοι δεν έχουν εμπειρία. Στον Πειραιά υπάρχουν Σύριοι, Αφγανοί, Ιρακινοί και λίγοι Αφρικανοί. Όλοι αυτοί θέλουν να κάνουν αιτήσεις για να φύγουν. Θέλουν να έχουν φαΐ, ντους και πληροφόρηση. Αυτήν τη στιγμή είναι στο έλεος του κόσμου, τους ταΐζουν οι εθελοντές και όσα προσφέρουν οι Έλληνες. Και οι μόνες πληροφορίες που έχουν είναι από τους εθελοντές. Μαζεύουμε ερωτήσεις και τρέχουμε να τους βρούμε τις απαντήσεις. Παράλληλα, όποια οργάνωση θέλει, έρχεται και μοιράζει φυλλάδια, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί ένα χάος στις πληροφορίες που παίρνουν. Έχουμε αντικαταστήσει το κράτος και γι' αυτό εκείνο έχει επαναπαυτεί και δεν κάνει τίποτα στο λιμάνι. Δεν υπάρχει ούτε ένας επίσημος μεταφραστής για να πει στη γλώσσα τους δυο πράγματα, οι μόνοι διερμηνείς που υπάρχουν για φαρσί και αραβικά προέρχονται από τους ίδιους τους πρόσφυγες και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τόσο κόσμο. Έχουν εξαντληθεί. Τα λεωφορεία που έρχονταν έχουν σταματήσει. Φτάνουν κάποια στιγμή ένα-δυο και μετά μπορεί να περάσουν τρεις μέρες για να εμφανιστούν πάλι. Κανείς δεν ξέρει πότε έρχονται, πού πάνε και ποιους παίρνουν. Οι συνθήκες είναι απάνθρωπες και η κυβέρνηση είναι απούσα. Και μέσα σε όλα αυτά, φυσικό επακόλουθο είναι η βία. Είναι άνθρωποι που τα όριά τους έχουν ξεπεραστεί. Η αξιοπρέπειά τους έχει μηδενιστεί. Είσαι μουσουλμάνος, πρέπει να πλυθείς για να προσευχηθείς, αυτό όμως πού θα συμβεί; Το σημαντικό είναι να καταφέρουν αυτοί οι άνθρωποι να φύγουν από τον Πειραιά, να πάνε σε σημεία που λειτουργούν κάτω από διεθνείς προδιαγραφές, για να μη ζήσουμε τα χειρότερα. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να γίνει μια έκρηξη βίας. Ας μην ξεχνάμε ότι τα κτίρια αυτά στον Πειραιά ανήκουν στον ΟΛΠ και δεν είναι για να μένεις πάνω από δυο μέρες. Καταλαβαίνω ότι είμαστε σε κρίση και όλοι είναι εκνευρισμένοι, με ένα επιπλέον πρόβλημα να προστίθεται, αλλά αν η κυβέρνηση δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της, να ζητήσει βοήθεια. Σκεφτόμαστε πολλές φορές οι εθελοντές να τα παρατήσουμε και να φύγουμε, για να δουν τι θα συμβεί την επόμενη μέρα, αλλά δεν μπορούμε να πουλήσουμε την ανθρωπιά μας επειδή κάποιοι δεν έχουν την ικανότητα να λύσουν το πρόβλημα».
ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Μόλις έχει τελειώσει το συσσίτιο και οι εθελοντές στα μαγειρεία ετοιμάζουν το μεσημεριανό, «περίπου 8.000 μερίδες την ημέρα», μας λέει η Αγγελική. Έρχεται εδώ δύο φορές την εβδομάδα και μαγειρεύει, γιατί δεν ξέρει πώς αλλιώς να βοηθήσει την κατάσταση. «Κάνω τα πάντα, ό,τι χρειάζεται. Αυτό κάνουν όλοι οι εθελοντές. Είναι εδώ πάνω από 70 άτομα, 24 ώρες το 24ωρο. Περίπου δέκα άτομα είναι στα μαγειρεία και μαγειρεύουν ό,τι υπάρχει, εκτός από χοιρινό. Οι μερίδες είναι πλούσιες, τους προσφέρουμε φρούτα και λαχανικά, πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Ψωμί, μπισκότα, μαύρο τσάι». Οι μαγείρισσες πηγαινοέρχονται κουβαλώντας ταψιά και κατσαρόλες με φαγητά, μεταφέρουν πακέτα με εμφιαλωμένο νερό και ετοιμάζονται για το σερβίρισμα. Την προηγούμενη μέρα υπήρξε ένα επεισόδιο με έναν νεαρό Αφγανό και έναν Σύριο για ασήμαντη αφορμή και έτσι το συσσίτιο σερβίρεται χωριστά σε Σύριους και Αφγανούς άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά μπαίνουν σε ξεχωριστή σειρά.
