Στην κοντινή μας Ανατολή τα υφάσματα κατέχουν εξέχουσα σημασία τόσο στην καλλιτεχνική παραγωγή όσο και στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Η αξία των υφαντών είναι κυρίαρχη από την προϊσλαμική εποχή, ήδη από τα αρχαία χρόνια και παρέμεινε αλώβητη ακόμη και στη μεταγενέστερη του Ισλάμ εποχή.
Οι κοινωνίες της Ανατολής καταφεύγουν στα υφάσματα λόγω της σπανιότητας της ξύλινης ύλης που αποδίδεται στην έλλειψη δασικών εκτάσεων. Με εξαίρεση τους πολύτιμους κέδρους της οροσειράς του Λιβάνου και τα δάση της Μικράς Ασίας στον Εύξεινο Πόντο, η Μέση Ανατολή και η Βόρειος Αφρική κατακλύζονται από ερήμους και άγονες περιοχές ενώ οι φοίνικες είναι από τα λιγοστά δέντρα που φυτρώνουν στις οάσεις και στις παραποτάμιες επιφάνειες. Οι ανατολίτες επιλέγουν τα υφάσματα για να διακοσμήσουν το εσωτερικό των κατοικιών τους αλλά και για λειτουργικούς λόγους.
Το σαφράν έδινε το ζωηρό κίτρινο, η ρίζα του βοτάνου αλιζάρι το έντονο κόκκινο και τα φύλλα της ινδικοφόρου της βαφικής το λαμπερό κυανό.
Εφόσον δεν διαθέτουν το ξύλο για να κατασκευάσουν έπιπλα, αξιοποιούν τα υφάσματα για να ράψουν μαξιλάρες που χρησιμοποιούνται ως καθίσματα ενώ ένα δωμάτιο μπορεί να διατηρεί πολλαπλούς ρόλους. Ο χώρος που καλύπτεται από έναν τάπητα και ολόγυρα του από μαξιλάρια αποτελεί καθιστικό, χώρος ανάπαυλας και εστίασης. Το χαλί θα καλυφθεί με ένα ύφασμα σαν σοφράς για να σερβίρουν πάνω του το γεύμα ή δείπνο και για την ώρα του ύπνου θα απομακρύνουν το ύφασμα για να κοιμηθούν πάνω στον τάπητα με τις κουβέρτες. Στη διάδοση των υφασμάτων οφείλεται και ο νομαδικός τρόπος ζωής καθώς οι φυλές περιπλανιούνται συνεχώς και η μεταφορά των επίπλων θα ήταν πολύ δύσκολη σε αντίθεση με τα υφάσματα που διπλώνονται εύκολα και είναι ελαφρύτερα στη μετακίνηση. Η μη εξοικείωση των λαών της Ανατολής με τα έπιπλα φαίνεται ξεκάθαρα σε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής», όταν η σουλτανική οικογένεια έχει προσκληθεί σε δείπνο στο κονάκι του Ιμπραχήμ Πασά. Ο οικοδεσπότης καλεί την οικογένεια να καθίσουν στη ξύλινη τραπεζαρία αλλά η αποστροφή της βασιλομήτορος είναι εμφανής καθώς προτιμάει να δειπνίσει πάνω στις μαξιλάρες.
Η εικόνα του οικιακού εξοπλισμού άρχισε να αλλάζει από τον 19ο αιώνα όταν τα ευρωπαϊκά αισθητικά πρότυπα εισήλθαν στους χώρους διαβίωσης της άρχουσας τάξης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Αίγυπτο και το Ιράν. Οι Οθωμανοί σουλτάνοι μετακόμισαν από το ανακτορικό σύμπλεγμα του Τοπ Καπί σε εκείνο του Ντολμά Μπαχτσέ που αποτελεί μια συγχωνευμένη έκφραση του οθωμανικού μπαρόκ, ροκοκό και νεοκλασικισμού και είναι διακοσμημένο με έπιπλα και έργα τέχνης, εισαγόμενα από τη Δύση. Συγχρόνως, ο ιρανός μονάρχης Νασρέλντιν Σαχ παρήγγειλε εκατοντάδες έπιπλα και διακοσμητικές αντίκες από γκαλερί του Λονδίνου και του Παρισιού για τα ανάκτορα Γκολεστάν στην Τεχεράνη και η δυναστεία Μωχάμαντ Άλι στόλισε με ανάλογη πολυτέλεια τα παλάτια του Χαραμλέκ στην Αλεξάνδρεια και Κουμπέχ στο Κάιρο.
