Από μόνη της η λέξη Βυζάντιο -τουλάχιστον στα μάτια των ερευνητών της Δύσης- είθισται να σημαίνει κάτι αρνητικό και να παραπέμπει σε θρησκευτικό φανατισμό και δολοπλοκίες. Σε κάτι βαρύ και σκοτεινό.
Δεν είναι τυχαίο ότι το Βυζάντιο δεν εξετάστηκε συστηματικά ούτε από τους ιστορικούς, ούτε από τους φιλολόγους και χρειάστηκαν παρά πολλά χρόνια για να τεθεί στο επίκεντρο των επιστημολογικών μελετών ως ένα διευρυμένο πεδίο. Ακόμα και η περιοδολόγησή του φαντάζει προβληματική καθώς δεν μπορεί εύκολα κανείς να υποστηρίξει ότι ξεκινά με τη βασιλεία του Κωνσταντίνου (306-337) χωρίς να επικαλεστεί την «ανατολική» ερμηνεία που το θέλει άμεσα συνυφασμένο με την Ορθοδοξία ή αντίθετα να επιμείνει ότι η αρχή του έγκειται στον 6ο ή 7ο αιώνα χωρίς να θεωρηθεί ότι υποστηρίζει τον μεταρωμαϊκό του χαρακτήρα.
Όπως και να έχει, η μελέτη του Βυζαντίου ήταν πάντα οριακή σε επίπεδο πανεπιστημιακών σπουδών -όχι μόνο των ιστορικών αλλά ειδικά των πολιτισμικών- και έπρεπε να έρθει ο διεθνούς φήμης πανεπιστημιακός Πίτερ Μπράουν με το πολυσυζητημένο έργο του «Ο Κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας», το οποίο επικαλούνται όλοι όσοι θέλουν να ξεπεράσουν τον συντηρητικό κλασικό διαχωρισμό ανάμεσα στον αρχαίο και τον μεσαιωνικό κόσμο, για να ανοίξει την προοπτική της ερμηνείας του Βυζαντίου προς τον κόσμο της Μεσογείου.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπράουν υπήρξε μια προσωπικότητα που επηρέασε όχι μόνο τις επόμενες γενιές των θεωρητικών -λένε πως ο Μισέλ Φουκώ εξαιτίας του ενέταξε στο γενεαλογικό του σύστημα τον κόσμο των Στωικών, ύστερα από μια θρυλική συνάντησή τους με μπόλικο σέρι- αλλά και άλλαξε εντελώς την ατζέντα της συζήτησης γύρω από το Βυζάντιο αποφεύγοντας, όπως λέει χαρακτηριστικά και η Κάμερον, «το αμάρτημα της ευρωκεντρικότητας».
Πεδίο ακμής του Βυζαντίου θεωρεί η ίδια ότι υπήρξε η περίοδος των Παλαιολόγων που αποθέωσε τα γράμματα και τις τέχνες δίνοντας ευκαιρίες στους πολίτες να μορφωθούν και να ανελιχθούν σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.
Ωστόσο η σπουδαία ιστορικός και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Έιβεριλ Κάμερον, της οποίας το όνομα δεσπόζει πλέον σε επίπεδο βυζαντινών σπουδών, έχει πάει τη συζήτηση ένα βήμα παραπέρα: όχι μόνο δεν δέχεται την ερμηνεία που θέλει το Βυζάντιο ως κάτι ξένο, σκοταδιστικό και άμεσα συνδεδεμένο με την Ανατολή αλλά διαφωνεί ακόμα και με τον Μπράουν και τους ιστορικούς της Ύστερης Αρχαιότητας μιλώντας για έναν πιο «υβριδικό» χαρακτήρα, που κατά κάποιο τρόπο αποποιείται τη ρωμαϊκή του καταγωγή και το φέρνει πιο κοντά στην Ορθοδοξία.
