Το Άνθος
Εδώ, στην Καλλιδρομίου, στον Ένοικο είναι ακόμη απόγευμα. Είναι Σάββατο. Είναι μια εικοσαετία μετά. Η λαϊκή, η πιο υπέροχη Λαϊκή Αγορά του κόσμου, η Λαϊκή της Καλλιδρομίου, έχει τελειώσει και παντού βλέπεις κρεμμύδια και ζαρζαβατικά, ακούς φωνές, βλέπεις πρόσωπα που καίτοι κουρασμένα λάμπουν από τον τίμιο μόχθο.
Εδώ, στην Καλλιδρομίου, στον Ένοικο, επί είκοσι οχτώ μήνες, κάθε βράδυ, ανελλιπώς, ο Οδυσσέας Γεωργίου και ο Λάμπρος Λιάγκος έρχονταν και τα έπιναν στην μπάρα, πάντα στην μπάρα, και παρακολουθούσαν τις ασυνάρτητες δραστηριότητες των Έξι που μολονότι ασυνάρτητες είχαν εντέλει μια δυναμική συνοχή, και είχαν μια δυναμική συνοχή διότι άγγιζε, η όλη Σύναξις των Έξι, τα όρια της συνενοχής, αφενός, και αφετέρου ναι μεν ήσαν ο Καθείς και ο Χαβάς του, ο Καθείς και μια Κεντρική Επιτροπή, ο Καθείς και μια Λογοτεχνική Σχολή, ο Καθείς και μια Στρατιά, αλλά κατάφερναν με μια μεταβυζαντινή αλληλοπεριχώρηση να μην συγκρούονται μόνο, ή να μην συγκρούονται απλώς, αλλά και να συμπράττουν, να είναι μια ωραία παρέα, να είναι φίλοι, φίλοι, φίλοι βρε παιδί μου.
Εδώ, στην Καλλιδρομίου, στον Ένοικο, ο Οδυσσέας Γεωργίου έχει έρθει σήμερα και θυμάται ξανά όλα όσα δεν ξέχασε ποτέ.
Εδώ, στην Καλλιδρομίου, στον Ένοικο, ανάμεσα στην άνοιξη του 1992 και στο φθινόπωρο του 1994, καταναλώθηκαν από τους Έξι, σύμφωνα με το Κιτάπι του Βαγγέλη που ήταν σχολαστικά ενημερωμένο και ενημερωνόταν κάθε βράδυ μετά το πέρας των εργασιών, σαράντα δύο χιλιάδες whiskey sour/ ουίσκυ σάουρ (42000!, κατά μέσον όρο δέκα έκαστος κάθε νύκτα), πέντε χιλιάδες οκτακόσιες μπίρες (πράσινες και σχεδόν όλες από τον Λάγιο), είκοσι τέσσερις χιλιάδες εννιακόσια τριάντα ιρλανδέζικα ουίσκι, τρεις χιλιάδες εκατόν έντεκα τεκίλες-μαργαρίτες, πεντακόσια σαράντα πέντε μπέρμπον, δύο χιλιάδες διακόσια είκοσι δύο τζιν (σχεδόν όλα από τον Αρανίτση), χίλια εννιακόσια τέσσερα Bacardi Cola (όλα ανεξαιρέτως από τον Βακαλόπουλο), εφτακόσια μεταλλικά νερά (όλα από τον Παπαγιώργη), οκτακόσια σαράντα οχτώ σκοτσέζικα ουίσκι (από τον Σταθόπουλο), και ένα Black Russia (από τον Μπαμπασάκη).
Εδώ, στην Καλλιδρομίου, στον Ένοικο, επιμόνως ο Σταθόπουλος ζητούσε «παραγγελιά» το «Άνθος» του Αλέξανδρου Άλεκ Σχινά (εκφράζοντας πάντως και τους άλλους πέντε των Έξι) και αγογγύστως από στήθους ο Λάγιος του το δώριζε:
«Αυτό το άνθος δεν πρέπει νάτανε για μας.// Εμείς κατηναλώσαμεν ολόκληρον τον χρόνον της ημέρας μας/ σε αφελείς και αδέξιες επιδόσεις~/ ατημέλητοι, με το χέρι στην τσέπη, περιεπλανήθημεν/ ανά τους δρόμους και τας πλατείας αυτής της πόλεως~/ ιδανικά αδιάφοροι, εγκαταλείψαμε την προσοχή μας/ σε κάθε λογής επουσιώδεις περισπασμούς~/ σπαταλήσαμε απερίσκεπτα την περιουσία μας,/ αγοράζοντας και μασσουλώντας συνεχώς/ στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια./ Είναι, νομίζομεν, περιττόν να τονισθεί/ ότι απέσχομεν από πάσαν σκέψιν σχετικήν/ με συστηματικάς δραστηριότητας/ ή, πόσω μάλλον, με ιπποτικά κατορθώματα/ ή ιδανικούς έρωτας και τα παρόμοια./ Κυρίως ειπείν, απέσχομεν από πάσαν σκέψιν.// Αυτό το άνθος επομένως δεν πρέπει νάτανε για μας.// Γιατί, όταν, περί το μεσονύκτιον επιστρέφοντας./ διερχόμεθα από κείνον τον ημίφωτο δρομάκο,/ όταν, λέγω, πίσω από τα βαριά παραπετάσματα/ του υψηλοτέρου παραθύρου ενός παμπάλαιου μεγάρου,/ πρόβαλε κείνο το αβρό παρθενικό χεράκι/ και μας το πέταξε τρέμοντας,/ εμείς –όλως ανέτοιμοι και αναρμόδιοι ως ήμεθα–/ το αρπάξαμε μηχανικά στον αέρα/ και το φάγαμε/ – το άνθος!, καταλαβαίνετε;/ Το φάγαμε, το μασσουλήσαμε κι αυτό/ με την ίδια ακριβώς ανευθυνότητα/ που όλη τη μέρα μασσουλούσαμε/ στραγάλια και παστέλια και μαντζούνια./ Ω! ασφαλώς-ασφαλώς!/ Αυτό το άνθος δεν πρέπει,/ δεν μπορεί/ να ήτανε για μας».
Συνεχίζεται. Αύριο: Τρία Μηδέν!
σχόλια