Τα υφάσματα διαφοροποιούσαν τους ανθρώπους ανάλογα με την κοινωνική τάξη που ανήκαν, τον τόπο προέλευσής τους (αστοί ή νομάδες), το θρησκευτικό κύρος (οι απόγονοι της οικογένειας του Προφήτη Μωάμεθ φορούσαν τουρμπάνια σε πράσινο χρώμα) και το φύλο (σε ορισμένες φυλές Βέρβερων της Βορείου Αφρικής, οι γυναίκες παρέμεναν ακάλυπτες ενώ οι άντρες φορούσαν πέπλο).
Η αξία των υφασμάτων επισφραγίστηκε με την έλευση του Ισλάμ και εξαπλώθηκε σε κάθε γωνιά που διαδόθηκε και κυριάρχησε η μουσουλμανική θρησκεία, από την ανδαλουσιανή Ισπανία μέχρι την Ινδονησία.
Πολύ νωρίτερα της ευρείας χρήσεως του χαρτιού και της τυπογραφίας, τα υφάσματα λειτούργησαν ως καμβάδες επικοινωνίας και διάδοσης γραπτών μηνυμάτων, όπου υφαίνονταν διάφορα στοιχεία, από σύντομες υπογραφές αρχόντων και κατόχων μέχρι στίχοι του Κορανίου. Η σπουδαιότητα των υφασμάτων στο Ισλάμ δηλώνεται από την ίδια την Κάαμπα που φυλάσσει τον μέλανα λίθο ενός μετεωρίτη στη Μέκκα. Ο κύβος της Κάαμπα είναι καλυμμένος από την κίσουα, το μαύρο βελούδινο ύφασμα που φέρει στίχους του Κορανίου από χρυσή κλωστή.
Οι υφαντουργοί της Ανατολής χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη τις στόφες μαλλιού, λινού, βαμβακιού και μεταξιού. Το μαλλί παραγόταν από τη δορά των προβάτων, κατσικιών και καμήλων νομαδικών φυλών, το λινό από το φυτό λινάρι που καλλιεργούταν στην Αίγυπτο, γύρω από τον Νείλο ποταμό και στη Μεσοποταμία, ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη και το βαμβάκι εισαγόταν από την Ινδία αλλά γρήγορα η καλλιέργειά του εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Συρία και Υεμένη.
Το μετάξι ανακαλύφθηκε στην Κίνα κατά τη Νεολιθική περίοδο και παρέμεινε ως αποκλειστικό αυτοκρατορικό μονοπώλιο για δύο χιλιετίες. Εξαγόταν ως είδος πολυτελείας μέσω του Δρόμου του Μεταξιού, με τα καραβάνια που διέσχιζαν την Κεντρική Ασία, το ιρανικό οροπέδιο και τη Μεσοποταμία για να φτάσουν στη Μεσόγειο Θάλασσα. Το μονοπώλιο διερράγη από δύο πανούργους βυζαντινούς μοναχούς στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.). Μέσα στα κούφια ραβδιά τους έκρυψαν αυγά μεταξοσκώληκα και σπόρους μουριάς. Κατάφεραν να ξεφύγουν της προσοχής των τελωνειακών και φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη παρέδωσαν το πολύτιμο φορτίο τους. Η παραγωγή μεταξιού στο Βυζάντιο ακολούθησε τα ίδια πρότυπα της Κίνας, εκείνα του κρατικού μονοπωλίου αλλά στα επόμενα χρόνια η σηροτροφία επεκτάθηκε στην ιβηρική χερσόνησο, τη Σικελία και τον 14ο αι. η πόλη Λούκα στην Ιταλία έσπασε το μουσουλμανικό μονοπώλιο στην παραγωγή μεταξωτών υφασμάτων. Μέχρι τις αρχές του 19ου αι. το ακατέργαστο μετάξι και τα μεταξωτά υφάσματα υπήρξαν τα κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα του μουσουλμανικού κόσμου.
Οι χρωστικές ύλες για τη βαφή των υφασμάτων παράγονταν από φυτά, μέταλλα και έντομα ενώ για τη σταθεροποίηση των βαφών χρησιμοποιούνταν χημικές ουσίες όπως το αλκάλι. Το σαφράν έδινε το ζωηρό κίτρινο, η ρίζα του βοτάνου αλιζάρι το έντονο κόκκινο και τα φύλλα της ινδικοφόρου της βαφικής το λαμπερό κυανό. Η σκουριά του χαλκού έδινε το έντονο πράσινο και από τα έντομα κρεμέζι και κοχενίλλη παράγονταν διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου. Στην περίπτωση των ακριβότερων υφασμάτων, εκείνα εμπλουτίζονταν με νήματα από φύλλα χρυσού ή ασημιού.
