Του Νίκου Σκιαδόπουλου από το bookpress
«Θα μπορούσε να έχει επέλθει (και αυτό μπορεί να συμβεί και τώρα δα) σε αυτή την περίσταση (ή σε μια άλλη, στο μέλλον) μια βαθύτατη οικονομική κρίση, ή ακόμη και εξάρθρωση
της καπιταλιστικής οικονομίας, σοβαρότερη κι από εκείνη που έχει τολμήσει να ονειρευτεί ακόμα και ο πιο ξαναμμένος τροτσκιστής. Μια τέτοια κρίση όμως δε θα αποτελούσε επιβεβαίωση, μα ανασκευή όλης της μαρξιστικής αντίληψης, οικονομικής και γενικής». Κορνήλιος Καστοριάδης, Σύγχρονος Καπιταλισμός και Επανάσταση
«Εγώ παραδοσιακά ανήκα στη σοσιαλδημοκρατία». Γιάννης Στουρνάρας, υπουργός οικονομικών
Πριν από τριάντα περίπου χρόνια ο Μισέλ Φουκώ (που συχνά πλήγωνε έναν πολιτικό χώρο που βιαζόταν να οικειοποιηθεί το όνομά του) δήλωνε: «ο σοσιαλισμός στερείται μιας γνήσιας διακυβερνητικής λογικής». Με τα λόγια αυτά δεν εννοούσε απλά πως η αριστερά απέτυχε να αναπτύξει τη δική της διακυβερνητική νοοτροπία. Το σημαντικότερο ήταν πως, υπό το μόρφωμα της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας, η αριστερά δανείστηκε την τεχνοκρατική της λογική από την καπιταλιστική (νεοφιλελεύθερη και κεϋνσιανή) παράδοση. Κι αυτό διότι τα συστατικά της κείμενα δεν προσέφεραν κατευθυντήριες γραμμές για μια αριστερή διακυβερνητική λογική που θα υποδείκνυε με ποιoν τρόπο ένα σοσιαλιστικό κράτος θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην οικονομία του. Ο Φουκώ, ωστόσο, δεν νομιμοποίησε την εν λόγω διαπίστωση παραμένοντας στο επίπεδό της. Αντιθέτως, η θέση του ήταν πως μια σοσιαλιστική διακυβερνητική νοοτροπία «οφείλει να επινοηθεί».[i]
Σήμερα που η αριστερά διεκδικεί με αξιώσεις τη διακυβέρνηση της χώρας, το κενό αυτό είναι πιο εμφανές από ποτέ. Όμως, ενώ μας είναι ιδιαίτερα εύκολο να μιλάμε για μια ακόμα «κρίση του κεφαλαίου», δύσκολα συνειδητοποιούμε πως η ίδια αυτή συγκυρία συνιστά και μια κρίση της αριστερής σκέψης και πρακτικής. Μια κρίση που σπάνια μπαίνει στο τραπέζι ως τέτοια, καθώς συγκαλύπτεται από ένα πέπλο πλουραλισμού και πολυφωνίας, ενώ εκδηλώνεται υπό τη μορφή δημοσιογραφικών διερωτήσεων σχετικά με την κυβερνητική ετοιμότητα της αριστεράς. Εντούτοις, η ενδεχόμενη αδυναμία της αριστεράς να διαχειριστεί την κρίση δεν οφείλεται απλά σε μια κυβερνητική «απειρία», αλλά στην έλλειψη ακριβώς μιας αριστερής τεχνοκρατικής λογικής. Αν και πολλοί αριστεροί θα έφρισσαν στο άκουσμα της λέξης, η ανάγκη ανάπτυξης μιας παρόμοιας λογικής αποτελεί ζητούμενο που συνδέεται τόσο με τα προτάγματα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, όσο και με τους όρους διά τους οποίους διεκδικεί την εξουσία. Όσο το κενό της θα παραμένει απλήρωτο, τα πολιτικά προτάγματα θα μετατρέπονται σε διακυβεύματα ομιχλώδη, που μας αποτρέπουν να αποτιμήσουμε την αξία της διακινδύνευσής τους.
