Τα κόμματα της Αριστεράς στην κρίσιμη στιγμή έχουν απαντήσεις όχι πάντα επεξεργασμένες, συχνά όμως πειστικότερες των λεγόμενων «αστικών» κομμάτων. Δεν τις συνεκφέρουν. Συνήθως γι' αυτή την αδυναμία τους φταίει κάτι στο υπερπέραν. Ο επιφυλακτικός «ευρωπαϊσμός» του ενός, η μη ικανοποιητική καταγγελία της «πλουτοκρατίας» του άλλου, μια «παλαιοκομμουνιστική» εμμονή του τρίτου. Αυτά τα ελαττώματα (πάντα του άλλου) εμποδίζουν συνεργασίες, ιδεολογικές αντι-μεταβιβάσεις και συνθέσεις.
Η διαφορά στο ιδεολογικό υπερπέραν εμποδίζει τη συνεργασία και την αποτελεσματική σύγκρουση με το ηθικοπολιτικό πέραν: τη σκληρή ομάδα λομπιστών που εισηγείται στην τρόικα αυτά που η τρόικα αποφασίζει και που στη συνέχεια καλείται, αθώα και καταναγκαστικά -με λύπη μάλιστα-, να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση.
Τον κύκλο πολιτικής αντι-παραγωγής που περιγράφω και που δεν τον αντέχουν πια ούτε τα παραγωγικά αστικά στρώματα, θα μπορούσε να τον διαρρήξει δημοκρατικά μια ευφάνταστη και τίμια συνέργεια κομματικών «ετεροτήτων» αριστερής κατεύθυνσης, αφού είναι και αυτή μέσα στην οποία θεμελιώνεται η εγκυρότερη αντισυστημική κριτική. Μάλιστα, λόγω της υποτιθέμενης ιδεολογικής τους επάρκειας, τα αριστερά κόμματα δεν θα έπρεπε να φοβούνται να εκτεθούν στο μολυσματικό «αντιευρωπαϊσμό» του ενός ή στον τοξικό «ρεφορμισμό» του άλλου ή στο «δογματισμό» του τρίτου.
Η καθαρή και ισχυρή πολιτικοστρατηγική σύλληψη, που -υποτίθεται- τα κάνει τόσο άκαμπτα στα ιδεολογικά και αναφορικά πλαίσιά τους, θα έπρεπε να είναι και η ασφαλιστική δικλίδα ώστε συνεργαζόμενα να μη «διαφθαρούν» μεταξύ τους. Αν εργάζονταν με καθαρές αποφάσεις, με καλοχτισμένες θεωρήσεις και με καλοσχεδιασμένη κριτική εννόηση, δεν θα είχαν κανενός είδους ανασφάλεια. Το κεντρικό και θεμελιωδώς διπλό στοιχείο, που ορίζει τη συνεργατική συνθήκη, δηλαδή η κατανόηση και η παραδοχή των διαφορών σε στρατηγικό επίπεδο και των συγγενειών σε τακτικό, θα δυσχέραινε τη διοίκηση της χώρας με τους χειρότερους, πιο αντιδημοκρατικούς αλλά και πιο καταστροφικούς όρους.
Κι όμως, με χλομές προφάσεις και μεγεθυσμένες αντιρρήσεις, συνεργασία δεν τελείται. Δε πειράζει. «Δουλεύει» το παράλυτο και λανθασμένο σύστημα. Για την καταστροφή άλλωστε δεν χρειάζονται πολλά και πολλοί. Η διύλιση του κώνωπος αφήνει απερίσπαστη τη διάλυση της χώρας. Αλλά οι διάφορες κομματικές ομάδες πράγματι δεν μπορούν να συνδυάσουν τη μικροκλίμακα, να συμφωνήσουν στο θέμα π.χ. της δημόσιας υγείας που οι διαφορές εκ των πραγμάτων είναι μικρές; Για να στηρίξουν συνδυαστικά τη λαϊκή υγεία (δηλαδή το ανθρώπινο δικαίωμα όπως το ορίζουν οι κεντρικές μεταπολεμικές συνθήκες), τη στοιχειώδη νοσοκομειακή λειτουργία, πρέπει πρώτα να νηστέψουν 40 μέρες; Πρέπει πρώτα να δεχτούν την απόφαση της «12ης ολομέλειας»; Πρέπει πρώτα να καταργήσουν συνεδριακά τη «θεωρία των σταδίων»; Τέρμα. Ή κατ' ευθείαν σοσιαλισμός ή τίποτα; Πρέπει πρώτα να μάθουν τρόπους; «Μην κακομιλάτε στο νόμο γιατί είναι αγενές»; Αυτό είναι το πρόβλημα που ορίζει την αποδομητική καθημερινότητα; Μια τάξη κομματικών και κανονιστικών μεγεθών απαράγραπτων και ανεξίτηλων; Το θρησκευτικό κόλλημα του καθενός; Τι εμποδίζει λοιπόν και αρτηριοσκληρύνει;
Θα μπορούσε να είναι η αστόχαστη «γαστρωπία». Το κοίταγμα της κοιλιάς, το ατομικό εντός απέναντι στο συλλογικό άπαν, η καταξίωση μέσα από τη διαφορά, το σύστημα να σε χρίζει ως το «άλλο» ταΐζοντας το ρυτιδιασμένο ελιτισμό σου. Ξέρουμε ότι οι επικλήσεις στην Ιστορία ή η αναγωγή σε μεγάλα ιδεολογικά σχήματα, πολλές φορές, είναι η έξυπνη απόκρυψη της συγκεκριμένης ευθύνης, η υπέρβαση της συγκεκριμένης συνθήκης, η παρώθηση της συγκεκριμένης συλλογικής απαίτησης. Το αίτημα πολύπλευρης προοδευτικής συνεργασίας δεν είναι εκλογικό ούτε τεχνικό, αλλά υπαρκτικό. «...οι πιο ωραίες ιστορίες θα ειπωθούν για μας όταν δεν θα 'ναι πια κανείς να τις ακούσει», μου λέει το βράδυ ο Τάσος Λειβαδίτης...
σχόλια