Τα υφάσματα υφαίνονταν στον αργαλειό και ανάλογα με την τοποθεσία ο τρόπος ύφανσης και τα υλικά ποίκιλαν. Γνωρίζουμε πλέον πως στην Κεντρική Ασία και το Ιράν το γνέσιμο των στημονιών και υφαδιών γινόταν σε σχήμα Z ενώ στην Αίγυπτο σε S. Οι τεχνοτροπίες και το διακοσμητικό ύφος ήταν εξίσου διαφοροποιημένα ανά περιοχή. Χαρακτηριστικά, στην Κεντρική Ασία και την Υεμένη αναπτύχθηκε η ύφανση ικάτ που είχε προέλευση από την Ινδία. Τα νήματα των στημονιών και ορισμένα των υφαδιών βάφονταν κατά δεσμίδες και δημιουργούνταν σχέδια κατά τη διάρκεια της ύφανσης. Συμπληρωματικά, κάποια από τα ικάτ κοσμούνταν με κεντήματα.
Μια άλλη αξιοπρόσεκτη ύφανση ήταν το τιράζ, από την περσική λέξη «τιράζ» που σημαίνει κέντημα. Πρόκειται για μακριές ζώνες στις οποίες υφαίνονταν το όνομα του ηγεμόνα και στοιχεία όπως ο τόπος και ο χρόνος δημιουργίας του. Το παλαιότερο τιράζ που σώζεται είναι εκείνο του χαλίφη Μαρουάν που υφάνθηκε στο κρατικό εργαστήρι της Ιφρικίγια (σημερινό κράτος της Τυνησίας) στα μέσα του 7ου αι. μ.Χ..
Η παραγωγή των τιράζ διαδόθηκε από τους Αββασίδες, οι οποίοι κατασκεύασαν υφαντουργικές μονάδες παραγωγής τους στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, το Ιράν και την Κεντρική Ασία.
Παράλληλα με τους Αββασίδες, στην Αίγυπτο κυβερνούσαν οι χαλίφηδες των Φατιμιδών (909 – 1171 μ.Χ.), μια πτέρυγα του σιιτικού Ισλάμ. Οι Φατιμίδες έλαβαν την ονομασία τους από την κόρη του Προφήτη Μωάμεθ, Φατίμα, ισχυριζόμενοι πως ήταν απόγονοί της. Καθιερώθηκαν ως ξακουστοί λάτρεις της πολυτέλειας και των ανέσεων, προκαλώντας την οργή του λαού που δεινοπαθούσε να επιβιώσει. Ο Φατιμίδης χαλίφης Αλ Μουίζ εισήγαγε στο παλάτι τον θεσμό του Οίκου Ένδυσης, μιας επιχείρησης παραγωγής υφασμάτων, ρούχων και αξεσουάρ. Δύο φορές τον χρόνο, κάθε χειμώνα και καλοκαίρι, οι αυλικοί, οι υπηρέτες και οι οικογένειές τους λάμβαναν ως χορηγίες καινούργια κοστούμια, τουρμπάνια, μαντήλια και παντελόνια που παράγονταν εντός του Οίκου Ένδυσης. Αναφέρεται πως σε μια από τις πολλές διανομές, ο χαλίφης Αλ Μουίζ χάρισε ύφασμα συνολικής αξίας 600.000 δηναρίων (το μηνιαίο εισόδημα μιας μεσοαστικής οικογένειας στην αντίστοιχη εποχή ήταν 2 δηνάρια) και το 1067, όταν οι πεινασμένοι στρατιώτες εισέβαλαν στα ανάκτορα και λεηλάτησαν το θησαυροφυλάκιο, έβγαλαν μέσα από τις αποθήκες περισσότερα από 100.000 κομμάτια υφάσματος.
