ΠΑΖΑΡΙ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ-ΠΕΙΡΑΙΩΣ «Ο ΕΡΜΗΣ»
Κατά
μήκος των γραμμών του τρένου απέναντι
από το Γκάζι
Κυριακή πρωί
Παλιά βιβλία, φωτογραφικές μηχανές, περιοδικά, μουσικά όργανα, πορσελάνινα σερβίτσια άλλα και ρούχα μεταχειρισμένα ή όχι τοποθετούνται με επιμέλεια πάνω σε πάγκους όπως και κάτω, πάνω σε κουβέρτες ή κομμάτια λινάτσας προς τέρψιν οφθαλμών κάθε Κυριακή από τα χαράματα μέχρι τις 3 το απόγευμα. «Το σωματείο μας δημιουργήθηκε το 1992 για να υποστηρίξουμε το δικαίωμά μας στην εργασία, διότι έως τότε ήμασταν διωκόμενοι. Πολλά αντικείμενα λατρείας, πολλά ιστορικά ντοκουμέντα, χάρτες θα είχαν οδηγηθεί στις χωματερές. Δεν είναι μεγάλη κουβέντα αυτό που θα πω, αλλά η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων έχει προμηθευτεί πολλά από τα βιβλία της από εμάς, όπως και πολλές άλλες βιβλιοθήκες. Πόσα σχέδια του Τσίλερ, τα αρχεία του Τέλλου Άγρα και μια πλειάδα παραδειγμάτων που θα μπορούσα να αναφέρω ίσως κατέληγαν στις χωματερές, εάν δεν βρίσκονταν άνθρωποι σαν και μάς να τα περιμαζέψουν και να τα μεταπωλήσουν και με αυτό τον τρόπο να διαιωνίσουν τον πολιτισμό και την κουλτούρα μας!» λέει με συγκλονιστική ευφράδεια ο κ. Μαγαλιός, γραμματέας του σωματείου. Ο κόσμος είναι πολύς. Βλέπεις κάποιους να αράζουν πάνω στο γρασίδι και να παρατηρούν καλύτερα τα βιβλία που μόλις ψώνισαν. Ανάμεσα στους επισκέπτες ξεχωρίζεις και παρέες παιδιών που μόλις έφυγαν από κάποιο πάρτι που μόλις έχει τελειώσει, στις δέκα το πρωί. Γελάνε και χαζεύουν παλιά πλαστικά παιχνίδια. Ο κόσμος περισσότερο κοιτάει παρά αγοράζει. Αυτοί που αγοράζουν είναι κυρίως οι ξένοι, οι μετανάστες. Βρίσκουν πάμφθηνα ζεστά μπουφάν και μάλλινα πουλόβερ. Ο κ. Μαγαλιός εξηγεί από την πλευρά του: «Τα ρούχα κινούνται πολύ γιατί πολλά είναι σχεδόν αφόρετα. Κάποτε, ένας "επώνυμος" με είχε καλέσει για να πετάξει όλη την γκαρνταρόμπα του, 40 ολοκαίνουργια κουστούμια. Τα πούλησα βέβαια πολύ εύκολα. Φαντάζομαι είναι πολύ καλύτερα έτσι παρά να κατέληγαν στα σκουπίδια. Θεωρώ πως εμείς οι ρακοσυλλέκτες κάνουμε λειτούργημα: είμαστε ένα είδος άμεσης ανακύκλωσης, όχι μόνο υλικών αλλά και ιστορίας και ιδεών. Κάνε μια βόλτα στο παζάρι και δες».