Αρνούμενη κατηγορηματικά τις όποιες μανιχαϊστικές αντιλήψεις, η Κάμερον εξετάζει το Βυζάντιο ως ένα υπερεθνικό μόρφωμα που δεν βασιζόταν σε απολυταρχικές μεθόδους αλλά σε συγκεκριμένο habitus, ξεπερνώντας ακόμα και τον περιοριστικό όρο Αυτοκρατορία.
Τη συγκεκριμένη οπτική της Κάμερον έλαβε λοιπόν υπόψιν του ο Σταύρος Ζουμπουλάκης επιλέγοντας τη σχετική εισήγηση της σε σεμινάριο του περίοπτου Πίτερ Μπράουν για το αφιερωμένο στο Βυζάντιο τεύχος της Νέας Εστίας το 2008, επαναφέροντας έτσι -και μάλιστα μέσα από τα πιο αξιοσημείωτα πανεπιστημιακά σαλόνια- το Βυζάντιο με νέους όρους στο επίκεντρο του ελληνικού διαλόγου.
Στον κατατοπιστικότατο πρόλογό του στο βιβλίο Η αξία του Βυζαντίου της Averil Cameron, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Πέτρου Γεωργίου, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης επανοριοθετεί το Βυζάντιο σε επίπεδο σύγχρονων σπουδών και συμφωνεί, εν πολλοίς, με την Κάμερον πως η εξέτασή του έχει καταστεί δυσχερής για έναν επιπλέον λόγο: γιατί αυτός που το εξετάζει θα πρέπει όχι μόνο να είναι ιστορικός αλλά «και φιλόλογος, θεολόγος και λειτουργιολόγος», καθώς όλα αυτά διαδραματίζουν καθοριστικά ισότιμο ρόλο.
Όποιος επικαλείται την αξία του Βυζαντίου δεν επιτρέπεται, έτσι, να είναι θεολογικά αδαής ενώ πρέπει να γνωρίζει καλά αριστοτελική και πλατωνική φιλοσοφία. Η Κάμερον συνδυάζοντας τα παραπάνω χαρακτηριστικά και, διαθέτοντας μια συγκριτική ματιά που σπανίζει, δικαιώνει απόλυτα την αξία των πολιτισμικών σπουδών αφού αντιλαμβάνεται πως το Βυζάντιο επεκτείνεται σε διαφορετικά πεδία πέρα από αυτόν της θεολογίας ή της ιστορίας.
Το ευσύνοπτο βιβλίο της ξεκινάει απαντώντας στις θεωρίες που εμμένουν στον αρνητικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, αρνούμενη τον απλό δυισμό της δυτικής υπονόμευσης ή της ελληνοπρεπούς ανάδειξής του. Πεδίο ακμής του Βυζαντίου θεωρεί η ίδια ότι υπήρξε η περίοδος των Παλαιολόγων που αποθέωσε τα γράμματα και τις τέχνες δίνοντας ευκαιρίες στους πολίτες να μορφωθούν και να ανελιχθούν σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.
Σε αντίθεση με τις αυτοκρατορίες ή μοναρχίες της Δύσης το Βυζάντιο δεν διέθετε αυστηρά ταξική διαστρωμάτωση και κάστες. Και παρότι υπήρξε αυτοκρατορία -στον βαθμό που βασιζόταν σε ένα κοινό στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο διοίκησης, διαθέτοντας παράλληλα ένα αρραγές νομικό σύστημα ως κληροδότημα από τη ρωμαϊκή του περίοδο-, ωστόσο ο βασικός λόγος της μακραίωνης επικράτησής του, σύμφωνα με την Κάμερον, είναι ότι χειρίστηκε με επιδεξιότητα «την ποικιλομορφία και την ανομοιομορφία» των διαφορετικών δεδομένων του.