Από τη φατιμιδική περίοδο έχει διατηρηθεί σε αρκετά καλή κατάσταση το Πέπλο της Αγίας Άννας, το οποίο ανήκει στον ναό της Αγίας Άννας στην πόλη Απτ, νότια της Γαλλίας. Ο ηγεμόνας και ο επίσκοπος της Απτ είχαν λάβει μέρος στη Σταυροφορία του 1099 και εικάζεται πως μετέφεραν το Πέπλο ως λάφυρο από την Αίγυπτο. Πρόκειται για ένα λινό πανωφόρι με τρεις παράλληλες ταινίες από χρωματιστό μετάξι και χρυσό νήμα. Στην κεντρική ταινία υπάρχουν τρία μετάλλια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με αλληλοπλεκόμενους κύκλους. Στο εσωτερικό κάθε μεταλλίου διακρίνουμε ένα ζεύγος σφιγγών, καθισμένες πλάτη με πλάτη και περιβάλλονται από μια επιγραφή σε οξυκόρυφη αραβική γραφή που αναφέρεται ο χρηματοδότης (χαλίφης Αλ Μουσταλί των Φατιμιδών) ενώ σε άλλο σημείο του Πέπλου υπάρχει επιγραφή που αναφέρεται το έτος ύφανσής του 1096 ή 1097 (καθώς το τελευταίο ψηφίο δεν είναι ευανάγνωστο) και ως χώρος ύφανσής του το βασιλικό εργαστήριο της Δαμιέτης στο Δέλτα του Νείλου ποταμού.
Η μαεστρία των μουσουλμάνων στην παραγωγή υφαντών μεταλαμπαδεύτηκε στους Νορμανδούς όταν οι τελευταίοι κατέκτησαν τη Σικελία το 1061. Η παράδοση των μεταξωτών υφασμάτων είχε καθιερωθεί από τα βυζαντινά χρόνια και συνεχίστηκε από τους μουσουλμάνους όταν κατέλαβαν το νησί, τον 9ο αι. π.Χ.. Οι Νορμανδοί αξιοποίησαν όλη τη βυζαντινή, ισλαμική και λατινική φυσιογνωμία της περιοχής και ίδρυσαν μια λαμπρή και ακμαία βασιλική αυλή στο Παλέρμο. Χαρακτηριστικό δείγμα της έμφασης που δόθηκε στην καλλιτεχνική παραγωγή αποτελεί ο μανδύας του βασιλιά της Σικελίας, Ρότζερ Β' Οτβίλ, ένα από τα σπουδαιότερα μεσαιωνικά υφαντά παγκοσμίως.
Ο μανδύας έχει σχήμα ημικύκλιου από κόκκινο μετάξι και είναι κεντημένος με χρυσό νήμα και πέρλες. Χωρίζεται στη μέση ακριβώς από έναν κεντημένο φοίνικα που θα διέτρεχε την σπονδυλική στήλη του Οτβίλ ενώ κάθε μια από τις εκατέρωθεν πλευρές, φέρει τις κεντημένες μορφές ενός λέοντα που κατασπαράζει μια καμήλα. Οι ζωικές μορφές έχουν συμβολική αξία και αποδίδουν την επικυριαρχία του χριστιανισμού στον ισλαμισμό.
Όπως θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος του αφιερώματός μας, στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια η παραγωγή υφασμάτων στην Ανατολή διαδέχεται επάξια εκείνη της πρώιμης και μεσαιωνικής ισλαμικής περιόδου. Οι Ανατολίτες αναζήτησαν την ομορφιά στον κόσμο των πλεγμένων νημάτων, όπως άλλωστε διεκδίκησαν και στην περίπτωση των ταπήτων. Ένα απλό αποτύπωμα αυτής της ανατολίτικης σφραγίδας στον κόσμο των υφαντών είναι η ετυμολογία λέξεων που παρέμειναν μέχρι στις μέρες μας. Όπως το ατλάζι, το γυαλιστερό ολομέταξο ύφασμα που προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική λέξη άτλας, το δαμάσκο, το πολυτελές και ποικιλόχρωμο ύφασμα από την πρωτεύουσα της Συρίας, Δαμασκό, η μουσελίνα, το αραχνοΰφαντο ύφασμα από την πόλη Μοσούλη του Ιράκ, η οργάντζα, το λεπτό, διαφανές βαμβακερό ύφασμα από την πόλη Ουργκέντς του Ουζμπεκιστάν στην Κεντρική Ασία, το μαλλί μοχέρ από την αραβική λέξη μουχαγίρ που σημαίνει επιλογή και το ταφτά ύφασμα από το περσικό ρήμα ταφτάν, που σημαίνει γνέθω.
- Μπλουμ Τζόναθαν & Μπλερ Σήλα, Ισλαμικές Τέχνες, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1999.
σχόλια