ΠΑΖΑΡΙ ΣΧΙΣΤΟΥ
Λεωρόφρος Σχιστού
Κυριακή πρωί
Κυριακή πρωί στη λεωφόρο Σχιστού και η ουρά των αυτοκινήτων για να φτάσεις στο παζάρι ακολουθεί τα χιλιόμετρα με στοιβαγμένα χαλιά που πωλούν οι τσιγγάνοι. Τα μοτίβα των χαλιών επαναλαμβάνονται πριν και μετά την είσοδο του παζαριού. Αφού λοιπόν καταφέρεις να παρκάρεις όπως όπως, διασχίζεις αναγκαστικά τον παράδρομο που είναι γεμάτος με τρισάθλια κλουβιά όπου στριμώχνονται εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, μικρά πουλιά (παπαγαλάκια, καρδερίνες, αηδόνια αλλά και άλλα είδη πουλιών που μας είναι άγνωστα, πολύχρωμα και εξωτικά). Τα πουλιά τιτιβίζουν ανήσυχα για τα αβέβαιο μέλλον τους και προσπαθούν να κινηθούν ανάμεσα στις κουτσουλιές, πατώντας το ένα το άλλο. Νιώθεις ένα σφίξιμο στην καρδιά και προχωράς μπροστά. Καταφέρνεις χωρίς να κλάψεις να φτάσεις στην είσοδο του παζαριού, που στην ουσία είναι ένα αδιέξοδο στη μέση του πουθενά. Ένας χωματένιος δρόμος ανάμεσα σε δύο μεγάλους βράχους. Μια λαοθάλασσα περνά ανάμεσα στους πάγκους που είναι στημένοι δεξιά και αριστερά. Πάνω στους πάγκους βλέπεις ό,τι μπορείς να φανταστείς: από ρούχα, εσώρουχα και παπούτσια μέχρι καλώδια, CD και (προφανώς χρησιμοποιημένα) οδοντικά εργαλεία(!). Στρέφεις άλλου το βλέμμα με αποστροφή και το μάτι σου πέφτει πάνω σε έναν πάγκο με ρώσικο κόκκινο χαβιάρι, βότκα Stolichnaya, ρώσικα τσιγάρα και ανδρικές μάλλινες κάλτσες. Ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από τον πάγκο κάτι προσπαθεί να σου πει, αλλά δεν καταλαβαίνεις, γιατί δευτερόλεπτα μετά παρατηρείς ότι στον λάρυγγά του υπάρχει μια τρύπα -προφανώς σημάδι εγχείρησης- από οπού φεύγει όλος ο αέρας της φωνής, που βγαίνει πολύ αχνά. Σταματάς να κοιτάς για λίγο τα εμπορεύματα, βλέπεις τις φάτσες των ανθρώπων. Είναι άνθρωποι ταλαίπωροι, με αγριάδα στα μάτια. Φάτσες λούμπεν. Το ρεύμα συνεχίζει, προχωράς κι εσύ. Αρχίζουν οι τσίκνες. Ξεκινούν να υπάρχουν καντίνες στη μέση με ψητά λουκάνικα, σουβλάκια, λουκουμάδες και καραμελωμένα μήλα. Ο δρόμος φαίνεται να συνεχίζει για πολύ ακόμα, ενώ δεν έχεις φτάσει ούτε μέχρι τη μέση. Φωνές που διαλαλούν την πραμάτεια καλύπτουν τις φωνές των ενδιαφερόμενων «πελατών». Κάποιος έχει φτιάξει ένα βουνό από ξεμαλλιασμένες Βarbie και τις πουλάει ( σε ποιόν;). Χιλιάδες ζώνες, βρακιά, σώβρακα, αναπτήρες, τασάκια, κασμάδες, σφυριά, κοχύλια, μαγνητάκια-παναγίτσες, σουτιέν, σπασμένα φωτιστικά, βαλίτσες, σαλιάρες και ο κατάλογος συνεχίζεται. Ό, τι πάρεις 3,5 το πολύ 10 ευρώ. Ξάφνου πολύ δυνατή μουσική που βγαίνει από ένα σαραβαλιασμένο αμάξι πίσω από έναν πάγκο. Παίζει το «Hot Stuff» και στο πίσω κάθισμα ένας μεσήλικας με χαμόγελο που φανερώνει τα δόντια που του λείπουν. Σε λίγο ακούς «Το αηδόνι πέταξε για μεγάλο ταξίδι, το αηδόνι που το λεν Στέλιο Καζαντζίδη» και θυμάσαι τα χιλιάδες πουλάκια που προσπέρασες. Κι ο Καζαντζίδης συνεχίζει «Άτιμη κοινωνία». Μετά πέφτεις πάνω σε μια επιγραφή που λέει «CD ΜΕ ΚΕΛΑΪΔΙΣΜΑΤΑ ΚΑΝΑΡΙΝΙΩΝ». Πλησιάζοντας βλέπεις κι άλλους τίτλους: «Καναρίνια Χαρτς», «Φωνές από Φλώρο», «Κελαϊδίσματα Καρδερίνων». Επιταχύνεις το βήμα και φτάνεις εκεί που φοβούσουν από την αρχή ότι θα φτάσεις. Εκεί όπου και στην αρχή, με τα πουλιά, ένιωσες την καρδιά σου να σφίγγεται. Στο τέλος του δρόμου, όπου ξεκινά η ζωοπανήγυρη με τις κότες, τις γαλοπούλες, τα γουρούνια, τα κουτάβια, τα χάμστερ, τις χελώνες, τα παγώνια, τα κουνέλια και τα περιστέρια στοιβαγμένα σε μικρά κλουβιά προς πώληση «σε τιμή ευκαιρίας». Η εικόνα παραπέμπει στο Μεσαίωνα και οι μυρωδιές είναι έντονες αφού τα ζώα είναι αιχμάλωτα σε τρισάθλιες συνθήκες ταλαιπωρημένα, αφυδατωμένα και υποσιτισμένα μέσα στα σκατά τους. Δεν αντέχεις άλλο. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Σχεδόν τρέχεις προς το αυτοκίνητο. Δεν θες να δεις τίποτα άλλο και δεν μπορείς να μιλήσεις για την υπόλοιπη μέρα.
ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ
Πλατεία Αβησσυνίας, Μοναστηράκι
Κυριακή από τις 9 το πρωί
Κυριακή, λίγο πριν το μεσημέρι, στο Μοναστηράκι, ανάμεσα σε τουρίστες που χαζεύουν τα παραταγμένα εμπορεύματα και πωλητές που διαλαλούν την πραμάτεια τους. Οι ντόπιοι ελάχιστοι, το ίδιο και τα παζάρια στις δοσοληψίες που κάποτε ήταν η πιο συνηθισμένη εικόνα. Για Κυριακή η κίνηση είναι ελάχιστη, είναι εμφανές ότι έχουν πέσει οι ρυθμοί στην αγορά. Ο κύριος Γ. που κάθεται μπροστά από έναν ασύρματο απ' τον πόλεμο του ‘40 και πράσινα κράνη το επιβεβαιώνει. Σαξόφωνα, τρομπέτες, σκουριασμένα φλάουτα σε τιμές εξευτελιστικές, «βιβλία και δίσκοι με ένα ευρώ» φωνάζει κάποιος δίπλα του, αλλά ο κόσμος δεν αγοράζει. «Έχει κόψει λόρδα» λέει. «Ακόμα κι αν τους τα χαρίσεις, δεν σταματάνε πια να ρωτήσουν. Είμαι από 12 χρονών στο γιουσουρούμ και κοντεύω να πάρω σύνταξη και ποτέ δεν θυμάμαι τέτοια κρίση. Έρχονται μέρες του ‘41 που σε σκότωνε ο άλλος για ένα πιάτο φαΐ». Η αγορά με τα παλιατζίδικα στην πλατεία Αβησσυνίας είναι ανοιχτή όλη την εβδομάδα, το παζάρι όμως που συγκεντρώνει τον περισσότερο κόσμο γίνεται την Κυριακή, με υπαίθριους μικροπωλητές που πουλάνε μεταχειρισμένα είδη, κυρίως για νοσταλγούς του παρελθόντος, συλλέκτες κι όσους ψάχνουν διακοσμητικά φορτωμένα με ιστορία. Οι τιμές από λογικές μέχρι πανάκριβες, εξαρτάται σε ποιον θα πέσεις και τι ψάχνεις. Μπορείς να πετύχεις ένα γραμμόφωνο σε πολύ καλή κατάσταση με 130 ευρώ (γύρω στα 100 μετά από διαπραγματεύσεις], γραφομηχανές με 60-70, παλιά ραδιόφωνα με 120, μέχρι αρτ ντεκό καναπέδες με 1.500 και τζουκ μποξ με 6.000! (7.000 αν θέλεις να παίζει, παραδοτέο στο σπίτι σου). Ο Ινδός πωλητής που προσέχει τα χιλιάδες στοιβαγμένα αντικείμενα σε ένα απ' τα μαγαζιά μου δείχνει ένα χρυσό δαχτυλίδι με μια μικροσκοπική πέτρα. «Είναι διαμάντι» μου λέει. «Αν σε ενδιαφέρει, μπορείς να το πάρεις με 50 ευρώ». Χαζεύω έναν κεντημένο πίνακα με δυο αστροναύτες στο φεγγάρι (30 ευρώ, 15 μετά το παζάρι) και ένα τσούρμο Κινέζους πολεμιστές που έχουν καταλήξει σε ένα πλαστικό κιβώτιο, την ώρα που ο Στράτος Διονυσίου τραγουδάει για «φλεγόμενες στράτες»...