Σε αυτό το πλαίσιο η γνωστή ιστορικός επικαλείται τις μεγάλες διαφορές ακόμα και σε επίπεδο πίστης, καθώς ούτε η Ορθοδοξία ήταν η ίδια (άλλοι οι Αρμένιοι Χριστιανοί και άλλοι οι Κόπτες), επιμένοντας πως για να το μελετήσουμε τη συγκεκριμένη περίοδο πρέπει να ξεφύγουμε από τις άπειρες αγκυλώσεις. Επιπλέον, το Βυζάντιο δεν υιοθετούσε μηχανισμούς εξόντωσης, ως τρόπο άσκησης εξουσίας, καθώς δεν είχε καν Ιερή Εξέταση.
Κρίσιμη ως προς τον τρόπο επικράτησής του ήταν η αποδοχή από τους πολίτες και η ενότητα του, ακόμα και όταν χρειάστηκε να μετατοπιστεί η πρωτεύουσα από την Κωνσταντινούπολη στη Νίκαια. Και αυτό γιατί οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες είχαν τον τρόπο:
«Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες γνώριζαν άριστα πώς να στήσουν με δημαγωγικό τρόπο το σκηνικό της αυτοκρατορικής αίγλης. Ακόμη και οι αγώνες ταχύτητας και τα θεάματα στον Ιππόδρομο, που παραδοσιακά οι Πατέρες είχαν καταδικάσει, εντάχθηκαν σε ένα αυτοκρατορικό ημερολόγιο που ήταν συνυφασμένο με το κυρίαρχο χριστιανικό έτος: "από τον ένατο και τον δέκατο αιώνα το τελετουργικό του Ιπποδρόμου ήταν τόσο έκδηλα χριστιανικό, ώστε έμοιαζε με θεία λειτουργία".
Ο πολιτισμός του Βυζαντίου διαμορφώθηκε με επίκεντρο αυτή την καθημερινή επίδειξη της αυτοκρατορικής εξουσίας, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Έτσι το γόητρο του αυτοκρατορικού αξιώματος επιβίωσε σε όλη την ιστορική διαδρομή του Βυζαντίου, παρά τις πολύ αντίξοες καταστάσεις και την αστάθεια, με τα συχνά πραξικοπήματα και ακόμα και τους εμφυλίους πολέμους».
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου ο οποίος διατήρησε αλώβητη την εξουσία του, επιβάλλοντας έναν καλομελετημένο τρόπο διοίκησης που διατηρούσε την ισορροπία ανάμεσα στην πολιτική και τη θεολογική εξουσία και απέφευγε τον απολυταρχισμό ούτως ώστε να μπορέσει να υπάρξει. Ούτε το σύστημα ήταν τόσο άρρηκτο αλλά ούτε και η ερμηνεία των κειμένων τόσο αδιασάλευτη.
Αυτή την αντιφατικότητα τονίζει διαρκώς στο βιβλίο της η Κάμερον επικαλούμενη τη «σχιζοφρενική σχέση» που διατηρούσαν οι χριστιανοί διανοούμενοι και συγγραφείς «με τον κλασικό πολιτισμό και φιλοδοξούσαν και επιζητούσαν να ιδιοποιηθούν και να εκμεταλλευτούν την ελληνική παιδεία ενώ ταυτόχρονα την καταδίκαζαν». Γι' αυτό και δεν αρκεί να καταφύγουμε στην κλασική εξίσωση που ήθελε όσους ασπάζονταν τον χαρακτηρισμό «Έλληνας» οπαδούς του αρχαίου κόσμου και όσους έλεγαν πως είναι «Ρωμιοί» της χριστιανοσύνης.
