Της Ευγενίας Μπόζου
I'll walk slow, take my hand, help me on my way (Mumford and Sons, Lover's eyes)
Ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά στη βροχή
Μας περιμένουν άδειες μέρες ραγισμένοι ουρανοί
(Η γιορτή, Τρύπες)
Δεν γράφω συχνά πια. Οι λέξεις μου γλιστράνε από το μυαλό όπως το νερό της θάλασσας περνάει ανάμεσα από τα δάχτυλα όταν κολυμπάμε. Οι λέξεις τρέχουν μακριά, τα νοήματα χάνονται. Κάθε φορά που βλέπω δελτίο ειδήσεων, παθαίνω μικρές διαλείψεις, μικρά εγκεφαλικά. Tο μυαλό: Άστα, πάει μπερδεύτηκε. Και τώρα οι λέξεις που θέλω χάνονται με την ταχύτητα που ανακοινώνονται μέτρα, που έρχονται οι λογαριασμοί, που μαθαίνω για άλλο ένα ρατσιστικό χτύπημα, ένα ακόμα δυσάρεστο για κάποιο φίλο που έχασε τη δουλειά του ή ακόμα χειρότερα για κάποιον που αυτοκτόνησε. Οι λέξεις χάνονται με την ταχύτητα που βουλιάζει ο κόσμος γύρω μου μέσα στα νέα διψήφια ποσοστά του όχι και τόσο νέου μαύρου τρόμου. Η, όπως θα έλεγε κάποιος πιο updated, με την ταχύτητα που τρέχει το τάιμλάιν στην οθόνη μπροστά μου.
Δεν μιλάω πολύ πια, ούτε με πολλούς ανθρώπους. Έχω φίλους και γνωστούς που βρίσκονται σε μια υπερδιέγερση επικοινωνίας, οργάνωσης ενάντια στην κρίση, αντιπληροφόρησης. Γράφουν, μιλάνε, στέλνουν μέηλ, φτιάχνουν μπλογκ, αγανάκτησαν, κατέβηκαν στο Σύνταγμα και τώρα συμμετέχουν σε πρωτοβουλίες σε γειτονιές, ανταλλακτικά παζάρια, καταλήψεις. Στα σόσιαλ μίντια, είναι τόσο on time και in tune και μου ανοίγουν τα μάτια εδώ στο αυτοσχέδιο ερημητήριό μου, ενώ ταυτόχρονα με αγχώνουν ότι έχω μείνει πίσω. Τους θαυμάζω. Τους σέβομαι. Τους ευχαριστώ. Αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ να προλάβω τις εξελίξεις.
Δεν μπορώ να χαρώ ούτε για την άνοδο της αριστεράς στις δημοσκοπήσεις, γιατί από κάτω βράζει πολύ σκότος, πολύς πόνος, πολύ μίσος, πολλή απόγνωση και γιατί έχω μια μόνιμη αλλεργία στο άρωμα της εξουσίας. Θυμάμαι ότι με πολλούς παλιούς συντρόφους κάποτε είχαμε την πολυτέλεια να διοργανώσουμε συζητήσεις για την απενοχοποίηση της πράξης της αυτοκτονίας και για το δικαίωμα στην αυτοκαταστροφή. Και τώρα που οι αυτόχειρες πληθύνανε, τι να συζητάμε τώρα; Τους μετράμε όπως τα ποσοστά μας; Που είναι η συμπόνια; Δεν τη νιώθω.