ΠΑΖΑΡΙ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Μιχαήλ Βόδα
Σάββατο από νωρίς το πρωί
Στρίβοντας σε οποιαδήποτε κάθετη στην Αχαρνών στο ύψος του Αγίου Νικολάου, το πρώτο πράγμα που προσέχεις είναι παρκαρισμένα ντάτσουν πίσω από στοίβες παπουτσιών και ρούχων σε κατάσταση μετακόμισης (πεταμένα παντού). Με το που μπαίνεις στη Μιχαήλ Βόδα σε περιμένει ο ίδιος χαμός. Τσιγγάνοι που πουλάνε τσάντες με φρούτα και λαχανικά (ό,τι πάρεις δύο ευρώ), πάγκοι με «είδη προικός», παιχνίδια: γυμνές Μπάρμπι και πεζοναύτες Μπεν δίπλα σε πολύχρωμα αρκουδάκια των 50 λεπτών. Οι πωλητές αποκλειστικά αλλοδαποί. Μελαχρινοί, μελαμψοί, Κούρδοι και Ιρακινοί, Αλβανοί ανεβασμένοι στους πάγκους που βροντοφωνάζουν με νόημα «όποια γνωρίζει, ψωνίζει κορίτσιαααα», μαύρες με ράστα που πουλάνε κίτρινα Κάλβιν Κλάιν εσώρουχα με τον Τουίτι. «Ό,τι πάρεις δύο βρω, δύο βρω» ακούγεται από παντού κι ο κόσμος συνωστίζεται για να ψωνίσει. Μουσουλμάνες με τις κόρες τους από το χέρι και ασορτί μαντήλι, Ρώσοι, Πολωνοί, Ινδοί, ξένοι, πολλοί ξένοι. Και μόνο. Ένα πολύχρωμο πλήθος που χρησιμοποιεί τα ελληνικά για να επικοινωνήσει, γεμάτο περίεργους κώδικες που δύσκολα μπορείς να αποκρυπτογραφήσεις. Σε ένα ολόκληρο παζάρι ο μόνος Έλληνας ήταν κάποιος που έβριζε επειδή ο συνωστισμός τον εμπόδιζε να κινηθεί. Βιαζόταν. Πιο πίσω του κάποιος ανοιχτόχρωμος Ανατολικοευρωπαίος διαφημίζει «μποξΙεράκια, σΙώβρακα» με ένα ευρώ και μια Ινδή τραβεστί με γένια τριών ημερών σκορπάει χαμόγελα, χρησιμοποιώντας το σκύλο της για γούνα. Στο παζάρι του Αγίου Νικολάου τα πάντα ξεκινάνε από 1 ευρώ και φτάνουν μέχρι 5. Μόνο τα πλεχτά συνθετικά πουλόβερ κόστιζαν 12 ευρώ, όσο έκανε κι ένα ζευγάρι ξύλινες καμηλοπαρδάλεις απ' την Αφρική, μόνο που αυτές, με διαπραγματεύσεις, κατέβηκαν στα 5! Τα μεταχειρισμένα παπούτσια (ροζ γόβες, μπότες μέχρι το μηρό, πέδιλα με τετράγωνο τακούνι) 1 ευρώ το ζευγάρι (!), ενώ τα καινούργια αθλητικά Ιταλίας 5. Ακόμα κι αν δεν βρεις τίποτα να ψωνίσεις, είναι ένα παζάρι που σε προσγειώνει στην πραγματικότητα...
σχόλια