«Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΚΑΣΜΠΙ», που κυκλοφόρησε πριν από 100 χρόνια αυτόν το μήνα, είναι το πιο ιδανικά υλοποιημένο έργο του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Αποκαλύπτει μια νέα και σίγουρη γνώση του υλικού του, μια συναρπαστική πλοκή, βαθιά ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ένα «μεταξένιο» ύφος που αποδίδει μια σειρά από αποχρώσεις της διάθεσης και του συναισθήματος και ρομαντική ατμόσφαιρα που θυμίζει την ποίηση του Τζον Κιτς. Ο Φιτζέραλντ εξερευνεί το θέμα του διεφθαρμένου ιδεαλισμού και σατιρίζει ελκυστικούς αλλά κενούς ανθρώπους που «έπαιζαν πόλο και ήταν πλούσιοι μαζί».
Όταν ο αφηγητής Νικ Κάραγουεϊ βλέπει για πρώτη φορά τη γοητευτική Ντέιζι Μπιουκάναν, τον ρωτάει αν λείπει στους φίλους της στο Σικάγο και εκείνος αισθάνεται υποχρεωμένος να της προσφέρει πνευματώδεις κολακείες: «Ολόκληρη η πόλη είναι έρημη. Όλα τα αυτοκίνητα έχουν τον αριστερό πίσω τροχό βαμμένο μαύρο σαν πένθιμο στεφάνι, και υπάρχει ένας επίμονος θρήνος όλη τη νύχτα κατά μήκος της βόρειας ακτής». Αν και η Ντέιζι, παντρεμένη με τον Τομ Μπιουκάναν, διαθέτει κοινωνική θέση, μια όμορφη κόρη και οτιδήποτε μπορεί να αγοράσει κανείς με χρήματα, είναι αθεράπευτα κακομαθημένη και βαριεστημένη. Απηχώντας την «Έρημη Χώρα» του Τ.Σ. ‘Ελιοτ («Τι θα κάνουμε αύριο; / Τι θα κάνουμε ποτέ;») που δημοσιεύτηκε το 1922, αναρωτιέται: «Τι θα κάνουμε αυτό το απόγευμα… και την ημέρα μετά, και τα επόμενα τριάντα χρόνια;»
«Ήταν απρόσεκτοι άνθρωποι, ο Τομ και η Ντέιζι – έσπαγαν πράγματα και πλάσματα και μετά αποσύρονταν πίσω στα χρήματά και στην βαθιά αμέλειά τους, ή ό,τι άλλο ήταν αυτό που τους κρατούσε μαζί, αφήνοντας τους άλλους ανθρώπους να καθαρίσουν το χάος που είχαν προκαλέσει»
Ο διφορούμενος, φευγαλέος και μυστηριώδης Τζέι Γκάτσμπι, κάποτε φτωχός και τώρα πλούσιος, φλερτάρει την Ντέιζι, την οποία ερωτεύτηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Λέει ότι πήγε στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ένα σημαντικό μέρος της νέας αυτοδημιούργητης εικόνας του. Οι διάφορες παράνομες δραστηριότητές του έχουν κάνει τον Γκάτσμπι πλούσιο, ο ίδιος όμως θέλει απεγνωσμένα να ανακτήσει μια ιδεαλιστική αντίληψη για τον εαυτό του και να γίνει αντάξιος της Ντέιζι. Όταν ο Νικ τον προειδοποιεί: «Δεν μπορείς να επαναλάβεις το παρελθόν», ο Γκάτσμπι απαντά απελπισμένα: «Δεν μπορείς να το επαναλάβεις;...Φυσικά και μπορείς!»