Στο μεταξύ, τα σύννεφα γίνονται βροχή και όλοι τρέχουν να κρυφτούν στις σκηνές και κάτω από τις τέντες των οργανώσεων, όπως το Χαμόγελο του Παιδιού, οι Γιατροί του Κόσμου, ο Ερυθρός Σταυρός. Μια νεαρή μητέρα πλησιάζει το βαν του Χαμόγελου του Παιδιού και ζητάει από έναν εθελοντή γιατρό ένα καροτσάκι για το μωρό της. Της λέει να περάσει ξανά το επόμενο πρωί. Ο Ιάκωβος Απέργης, εθελοντής στο Χαμόγελο του Παιδιού, μας λέει ότι έρχεται στο ρεπό του για βοηθήσει όπως μπορεί. «Η δουλειά μου είναι μάγειρας στο Τζάνειο Νοσοκομείο, εδώ μαγειρεύω εθελοντικά» λέει. «Συλλέγουμε ρούχα, τα μοιράζουμε, προσφέρουμε δημιουργική απασχόληση στα παιδάκια. Είναι δύσκολα τα πράγματα. Βλέπεις μέχρι και περιστατικά που οι μεγάλοι εκμεταλλεύονται τα παιδιά τους για να βρούνε φαγητό ή ρούχα. Οι Σύριοι είναι πολύ ευγενικοί, σε ευχαριστούν για το οτιδήποτε, περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους, αλλά υπάρχουν και εκείνοι που δεν είναι και τόσο υπομονετικοί. Αλλά τα παιδιά, βέβαια, είναι όλα ίδια. Νομίζω πως είναι βασικό να χωρίσουν την περιοχή σε Αφγανούς και Σύριους. Άλλες ανάγκες έχουν οι άνθρωποι που ήρθαν από πόλεμο και άλλες αυτοί που έφυγαν λόγω φτώχειας. Οι μεν έφυγαν επειδή αναγκάστηκαν, οι δε επειδή το επέλεξαν. Δεν θέλουν ψίχουλα, δουλειά θέλουν και την αξιοπρέπειά τους. Φαντάσου να έρχεσαι από πόλεμο και να ζεις σε αυτές τις συνθήκες... Έχω ακούσει από κάποιους να λένε ότι θα προτιμούσαν να επιστρέψουν στη Συρία και ό,τι γίνει, παρά να μείνουν εδώ».
Η ουρά για το μεσημεριανό γεύμα ξεπερνάει τα 300 μέτρα, τα παιδιά γελάνε και παίζουν στις σειρές, πολλοί μεγάλοι στέκονται με χαμηλωμένο το κεφάλι, σαν να ντρέπονται.
Στην Ειδομένη έχασα την ελπίδα μου, η κατάσταση εκεί είναι πολύ κακή. Εδώ είναι σαν ξενοδοχείο πέντε αστέρων σε σύγκριση με εκεί. Η Ελλάδα είναι ωραία χώρα, αλλά έχετε τα δικά σας προβλήματα.