Και συ ρε κοπελιά, τι κάνεις; Θα μου ανταπαντούσε κάποιος. Η αλήθεια είναι πώς δεν ξέρω πώς έφτασα να γίνω τόσο αυτοαναφορική ζώντας και αναπνέοντας τόσα πολλά χρόνια για όλους τους άλλους. Τώρα μέσα στην κρίση συνειδητοποιώ τουλάχιστον με ανακούφιση ότι στο ατομικό μου σύμπαν, που ποτέ τίποτα δεν ήταν βέβαιο ή οριστικό και όλα ήταν μονίμως υπό αίρεση, ήμουν πάντοτε σε κρίση. Νιώθω άνετα σε αυτήν, σχεδόν ξεδιάντροπα άνετα, ναι ήμουν στην κρίση από πάντα. Σχεδόν την περίμενα να έρθει, όπως πολλοί συνάνθρωποί μου, ίσως και για να κρυφτούμε πίσω από την γενικευμένη κατάρρευση ή να δικαιολογήσουμε αυτήν την -αδιόρατη μεν, υπαρκτή δε- κατάθλιψη που μας χαρακτήριζε εδώ και χρόνια, και να την απογυμνώσουμε από κάθε αυταρέσκεια.
Οπότε, να σου πω τι κάνω: Κοιτάζω τους ανθρώπους στα ρούχα όχι στα μάτια. Αν είναι προστατευμένοι, ζεστά ντυμένοι: πρώτα τα πόδια – παπούτσια, κάλτσες , αν φοράνε δηλαδή, - και μετά προς τα πάνω, μπορώ να κολλήσω για ώρα να σκέφτομαι αν το φούτερ ή το μπουφάν τους είναι αρκετό γι' αυτό το κρύο που θα ρθει. Κανένα φούτερ θα μου πεις δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ αρκετό γι αυτό το κρύο που έχει ριζώσει τελευταία γύρω μας και μέσα μας - το νιώθω ακόμα και την ώρα που με καίει ο ήλιος. Δεν έχω πολλά, όμως ντρέπομαι ακόμα και γι αυτά. Ντρέπομαι για το ζεστό παλτό, το πάπλωμα, το καλοριφέρ όταν ο ζητιάνος απλώνει το χέρι, όταν ο άστεγος γίνεται ένα με το νερό, τη λάσπη και τα κουρέλια του κάτω από τη βροχή στο σταθμό Μοναστηράκι μέρα μεσημέρι, όταν βλέπω τους μετανάστες να μοιάζουν με τρομαγμένα πουλιά που λουφάζουν μέσα στο τρόλεϊ την ώρα που αγορεύει ένας φασίστας στο μπροστινό κάθισμα. Ντρέπομαι.
Όμως δεν παλεύω για πολλά πράγματα πλέον˙ κουράστηκα. Κουράστηκα να παλεύω για μια θέση στο λεωφορείο που με μεταφέρει κάπου που δεν θέλω να βρίσκομαι. Για ένα καλύτερο πλασάρισμα στην ουρά του ταμείου, για να πληρώσω για πράγματα που δεν θέλω και δεν με αφορούν. Πάρτε ότι έχω. Πάρτε το ποδήλατό μου. Θα σας ταξιδέψει! Κουράστηκα να παλεύω για την αποδοχή των ανθρώπων που φύσει και θέσει δεν θα με αποδεχτούν ποτέ - και αν με αποδέχονταν θα ανησυχούσα για τον ίδιο μου τον εαυτό. Για να ταιριάζω σε μία αγία ελληνική οικογένεια που αντιπροσωπεύει και συμπυκνώνει όλη τη μικροαστική μικρόψυχη νοοτροπία που μισώ. Κουράστηκα να παλεύω για λέξεις όπως ένσημα – ΙΚΑ - επίδομα αδείας -ωράριο εργασίας - συλλογική σύμβαση- μόνιμη δουλειά - κατώτατος μισθός. Κουράστηκα. Δεν πάλεψα και δεν θα παλέψω ποτέ για τίποτα «κατώτατο»: όχι από ελιτισμό ή από άνεση αλλά γιατί αλλιώς μεγάλωσα, αλλιώς έχω μάθει να ζω και να ονειρεύομαι. Κουράστηκα να βλέπω να μεταχειρίζονται τους καλλιτέχνες σαν υπαλλήλους, τους υπαλλήλους σαν σκουπίδια, τα σκουπίδια σαν λουλούδια και τα λουλούδια και τα δέντρα σαν να είναι τίποτα. Κουράστηκα να μας διώχνουν από παντού, να καταργούν έναν προς έναν τους κοινωνικούς χώρους, τους χώρους ελευθερίας ή αυτόνομης δημιουργίας, και εμείς απλά να πηγαίνουμε παρακάτω και να περιμένουμε να μας ξανασκουπίσουν. Κουράστηκα να βλέπω την αστυνομία να κυνηγάει οτιδήποτε και οποιονδήποτε κινείται και να παίζω τη γάτα με το ποντίκι στα φλεγόμενα σοκάκια της πόλης που αργοπεθαίνει.