Στο βαθμό που οφείλουμε να κυριολεκτούμε σε μια εποχή ανεξέλεγκτων μεταφορών, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν αποτελεί επαναστατικό κίνημα: μετέχει σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία δεν έχει σκοπό να ανατρέψει στο όνομα μιας κάποιας «δικτατορίας του προλεταριάτου» (εκτός και αν υποθέσουμε ότι σέβεται τον κοινοβουλευτισμό για λόγους τακτικής). Ως εκ τούτου, δεν εισηγείται τη μετάβαση σε μια οιασδήποτε μορφής «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής» με όρους επαναστατικούς – και υπ' αυτήν την έννοια φαίνεται να ασπάζεται θεσμούς που χαρακτηρίζουν την πανευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια κοινωνική συνθήκη, όπως η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η αγορά. Αποτάσσοντας τόσο τα επαναστατικά μέσα για την κατάληψη της εξουσίας, όσο και τη μορφή του συγκεντρωτικού κράτους που χαρακτηρίζει τα παραδοσιακά κομμουνιστικά καθεστώτα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ βρίσκεται εκ των πραγμάτων αντιμέτωπος με το πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατίας: την ενσωμάτωση της αγοράς ως συστατικού στοιχείου της διαχείρισης του κράτους, στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και μάλιστα μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία ισχυρίζεται ότι θέλει να ανήκει.
Αν αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη τον αποφασιστικό παράγοντα της οικονομικής κρίσης, θα δούμε πως ακόμη και στο επίπεδο των θεμελιωδών προταγμάτων υπάρχουν σοβαρές αντιφάσεις. Στην όψιμη ιδρυτική διακήρυξή του κόμματος, ο σοσιαλισμός ορίζεται ως στρατηγικός στόχος. Πρόκειται για έναν σοσιαλισμό κεκαθαρμένο από τις προσμείξεις της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και από τις μορφές συγκεντρωτισμού που προήγαν τα πρώην κομμουνιστικά καθεστώτα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο δρόμος για τον σοσιαλισμό παρουσιάζεται ως αλληλένδετος με την οικοδόμηση, σε κλίμακα ευρωπαϊκή, μιας «κοινωνίας των αναγκών» έναντι μιας «οικονομίας του κέρδους». Δεδομένης της αποδοχής θεσμών όπως η αγορά, ο κοινοβουλευτισμός και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα περίμενε κανείς πως η μετάβαση στην κοινωνία των αναγκών θα γινόταν υπό τους όρους ενός σύγχρονου κράτους (θα ήθελα να τονίσω: καλώς ή κακώς). Εντούτοις, η διακήρυξη μας πληροφορεί πως «το αίτημα για μια κοινωνία των αναγκών [...] δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με κυβερνητικά διατάγματα» καθώς ανάγεται σε μαρξικούς όρους ταξικής πάλης και νίκης των υποτελών τάξεων.
Φαίνεται λοιπόν πως τη στιγμή που καλείται να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα που του επιβάλλεται από την πολιτική συγκυρία, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αποφασίζει να προσφύγει σε μια επαναστατική ρητορική. Πώς να ερμηνεύσουμε τη διολίσθηση από ένα λόγο εν πολλοίς σοσιαλδημοκρατικό, σε ένα λόγο επαναστατικό; Το ζητούμενο εδώ δεν είναι η αντίφαση αυτή καθεαυτή, αλλά το κενό που προδίδει. Και το κενό αυτό δεν είναι άλλο από την ανυπαρξία μιας γνήσιας αριστερής τεχνοκρατίας, ελλείψει της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος είτε να παραλάβει την σκυτάλη της σοσιαλδημοκρατίας από το διαλυμένο και διεφθαρμένο ΠΑΣΟΚ, είτε να οδηγηθεί σε επαναστατικές πρακτικές αμφίβολης αποτελεσματικότητας (επαναλαμβάνω: καλώς ή κακώς).
Στην πρώτη (και πιο πιθανή) περίπτωση, δανειζόμενος την τεχνοκρατία του από τη σοσιαλδημοκρατία, θα θυσίαζε το επαναστατικό του πρόταγμα. Θα μετατρεπόταν σε μια νέα σοσιαλδημοκρατική παράταξη – ενδεχομένως αδιάφθορη σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Τούτο όμως δε θα σήμαινε πως θα απέτασσε και τις νέο-φιλελεύθερες πολιτικές που το ίδιο το ΠΑΣΟΚ προήγε και προάγει. Και τούτο διότι η εναλλαγή κεϋνσιανών και νέο-φιλελεύθερων πολιτικών αποτελεί στοιχείο αναπόφευκτο στο πλαίσιο μιας μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ μπορεί ρητορικά να αποτάσσει αλλά δεν εξηγεί πώς θα μπορέσει να την υπερβεί. Ας μην ξεχνάμε πως ο περιορισμός των επαναστατικών προταγμάτων σε επίπεδο κοινωνικών (και όχι οικονομικών) πολιτικών είναι ίδιον της σοσιαλδημοκρατίας. Στη δεύτερη περίπτωση, ακόμη και αν οι όψιμοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αποφάσιζαν να αποτάξουν το «μικροαστικό τους όνειρο»,[ii] η επαύριον της πολυπόθητης επανάστασης θα κινδύνευε να διολισθήσει σε ένα συγκεντρωτικό κράτος. Και τούτο διότι πέραν της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας ή μιας κινεζικής μορφής σοσιαλισμού της αγοράς, δεν υπάρχει μια διαφορετική μορφή γνώσης επί τη βάσει της οποίας οι αξίες μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας θα αποκτούσαν οικονομικό υπόβαθρο.