Ο Αμάρ, 19 χρονών από τη Συρία, μεταφράζει ασταμάτητα μέσα και έξω από το κτίριο, από τα αραβικά στα αγγλικά. Φοράει ένα κίτρινο φωσφοριζέ γιλέκο για να ξεχωρίζει, με ζωγραφισμένες δύο κόκκινες καρδιές. Είναι εντυπωσιακά όμορφος. «Βρίσκομαι έναν μήνα στην Ελλάδα» μας λέει και αρνείται να βγει φωτογραφία. «Πήγα και στην Ειδομένη, αλλά γύρισα πίσω. Είναι κόλαση εκεί. Στη Συρία σπούδαζα Φαρμακευτική, αλλά σταμάτησα για να φύγω. Ήρθα μόνος μου, οι γονείς μου έμειναν στη Συρία και ο αδελφός μου είναι στη Γερμανία». Μιλάει χαμηλόφωνα, για να μπορεί να ελέγξει τη φωνή του που τρέμει. «Στη χώρα μου είναι πολύ τρομακτικά, αν έμενα στη Συρία θα έπρεπε να πάω στρατό. Στην Ειδομένη έχασα την ελπίδα μου, η κατάσταση εκεί είναι πολύ κακή. Εδώ είναι σαν ξενοδοχείο πέντε αστέρων σε σύγκριση με εκεί. Η Ελλάδα είναι ωραία χώρα, αλλά έχετε τα δικά σας προβλήματα. Εύχομαι να βρω κάποια υποτροφία και να καταφέρω να συνεχίσω τις σπουδές μου. Μιλάω κάθε μέρα με τον αδελφό μου. Ανησυχεί πολύ γιατί ξέρει ότι ο μικρός του αδελφός βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση και αυτός δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Μένω μέσα στο κτίριο που μυρίζει πολύ άσχημα, αλλά τουλάχιστον δεν έχει κρύο».
Ο Τάρεκ και η γυναίκα του, η Άγια, είναι Σύριοι, 26 χρονών. Η Σάρα, η αδελφή του Τάρεκ, είναι 20. «Είμαστε στο λιμάνι δέκα μέρες» λένε. «Το ταξίδι μας ήταν πολύ δύσκολο. Μείναμε έξι μέρες στη Λέσβο και μετά ήρθαμε εδώ. Πήγαμε σε ένα κέντρο φιλοξενίας λίγο έξω από την Αθήνα, αλλά φύγαμε, δεν ήταν καλές οι συνθήκες, ειδικά αν σκεφτείς ότι εκεί μπορεί να μείνουμε πολύ καιρό. Ήταν σε κρύο χώρο, κάπου στο δάσος, και φοβόμασταν» λέει ο Τάρεκ. «Θέλουμε να πάμε στη Γερμανία, εκεί είναι ο αδελφός της γυναίκας μου. Ελπίζουμε να ανοίξουν τα σύνορα, μόνο αυτό μας έχει μείνει, αλλά πλέον δεν νομίζω ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Στη Συρία η γυναίκα μου δούλευε ως δασκάλα κι εγώ ως γυμναστής, έκανα body building. Ωραία θα ήταν να μπορούσα να γυμναστώ κι εδώ, αλλά δεν έχω ούτε χώρο ούτε τη διάθεση».
ΗΡΕΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΣΗ
Ξαφνικά, εκεί που μιλάμε με τον κόσμο, επικρατεί μια ένταση. Μαθαίνουμε ότι δύο νεαροί μέσα στο κτίριο μάλωσαν για ασήμαντη αφορμή (για το ποιος θα φορτίσει το κινητό) και πιάστηκαν στα χέρια. Ο ένας ήταν Σύριος και ο άλλος Αφγανός και λόγω της συνεχούς ψυχολογικής πίεσης και της εξουθένωσης έπειτα από τόσες κακουχίες ο τσακωμός πήρε εθνικό χαρακτήρα. Ο ένας νεαρός μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο σε νοσοκομείο σε άσχημη κατάσταση και χρειάστηκε να επέμβει το Λιμενικό για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Η παρουσία του Λιμενικού είναι διακριτική και όλοι έχουν να πουν καλά λόγια για τους ανθρώπους του. Ο πρόεδρος του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, κ. Γιονούς Μαχαμαντί, εμφανίζεται ξαφνικά για να μιλήσει στον κόσμο μέσα στο κτίριο, για να ακούσουν κι αυτοί δυο λόγια στη γλώσσα τους και να αποκλιμακώσει την ένταση που είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Όταν βγαίνει, τρέχουν πάνω του όλα τα τηλεοπτικά συνεργεία για μία δήλωση. Λέει αυτά που ξέρουν όλοι: ότι με τέτοιες συνθήκες και τόσα που έχουν τραβήξει αυτοί οι άνθρωποι –οι περισσότεροι για μεγάλο χρονικό διάστημα–, είναι αναπόφευκτες οι συγκρούσεις. Μην ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι είναι νεαροί άντρες, με την τεστοστερόνη στο μάξιμουμ.