Στην πιο σπαρακτική σκηνή του μυθιστορήματος, ο Γκάτσμπι ξεναγεί τη Ντέιζι στην έπαυλή του, ενώ το όνειρό του, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθεί, φτάνει «σε μια ασύλληπτη ένταση». Προσπαθώντας να την εντυπωσιάσει με την πολυτελή γκαρνταρόμπα του, αποκαλύπτει τον δικό του υλισμό. Η υπερβολή που τον διακρίνει, από τα κομψά ρούχα και τα πολυτελή πάρτι μέχρι τα άπιαστα όνειρα, αψηφά τη σοφή επιγραφή στον αρχαίο ναό του Απόλλωνα: «Μηδέν άγαν». Η Ντέιζι αρχίζει να κλαίει με λυγμούς όταν συνειδητοποιεί ότι η επίδειξη του Γκάτσμπι έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά και μόνο για να την εντυπωσιάσει. Αλλά ακόμη και εκείνο το λαμπερό απόγευμα εκείνη αναπόφευκτα «έμεινε πίσω από τα όνειρά του – όχι από δικό της λάθος, αλλά εξαιτίας της κολοσσιαίας ζωτικότητας της ψευδαίσθησής του».

Το να κερδίσει την αγάπη της Ντέιζι δεν είναι αρκετό για τον ακόρεστο Γκάτσμπι. Πρέπει επίσης να αναδιαμορφώσει την πραγματικότητα εξαλείφοντας την αγάπη της για τον Τομ και μετατρέποντάς την στο αθώο κορίτσι των ονείρων του. Επιζητά την αποκλειστική κατοχή του παρελθόντος της καθώς και του παρόντος της. Αλλά η Ντέιζι, διχασμένη ανάμεσα σε δύο άντρες, δεν μπορεί να δεχτεί την εγωιστική εκ μέρους του ανακατασκευή της συναισθηματικής τους ιστορίας: «Ω, θέλεις πάρα πολλά!» του φωνάζει. «Σ' αγαπώ τώρα – δεν είναι αρκετό αυτό; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για ό,τι έχει περάσει στο παρελθόν». Άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Τον αγαπούσα κάποτε – αλλά αγάπησα κι εσένα».
Όταν η Ντέιζι σκοτώνει κατά λάθος μια γυναίκα σε αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο Γκάτσμπι τη σώζει από το σκάνδαλο και την τιμωρία. Εκείνη όμως τον απορρίπτει και εκείνος τιμωρείται με την ίδια του την ζωή για το έγκλημά της. Οι Μπιουκάναν είναι και οι δύο καταστροφικοί. Όπως παρατηρεί ο Νικ: «Ήταν απρόσεκτοι άνθρωποι, ο Τομ και η Ντέιζι – έσπαγαν πράγματα και πλάσματα και μετά αποσύρονταν πίσω στα χρήματά και στην βαθιά αμέλειά τους, ή ό,τι άλλο ήταν αυτό που τους κρατούσε μαζί, αφήνοντας τους άλλους ανθρώπους να καθαρίσουν το χάος που είχαν προκαλέσει».

Η φιλόδοξη προσπάθεια του Γκάτσμπι να επανεφεύρει τον εαυτό του, να ενταχθεί στην ανώτερη τάξη και να κερδίσει την Ντέιζι από τον Τομ είναι καταδικασμένη. Λέει ψέματα για το άθλιο παρελθόν του για να την κερδίσει, αλλά εκείνη είναι κούφια κατά βάθος και ανάξια της θυσιαστικής του αναζήτησης. Ο Γκάτσμπι προσπαθεί –και αποτυγχάνει– να πετύχει το ακατόρθωτο. Ο Νικ προσπαθεί να τον παρηγορήσει, λέγοντάς του: «Είναι ένα σάπιο πλήθος… Εσύ αξίζεις περισσότερο από όλη αυτή την καταραμένη παρέα μαζί».
Εκατό χρόνια μετά, «Ο Μεγάλος Γκάτσμπι» εκθέτει με συνταρακτικό τρόπο την προσπάθεια να ξεφύγει κανείς από το υλιστικό παρόν και να ανακτήσει το αθώο παρελθόν, την απειλητική δύναμη των πλούσιων και όμορφων γυναικών, τις περιορισμένες προοπτικές του έρωτα στον σύγχρονο κόσμο, την καταδικασμένη προσπάθεια να διατηρηθούν οι ψευδαισθήσεις και να ανακτηθεί το αμερικανικό όνειρο.
Με στοιχεία από The Wall Street Journal