Μιλάω σαν ένας ηττημένος άνθρωπος;
Μιλάω σαν ένας ηττημένος άνθρωπος. Σαν ένας μουδιασμένος άνθρωπος. «O κόσμος είναι αδιάβατος και εμείς ασθενικοί», έλεγε ο Σαββόπουλος. Ασθενική που με ενδιαφέρει τι γίνεται εδώ, τώρα, όταν είμαστε δύο. Ασθενική που δεν αντέχω όταν ο έρωτας, ακόμα και σήμερα, ακόμα και τώρα μέσα σε αυτή τη γενικευμένη φτώχεια υπολογίζεται και μετριέται (από θράσος, άγνοια, υποκρισία ή αδυναμία, δεν έχει σημασία) σε ηλεκτρικές συσκευές, ταξίδια αναψυχής, ωραία εστιατόρια, ψαγμένα μπαρ. Με ενδιαφέρει που χρεοκόπησαν οι σχέσεις μου, όχι γιατί δεν αγάπησα αρκετά ή γιατί δεν αγαπήθηκα αρκετά, αλλά γιατί τις φτιάξαμε να είναι τόσο ενάντια στην ίδια μας τη φύση και τις αληθινές ανάγκες μας, που δεν άντεξαν, κάηκαν μόλις εκτέθηκαν στην ελευθερία του πνεύματος, στην τρέλα της καρδιάς, στη ζοφερή αλήθεια, στο χρόνο και στις δυσκολίες.
Έτσι λοιπόν ακόμα και σήμερα, στην Αθήνα της Κρίσης, με απασχολούν τα συναισθηματικά μου. Στη συνέλευση για το θέατρο ΕΜΠΡΟΣ με απασχολούσαν τα συναισθηματικά μου. Έξω από το Χυτήριο και μπροστά στις θεούσες και στους χρυσαυγίτες με απασχολούσαν ασταμάτητα, όπως και κατά τη διάρκεια όλων των επαγγελματικών μου ραντεβού. Την ώρα που φτιάχνω το βιογραφικό μου. Την ώρα που διαβάζω τη λίστα Λαγκάρντ. Την ώρα που σκιάζομαι από το μαύρο σκοτάδι που ολοένα και πυκνώνει. Την ώρα που βλέπω τα περιθώρια της ίδιας μου της ζωής να στενεύουν επικίνδυνα από 500 σελίδες που αποκαλούν πολυνομοσχέδιο και πακέτο μέτρων. Τι να κάνω; Είναι η ίδια η ζωή που δεν σταματά να μας γνέφει ποτέ. Και οι άνθρωποι δεν έρχονται όταν τους θέλουμε ή επειδή μια μέρα ξυπνήσαμε και είπαμε «θέλω τον τάδε». Δεν έρχονται ούτε όταν είμαστε έτοιμοι να τους δεχτούμε, ούτε όταν είμαστε όμορφοι, καθαροί, προετοιμασμένοι και διαθέσιμοι. Δεν έρχονται επειδή είναι σωστό να έρθουν. Δεν έρχονται για να μας κάνουν τη ζωή εύκολη, αλλά ούτε και δύσκολη, σίγουρα όμως την κάνουν πιο ενδιαφέρουσα. Όλα παίζονται κάθε στιγμή. Διεκδικούμε, γοητευόμαστε, αφήνουμε ένα κομμάτι από την καρδιά μας να ακουμπήσει την καρδιά κάποιου άλλου. Δίνουμε χρόνο, σκέψη, ουσία, πίστη, εμπιστοσύνη, αγάπη. Δέρμα στο δέρμα, αναπνοή στην αναπνοή, βλέμμα στο βλέμμα, κίνηση στην κίνηση. Κάποτε οι άνθρωποι φεύγουν από τη ζωή μας περίπου όπως ήρθανε: όχι όταν είμαστε έτοιμοι να τους αποχαιρετήσουμε, ούτε όταν έχουμε κλείσει όλες τις εκκρεμότητές μάς μαζί τους, ούτε όταν έχουμε προλάβει να τους δείξουμε τον καλύτερό μας εαυτό, ούτε φυσικά όταν έχουμε βρει κάποιον άλλο να βάλουμε στη θέση εκείνου που φεύγει. Φεύγουν μόλις αρχίσεις να τους αγαπάς καμιά φορά. Φεύγουν χωρίς να κλείσει το κεφάλαιο που άνοιξαν, χωρίς να έχουν βρει τη θέση τους στη ζωή μας και φεύγοντας αφήνουν ένα σωρό από απορίες και όλα τα ενδεχόμενα ανεξερεύνητα. Φεύγουν χωρίς αντίο.