Κεντρικό ρόλο άλλωστε στην παιδευτική αξίωση, σύμφωνα με την Κάμερον, καταλάμβανε η αρχαία ρητορική: ο βασικός τρόπος ανάλυσης και προσέγγισης κάθε θέματος, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις λεγόμενες εκφράσεις (συγκεκριμένες ρητορικές ερμηνείες κειμένων και εικόνων). Η ίδια περαιτέρω υποστηρίζει ότι δεν έχει ακόμα μελετηθεί αρκετά η λογοτεχνία του Βυζαντίου καθώς η αποκωδικοποίησή των κειμένων δεν μπορεί να γίνει με τα σημερινά δεδομένα ενώ προϋποθέτει βαθιά γνώση ιστορίας κοινωνιολογίας και θεολογίας.
Το ίδιο ισχύει και για τη βυζαντινή τέχνη, ειδικά για τις εικόνες αφού πρέπει κανείς να γνωρίζει σε βάθος της σημασία της εικονομαχίας. Αλλά, εν προκειμένω, δεν μιλάμε για έναν φανατικό θρησκευτικό τρόπο ανάλυσης του δόγματος καθώς η Ορθοδοξία συνδεόταν με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, με τελετουργικά, με ένα σύστημα αξιών που η Κάμερον συνδέει με τον κοινωνιολογικό όρο habitus - την έξη που αφορά την ενσωματωμένη καθημερινή εμπειρία: «Ο εβδομαδιαίος και ο ετήσιος λειτουργικός και εορταστικός κύκλος, με τα κηρύγματα, τις καθιερωμένες αναγνώσεις από τα Ευαγγέλια και τους βίους των αγίων και με την ισχυρή οπτική εντύπωση που προκαλούσαν οι εικόνες και η θρησκευτική τέχνη, επιδρούσαν εξίσου στο νου και στην ψυχή των απλών ανθρώπων και της ελίτ».
Κεντρικό επομένως σημείο στη μελέτη της είναι ότι ξεπερνά τις κυρίαρχες ερμηνείες που δίνει κανείς στον όρο Βυζάντιο - από την εντελώς αρνητική, όπως εκείνη του Γίββωνα, που το εκλαμβάνει μόνο ως συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως αυτή που επιμένει, ακόμα και όταν το υποστηρίζει, με τρόπο εμμονικό, στη σταδιακή παρακμή του. Και αυτό γιατί όσοι μιλούν για παρακμή επικαλούνται τη δογματική αδιαλλαξία στο ύστερο Βυζάντιο, κάτι που αρνείται η Κάμερον κάνοντας λόγο για αθρόα παραγωγή κειμένων, για αφειδώλευτο πλούτο μεταφράσεων και ανταλλαγή ιδεών.
Ακόμα και αν κάποιες στιγμές η ίδια δείχνει να μεροληπτεί, ωστόσο τα συμπεράσματά της βασίζονται σε ακριβή επιστημονικά δεδομένα λαμβάνοντας υπόψη αυτό που ξεφεύγει από τη ματιά του αρτηριοσκληρωτικά σκεπτόμενου ιστορικού ενώ η ίδια, σε καμία περίπτωση, δεν δείχνει να εμφορείται από το φανατισμό των κυρίαρχων Σχολών.
Ειδικά στην Ελλάδα είναι καιρός να λάβουμε υπόψη το σύγχρονο επιστημονικό διάλογο περί Βυζαντίου και να απαγκιστρωθουμε από τις ελληνοπρεπείς ιδέες -άμεσα συνυφασμένες με τις κινήσεις του αλυτρωτισμού- επαναπροσδιορίζοντάς το σε σχέση με τα αντιφατικά του μηνύματα που από τη μια ήθελαν τους Αυτοκράτορές του να επικοινωνούν άμεσα με τον Θεό και από την άλλη χάριζαν στον απλό κόσμο τη χαρά της πίστης, της απόλαυσης αλλά και της διασκέδασης.
Είναι πολύ σημαντικό για μια ιστορικό να αποθεώνει τη χαρά της αντίφασης δίνοντας την ευκαιρία να επανεξεταστεί ο τεράστιος πλούτος μιας άκρως ενδιαφέρουσας περιόδου, ακόμα και στις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές της.
σχόλια