Μετά το φαγητό, όλοι είναι πιο χαλαροί, φιλικοί και ήρεμοι. Τα παιδιά συνεχίζουν το παιχνίδι, οι μεγάλοι κάνουν βόλτες στη θάλασσα και μια παρέα εφήβων που υποκρίνονται ότι είναι δημοσιογράφοι διασκεδάζουν με την ψυχή τους. Έχουν φτιάξει ένα αυτοσχέδιο μικρόφωνο, το παιδί που κάνει τον ρεπόρτερ κάτι λέει στα αραβικά και οι φίλοι του ξεκαρδίζονται. Στο βανάκι του κουρέα οι νεαροί άντρες κάνουν ουρά για να κόψουν τα μαλλιά τους. Είναι μια όμορφη εικόνα, που σε κάνει να ξεχνάς τη δύσκολη κατάσταση. Ο Βασίλης που τους κουρεύει έρχεται κάθε απόγευμα τις τελευταίες δέκα μέρες με το φορτηγάκι του. Βγάζει ένα σκαμπό, μια σκούπα και το φαράσι του και κουρεύει αφιλοκερδώς πρόσφυγες και μετανάστες. Το αποφάσισε όταν έβλεπε τις ειδήσεις και ήθελε κάπως να βοηθήσει. Είναι και ο ίδιος από φτωχή, πολύτεκνη οικογένεια και έχει περάσει δύσκολα στη ζωή του. «Τελείωσα σχολή κομμωτικής και είναι αυτό που ξέρω να κάνω. Όλοι θα μπορούσαμε να πάθουμε ό,τι έπαθαν αυτοί οι άνθρωποι, είναι καλό να βοηθάμε ο καθένας με τον τρόπο του». Κουρεύει κυρίως άντρες και παιδιά. «Βλέπω στα μάτια τους ότι με ευχαριστούν, είναι σημαντικό γι' αυτούς να προσέχουν τον εαυτό τους. Μου ζητάνε και διάφορα κουρέματα. Τους τα κάνω, αν και τώρα τελευταία οι περισσότεροι ζητάνε το πολύ κοντό, γιατί έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν ψείρες» λέει.
Δίπλα μας, μερικά αγόρια με τουμπερλέκια έχουν αρχίσει να παίζουν έναν ρυθμό της πατρίδας τους και γρήγορα στήνεται ένας χορός που ξεσηκώνει πρόσφυγες και εθελοντές. Μπαίνουν ένας-ένας στον χορό, κάνουν τη φιγούρα τους και αποχωρούν, δίνοντας τη θέση τους στον επόμενο. Τα τηλεοπτικά συνεργεία πλησιάζουν και τραβούν τη σκηνή.
Ο Σοχάιλ από το Αφγανιστάν μιλάει τέλεια αγγλικά. Είναι με τη γυναίκα και την κόρη του στην Ε2. «Η γυναίκα μου έμεινε έγκυος και γέννησε πριν προλάβουμε να παντρευτούμε» λέει. Στο Αφγανιστάν τους κυνηγούσαν και αν τους έπιαναν, θα λιθοβολούσαν τη γυναίκα του και θα έσκιζαν το παιδί τους στα δύο. Έφυγαν, πήγαν στο Ιράν και εκεί τον έπιασε ο στρατός και τον ανάγκασε να στρατευτεί, με αντάλλαγμα να προστατέψει τη γυναίκα του και το παιδί τους. Κατάφερε να ξεφύγει από τον στρατό και πλέον δεν έχει γυρισμό, ούτε πίσω στο Αφγανιστάν αλλά ούτε και στο Ιράν. Η μόνη λύση ήταν να φύγει στην Ευρώπη.
ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ
Η Μίλι, μια εθελόντρια από το Ισραήλ με γκρίζα μαλλιά και όμορφο πρόσωπο, είναι κάτι σαν αγία για τους πρόσφυγες της Ε2. Δυσκολεύεται να μιλήσει, γιατί η φωνή της έχει κλείσει από την υπερένταση, αλλά δεν αρνείται να μας πει δυο λόγια. «Όταν αρχίζω να μιλάω, με πιάνουν τα κλάματα» λέει και βουρκώνει. «Αυτό που χρειάζονται περισσότερο απ' όλα οι άνθρωποι εδώ είναι πληροφορίες και μέλλον. Δεν ξέρω τι θα γίνει, εξαρτάται από το τι θα αποφασίσει η Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια μένω στην Κρήτη, πιο πριν ήμουν στη Λέσβο και τις τελευταίες δύο εβδομάδες στην Ε2. Κάποιοι άνθρωποι φοβούνται τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, γιατί δεν τους αντιλαμβάνονται ως μονάδες αλλά ως ένα σύνολο ανθρώπων, και αυτό είναι ένας φαύλος κύκλος. Γίνεται ένας απλός καβγάς και τα κανάλια καταγράφουν μόνο αυτό το περιστατικό. Ο κόσμος θα δει από το σπίτι του μόνο αυτό και είναι λογικό να του δημιουργηθεί το αίσθημα του φόβου. Το μόνο που ακούει είναι ότι είναι βίαιοι, κάτι που δεν ισχύει. Βρίσκονται εδώ γιατί έχουν κουραστεί στις χώρες τους, οι κυβερνήσεις τους τούς έχουν φερθεί σαν σε ζώα. Είναι άνθρωποι, ακριβώς όπως κι εμείς, που έχασαν τους συγγενείς τους, τους φίλους τους, τα υπάρχοντά τους, την πόλη τους, τη ζωή τους ολόκληρη. Υπάρχουν γιατροί, δικηγόροι, ακαδημαϊκοί, είναι καθωσπρέπει άνθρωποι. Εδώ εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από άλλους, για το φαγητό τους, για τη στέγη τους, για τα πάντα. Μετατρέπονται στο τίποτα, η αξιοπρέπειά τους χάνεται εντελώς. Δεν έχουν κάνει μπάνιο εδώ και εβδομάδες, έχουν σταματήσει να προσεύχονται γιατί η θρησκεία τους δεν τους επιτρέπει να προσεύχονται βρόμικοι. Το σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου στην Ελλάδα έχει καταρρεύσει πλήρως. Οι πρόσφυγες παίρνουν τηλέφωνο και δεν υπάρχει κάποιος να το σηκώσει».
Μια κυρία με έντονο μακιγιάζ που μιλάει αγγλικά μου κάνει εντύπωση γιατί ξεχωρίζει ανάμεσα στο πλήθος. Είναι καλοντυμένη και μυρίζει πολύ όμορφα. Μόλις έχει επιστρέψει από τον καταυλισμό της Ριτσώνας και ψάχνει κάπου να μείνει. «Φτάσαμε από τη Χίο και μας πήγαν κατευθείαν στη Ριτσώνα», λέει, «μαζί με 600 άλλους ανθρώπους. Ξαναγυρίσαμε, όμως, στο λιμάνι γιατί δεν γίνεται να μείνεις εκεί. Είναι σαν ζούγκλα στην ερημιά κι εγώ έχω παιδιά. Οk, είμαστε πρόσφυγες, αλλά θέλω συνθήκες αξιοπρεπείς. Βρήκαμε μια κατασκήνωση που μόλις είχε στηθεί, με ένα πολύ παλιό κτίριο, υγρασία, λάσπη, δεξαμενές νερού, και όταν είδαμε ότι είναι τόσο χάλια, ζητήσαμε να γυρίσουμε πίσω στον Πειραιά. Μας είπαν ότι έπρεπε να πληρώσουμε 30 ευρώ ο καθένας για να γυρίσουμε πίσω, αλλά μας έφεραν, τελικά, δωρεάν. Είμαι γιατρός και ανύπαντρη μητέρα με τρία παιδιά, δεν θέλω να πάω στα σύνορα, θέλω να είμαι νόμιμα εδώ, δεν με νοιάζει να φύγω πια, δεν θέλω ελεημοσύνη, θέλω μια δουλειά και καλές συνθήκες για τα παιδιά μου. Πληρώσαμε όσα είχαμε για τα εισιτήρια, αλλά δεν μπορούμε να μείνουμε στην ερημιά, ας μας αφήσουν τουλάχιστον να είμαστε μέσα στην πόλη. Από τη χώρα μου έφυγα επειδή με απειλούσαν. Στη Βαγδάτη δεν συνήθιζα να ικετεύω, συνήθιζα να βοηθάω, θέλω να συνεχίσω να δίνω. Έβλεπα να απάγουν κόσμο και να τον τρομοκρατούν λόγω διαφορετικότητας και εγώ, που ήμουν επικεφαλής στο παράρτημά μου στο νοσοκομείο –ένα μέρος γεμάτο διαξιφισμούς–, δεχόμουν απειλές: "Γιατί φοράει τέτοια χρώματα ο γιος σου, γιατί ντύνεται έτσι;". Μου άρεσε να μένω εκεί και να δουλεύω μέρα-νύχτα, αλλά αισθανόμουν ότι κινδυνεύαμε με τα παιδιά μου, κι έτσι έφυγα. Όσα λεφτά είχα τα χαλάσαμε στην Τουρκία. Πίστευα στις υποσχέσεις που μου είχαν δώσει ότι θα μου έβρισκαν δουλειά κι έμεινα τρεις μήνες. Ήρθα στην Ελλάδα ελπίζοντας ότι δεν θα ήταν το ίδιο κι εδώ».
Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι στον κόσμο που βρίσκονται σε πολύ ευάλωτη θέση και μόνο η αγάπη μπορεί να κάνει τα πράγματα λίγο καλύτερα.
Ο «ΑΓΙΟΣ» ΑΝΤΙ
Ο Άντι είναι ένας εθελοντής που όλοι οι πρόσφυγες λατρεύουν. Δίνει πληροφορίες και συμβουλές και ήταν δύσκολο να τον πλησιάσουμε, γιατί όλη την ώρα είχε κάτι να κάνει. «Είμαι εδώ τις τελευταίες δύο εβδομάδες» λέει. «Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τότε που ήρθα εδώ. Τις πρώτες μέρες η ατμόσφαιρα στον Πειραιά ήταν πολύ φιλική και όμορφη, κάθε απόγευμα ήταν σαν ένα μικρό φεστιβάλ, παιδιά να παίζουν, ζευγαράκια να περπατάνε χέρι-χέρι, παιχνίδια με μπάσκετ ή μπάλα, κάποιοι να αγναντεύουν τη θάλασσα και να ελπίζουν ότι σε λίγο θα βρεθούν στον πολυπόθητο προορισμό, σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία βρίσκονται οι συγγενείς τους. Χθες ήταν η πρώτη φορά που ένας απλός τσακωμός παραλίγο να καταλήξει σε θανατηφόρα διαμάχη. Καταφέραμε να ηρεμήσουμε τα πνεύματα πριν έρθει η αστυνομία με δακρυγόνα. Και σήμερα έγινε ένας τσακωμός. Η πνευματική και σωματική ένταση συσσωρεύεται και κάθε μέρα που περνάει η πιθανότητα για περιστατικά ακραίας βίας μεγαλώνει. Αποφασίσαμε να χωρίσουμε τα συσσίτια ανά εθνικότητα, αλλά έχει γίνει πολύ δύσκολο για εμάς. Όλον αυτό τον χώρο τον "τρέχουν" εξ ολοκλήρου οι εθελοντές. Είμαι Ισραηλινός αλλά λατρεύω τους Σύριους, είναι εξαιρετικός λαός. Και αυτοί γνωρίζουν ότι είμαι Ισραηλινός και δεν έχουν πρόβλημα με αυτό» λέει και χαμογελάει. «Πρέπει να πάνε στα κέντρα φιλοξενίας, αλλά εγώ δεν μπορώ να τους το πω αυτό, γιατί γνωρίζω ότι δεν είναι καλά τα πράγματα εκεί. Δημιουργείται μια κατάσταση μονιμότητας εδώ και αυτό δεν είναι σωστό σε καμία περίπτωση. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι τους εθελοντές δεν τους αναγνωρίζει κανείς ως επίσημο φορέα. Αλλά τα πάντα έχουν αγοραστεί από τους εθελοντές και τα υπόλοιπα έχουν προσφερθεί από Έλληνες κατοίκους. Χωρίς αυτούς, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα ήταν νεκροί. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει βοηθήσει ούτε ελάχιστα σε αυτό που κάνουμε. Το μόνο που κάνει είναι να στέλνει κάθε τόσο, εντελώς απροειδοποίητα, ένα πούλμαν που έρχεται να πάρει πρόσφυγες για να τους πάει στα κέντρα φιλοξενίας, λες και δεν πρέπει να ξέρουν οι πρόσφυγες πού θα τους πάνε. Δεν υπάρχει καμία ενημέρωση και ό,τι χαρτιά μοιράζονται είναι δυσνόητα. Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι στον κόσμο που βρίσκονται σε πολύ ευάλωτη θέση και μόνο η αγάπη μπορεί να κάνει τα πράγματα λίγο καλύτερα. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ανθρώπων, θα δεις και ανθρώπους με μεγάλα διαμαντένια δαχτυλίδια, όμορφες οικογένειες, αλλά και πιο φτωχούς και μοναχικούς».