Γύρισα αργά το βράδυ στο σπίτι. Στο γραμματοκιβώτιο, λογαριασμοί. Στο τηλέφωνο αναπάντητες κλήσεις. Η διαχειρίστρια, η λογίστρια, ο οδοντίατρος, η μάνα μου να μου θυμίσει όλα αυτά που χρωστάω και μαζί όλα εκείνα που της χρωστάω γενικώς σε αυτή τη ζωή. Μάζεψα όλα τα χαρτιά και τους λογαριασμούς στο τραπέζι, αναλογίστηκα αυτά που πρέπει να κάνω για να είμαι σωστή πολίτης αυτής της υπό κατάρρευσης χώρας μου, σωστή κόρη της υπό κατάρρευσης μάνας μου, ε, και κάπου εκεί κατέρρευσα και γω.
Μονολόγησα με παράπονο, "μα θέλω να ζήσω". Πάντα αυτό ήθελα. "Κι αν σας χρωστάω κυρία διαχειρίστρια είναι γι αυτό, γιατί προτίμησα να πάω μια εκδρομή, ένα ταξίδι, να πιω ένα ποτό παραπάνω, να πάρω ένα ταξί μήπως και ξεχαστώ λίγο από την καθημερινή μιζέρια στο τρένο". Άνοιξα το παράθυρο. Το φεγγάρι έλαμπε στον φθινοπωρινό ουρανό με ένα φως, τόσο εξωπραγματικό, που τα 'χασα. Θέλω να ζήσω: Στα 35 είμαι στην καλύτερη φάση της ζωής μου. Έχω έναν ωκεανό στην ψυχή μου. Σε ποιον λογαριασμό να τον χωρέσω και ποιος θα τον πληρώσει; Κάθε ώρα κάθε στιγμή παλεύουν κύματα στην καρδιά μου. Επιθυμίες και παρορμήσεις και δημιουργία και τρέλα. Και μια λέξη στοιχειώνει τη σκέψη μου: ελευθερία. Να παλέψουμε γι αυτήν; Κάθε ώρα κάθε στιγμή, όσες φορές κι αν με ρωτήσεις, θα σου πω ναι, γι αυτήν αξίζει να παλεύεις. Και για την αγάπη, την φιλία, τις σχέσεις μας, Με τόλμη, συμπόνια, τρυφεράδα, υπομονή, αμφιβολίες, αμφιταλαντεύσεις, θυμό, ό,τι έχω μέσα μου, ό,τι έχει ο καθένας μέσα του. Να στηρίξουμε ο ένας τον άλλο. Να ενθουσιάσουμε ο ένας τον άλλο.
Από αυτήν εδώ την στάση αναμονής που βρίσκομαι κοιτάζω συχνά τον ουρανό: αυτή η καταστροφή- προσωπική, κοινωνική- που θα ρθει, γιατί θα ρθει, ας έχει τουλάχιστον μια γεύση ελευθερίας.
σχόλια