Φυσικά, το έλλειμμα μιας γνήσιας αριστερής διακυβερνητικής λογικής θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί και το κεντρικό διακύβευμα της αριστεράς. Ενδεχόμενο μάλλον απίθανο, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ προβάλλει την ομιχλώδη του λογική ως έξοδο από την κρίση. Η έκκληση για κεϋνσιανές πολιτικές («ένα νέο σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη» ή «αυτό που εφαρμόζει ο Ομπάμα») και η έλλειψη όχι μόνο εναλλακτικής αλλά και βασικής νομισματικής πολιτικής (κατά τα λεγόμενα της Ρένας Δούρου), μεταβιβάζουν απλά τις οικονομικές ευθύνες στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα ο επαναστατικός λόγος αφθονεί στο επίπεδο των κοινωνικών δικαιωμάτων, δίχως οικονομικό αντίκρισμα. Έτσι, πίσω από τη δημοκρατική και πλουραλιστική παρουσίαση της πολυφωνίας του κόμματος, κρύβονται εντάσεις οι οποίες θα ερχόντουσαν στο φως την επομένη μιας εκλογικής νίκης. Όμως σε μια συγκυρία οικονομικά κρίσιμη, η πολυφωνία που αφορά τις βασικότερες κατευθύνσεις δεν αποτελεί στοιχείο δημοκρατικότητας, αλλά ένδειξη αναποφασιστικότητας και αμηχανίας. Απομονώνοντας μια φράση του Karl Schmitt, θα έλεγε κανείς πως εκ των πραγμάτων «η εποχή του διαλόγου ίσως να φτάνει στο τέλος της».[iii]
Το δώρο της εξουσίας που απλόχερα προσφέρει μια ευνοϊκή πολιτική συγκυρία δεν προσφέρεται ποτέ χωρίς το αντίδωρο μιας απόφασης που η ίδια η συγκυρία επιβάλλει. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα μόνον όταν οι σκοποί, απομακρυσμένοι από το επίπεδο της συγκυρίας, απολαμβάνουν της ασυλίας κάποιου πλατωνικού βασιλείου. Εφόσον, όμως, η συγκυρία προδιαγράφει το (θεσμικό, οικονομικό, πολιτικό, τεχνοκρατικό) πεδίο δυνατοτήτων για την υλοποίηση τους, το μόνο σίγουρο είναι πως οι σκοποί διαμορφώνονται με τρόπο λανθάνοντα από τα μέσα. Ελλείψει μιας γνήσιας αριστερής σκέψης περί διακυβέρνησης, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί παρά να αφεθεί στο έλεoς των διαθέσιμων μέσων. Ως εκ τούτου, η διαφύλαξη ενός οράματος αλλά και η διεκδίκησή του εν όψει επινόησης νέων μέσων, οφείλει να αναλάβει το κόστος μιας αλήθειας που μέχρι τώρα εκστομίζεται μόνον εν είδει συμπτώματος: «δεν είμαι έτοιμος να κυβερνήσω».
* Ο Ν. Σκιαδόπουλος σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία των επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία και μεθοδολογία των οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Erasmus του Ρότερνταμ.
Του ίδιου, Οικονομικά, η άρχουσα επιστήμη
[i] Michel Foucault, Naissance de la Biopolitique: Cours au Collège de France 1978-1979, σ. 92. Να σημειώσουμε εδώ την συγγενική άποψη του Καστοριάδη κυρίως όσον αφορά την παραδοσιακή μαρξική θεωρία.
[ii] Αν η αριστερά αποποιηθεί την ιερατική της στάση απέναντι στις «αλλοτριωμένες συνειδήσεις» των μικροαστών, θα διαπιστώσει πως οι όψιμοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν είναι διόλου διατεθειμένοι να απεκδυθούν των ονείρων εκείνων που Θεόδωρος Πάγκαλος τους κάλεσε να διαφυλάξουν πριν από εννέα χρόνια. Από την άλλη πλευρά, όπως συχνά επεσήμαινε ο Καστοριάδης, ας μη θεωρούμε πως η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής υπό τη μορφή ενός συγκεντρωτικού κράτους δεν συνιστά αλλοτρίωση του ατόμου.
[iii] Carl Schmitt, Die geistesgeschichtliche Lage des heutigen Parlamentarismus, Duncker & Humblot, Βερολίνο, 1926 [1923].
σχόλια