Προσπαθούμε να μιλήσουμε με περισσότερο κόσμο, αλλά δεν είναι εύκολο. Οι άνθρωποι έχουν γίνει επιφυλακτικοί με τα μέσα, δεν θέλουν να δείξουν το πρόσωπό τους γιατί φοβούνται, μέσα στη γενική σύγχυση τα πάντα τούς μοιάζουν απειλητικά. Ο Αμπντουλά, 26 χρονών, είναι εθελοντής μεταφραστής. «Είμαι από τη Συρία» λέει. «Έφτασα πριν από τρεις μέρες στον Πειραιά. Αποφάσισα να γίνω μεταφραστής για να βοηθήσω τον κόσμο να επικοινωνήσει. Κάποιες φορές είναι δύσκολο να τους βοηθήσω, γιατί είναι όλοι θυμωμένοι λόγω του μεγάλου προβλήματος των κλειστών συνόρων. Το μόνο που θέλουμε είναι ειρήνη. Υπάρχουν πολλοί εθελοντές που μας βοηθάνε και αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς. Ξεκίνησα το ταξίδι μου από τη Συρία πριν από 20 μέρες. Είμαι από την πόλη Ντερζόρ. Πήγα με τα πόδια μέχρι την Τουρκία και από εκεί με βάρκα στη Λέσβο. Έφυγα εξαιτίας του πολέμου. Η πόλη μου είναι μοιρασμένη σε δύο στρατόπεδα, οι μισοί είναι του Άσαντ και οι άλλοι μισοί του ISIS. Βομβαρδίζουν ο ένας τον άλλον κι εμείς είμαστε στη μέση, δεχόμαστε πυρά και από τις δύο πλευρές. Φτάσαμε στο σημείο να μην μπορούμε να αγοράσουμε φαγητό, γιατί ένα κιλό ρύζι είχε 9 ευρώ κι ένα λίτρο λάδι 12 ευρώ. Ακόμα και αν κάποιος βγάζει 2.000 ευρώ τον μήνα, δεν του φτάνουν ούτε για το φαγητό του. Είχαμε νερό κάθε πέντε μέρες για δέκα ώρες. Σπούδαζα πολιτικός μηχανικός και αναγκάστηκα να διακόψω τις σπουδές μου. Θέλω να φύγω από την Ελλάδα, αλλά τώρα είναι πολύ δύσκολο, με τα σύνορα κλειστά. Δεν ξέρω αν θα πήγαινα σε κέντρο φιλοξενίας, έχω ακούσει ότι οι συνθήκες είναι πολύ άσχημες εκεί. Γι' αυτό μένω εδώ, δεν ξέρω τι να κάνω, απλώς περιμένω μήπως γίνει κάτι. Ξέρω ότι η λύση δεν είναι να μείνουμε εδώ, αλλά περιμένουμε να γίνει κάτι τελευταία στιγμή. Η καλύτερη λύση θα ήταν να σταματήσει ο πόλεμος και να γυρίσουμε πίσω, αλλά πότε θα γίνει αυτό; Το πρόβλημα δεν είμαστε εμείς αλλά ο πόλεμος. Ναι, μπορεί να δημιουργούμε πρόβλημα, αλλά δεν ξέρουμε τι άλλο να κάνουμε. Εύχομαι να καταφέρω να πάω στον αδελφό μου που μένει στη Γερμανία. Θέλω πραγματικά να συνεχίσω τις σπουδές μου και να δουλέψω ως μηχανικός».
ΟΝΕΙΡΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΥΡΙΟ
Ο Ντάριους είναι 23 χρονών, από το Αφγανιστάν. Ένα νέο παιδί με πολύ όμορφο χαμόγελο και φωτεινά, πράσινα μάτια. Κάνει βόλτες στην Ε2. Καλοντυμένος, καθαρός, φοράει μαύρες εσπαντρίγιες και μοιάζει να είναι από εύπορη οικογένεια. Το βήμα του είναι ανάλαφρο, είναι χαμογελαστός, δεν έχει προλάβει να επηρεαστεί από τις συνθήκες. Μόλις έφτασε στον Πειραιά, μας ενημερώνει. Γι' αυτόν ο Πειραιάς είναι ένα βήμα πιο κοντά στον πολυπόθητο προορισμό, γι' αυτό είναι χαρούμενος. «Από το Αφγανιστάν περάσαμε στο Ιράν και από εκεί στην Τουρκία. Μας προσέγγισαν λαθρέμποροι και μας πρόσφεραν μεταφορά με βάρκα στην Ελλάδα, στη Λέσβο. Ήταν πολύ επικίνδυνο. Μείναμε δύο νύχτες στα βουνά στην Τουρκία. Συνολικά, μας πήρε έναν μήνα να φτάσουμε. Ήρθα με την οικογένειά μου, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Θέλουμε να πάμε στη Σουηδία, ελπίζουμε να ανοίξουν τα σύνορα». Όταν του λέω πως κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να συμβεί, με κοιτάει με ορθάνοιχτα μάτια και περιμένει με αγωνία να ακούσει αν ξέρω κάτι παραπάνω για την κατάσταση. «Έχω τελειώσει Ψυχολογία στο Αφγανιστάν. Φύγαμε γιατί έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα με την ασφάλεια. Είναι επικίνδυνο να ζεις εκεί, δεν θέλαμε να ρισκάρουμε τις ζωές μας».
Η Μπαχάρ και ο Ζαραβάν είναι 25 χρονών. Είναι δεκατρείς μέρες στο λιμάνι. Είναι ζευγάρι και θέλουν να πάνε στην Αγγλία, έχουν την οικογένειά τους εκεί. Η Μπαχάρ είναι έγκυος. «Είναι αγόρι» λέει χαρούμενος ο Ζαραβάν σε σπαστά αγγλικά. «Δεν θέλουμε να πάμε σε κέντρο φιλοξενίας».
Ο Σάμι από το Αφγανιστάν είναι 16 χρονών. «Μένω εδώ έντεκα μέρες» λέει. «Θέλω να πάω στη Σουηδία, ο θείος μου μένει εκεί, είναι η αγαπημένη μου χώρα. Τώρα που τα σύνορα έχουν κλείσει, σκέφτομαι ότι μπορεί να μείνω και στην Ελλάδα. Στο κέντρο φιλοξενίας δεν πάω, οι περισσότεροι δεν θέλουν. Ακούμε ότι τα πράγματα δεν είναι καλά εκεί. Εγώ θα ήθελα να πάω, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω. Έχουν πάει πολλοί σε camp και έχουν γυρίσει, λένε ότι έχει πολλή λάσπη και είναι βρόμικα. Εδώ έχουμε φαγητό και είμαστε εντάξει προς το παρόν. Στο βόρειο Αφγανιστάν, απ' όπου κατάγομαι, έχει πόλεμο, γι' αυτό φύγαμε, για ένα καλύτερο μέλλον. Είμαι μόνος μου εδώ, η οικογένειά μου έχει μείνει στο Αφγανιστάν». Μου δείχνει ένα χαρτί για να περάσει και να κάνει αίτηση για το άσυλο και εγώ δυσκολεύομαι να καταλάβω. «Θα μου άρεσε να σπουδάσω και να γίνω γιατρός» λέει και χαμογελάει πλατιά. Φαίνεται πιο μεγάλος από την ηλικία του, πιο ώριμος.
Έχει πέσει το βράδυ και όλοι μαζεύονται στις σκηνές και στο κτίριο για να κοιμηθούν. Περιφερόμαστε στην αποβάθρα και σκεφτόμαστε ότι είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί μια λύση. Το πιο πιθανό είναι αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν για πάντα εδώ και πρέπει να βοηθηθούν από την πολιτεία πραγματικά. Η Ε2 είναι μια καλή αρχή να τους γνωρίσεις και να βοηθήσεις με όποιον τρόπο μπορείς. Σήμερα αυτοί, αύριο εσύ... Κοιτάζω πάλι το πανό με τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και σκέφτομαι ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται...
Info:
Αν επιθυμείτε να βοηθήσετε, ακολουθήστε τη σελίδα RefugeesWelcome GR στο Facebook για να ενημερώνεστε για όλα όσα χρειάζονται στο Λιμάνι αλλά και για τους τρόπους που μπορείτε να τα παραδώσετε.