Δαπανήθηκα στις Λόχμες, Ι
Αβρός, σοβαρός, διοπτροφόρος και με μειλίχιο μειδίαμα μονίμως, ο Βαγγέλης Ζαφειρόπουλος (πολλά είχαν δει τα μάτια του, και τίποτα δεν του ’φερνε τρόμο), συνέχισε επιμελώς και αγογγύστως να ετοιμάζει ανά έξι και επαναληπτικώς whiskeysour/ουίσκυ σάουρ, επί εβδομάδες, έως εκείνη την (ας την πούμε) μοιραία βραδιά (Αύγουστος ήτανε; Δεν ήτανε, θαρρώ. Ήταν ξανθός Απρίλης – ναι, ξανθός Απρίλης του χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο), ναι, εκείνη την (ας την πούμε) μοιραία βραδιά που άκουσε (και όλοι ακούσαμε) τον Βακαλόπουλο να λέει στη Βίκυ των Έξι ότι την παρακαλεί να μην του φέρει ουίσκυ σάουρ αλλά Bacardi Cola (μάλιστα, τον ακούσαμε όλοι να το λέει «πακάρντι κόλα», και όχι «μπακάρντι κόλα», παραλείποντας επίτηδες, τέτοιος ήταν ο Βακαλόπουλος, όλο βραδυφλεγείς χαμηλότονες εκρήξεις/εκπλήξεις με σουρντίνα, το μι, και κάνοντας ενδεχομένως έτσι μιαν υποδόρια αναφορά στο λατρεμένο του κινηματογραφικό είδος, το film noir σα να λέμε, και στα λατρεμένα noir αμάξια, τις φοβερές και τρομερές κούρσες Packard που κοσμούν τα μυθιστορήματα του Raymond Chandler και τις ταινίες του Nicholas Ray (έτσι, λοιπόν, μάλλον έπεσες θύμα αδέρφι μου εσύ γράμμα Μι, στη βακαλοπούλεια αισθητική).
Ήταν μοιραία βραδιά. Ναι. Μοιραία. Το πιάσαμε στην ατμόσφαιρα εμείς, ο Λάμπρος Λιάγκος κι εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου, παθητικοί παραληρηματίες (με τόσα που ακούγαμε από τους Έξι είχαμε αρχίσει κι εμείς, εμείς, οι μόνοι νουνεχείς, να μιλάμε σαν και τους Έξι, απανωτά, επαναληπτικά, παράλληλα, με άλματα σαν αυτά που περιγράφει ο Walter Benjamin, αποφατικά, σαν αρνητικοί θεολόγοι, ασθματικά, λαχανιασμένα σαν την απαγγελία του Εμπειρίκου στα κομμάτια της Οκτάνας, σαν του Ginsberg την απαγγελία του Howl, σαν συνωμότες, σαν υπόδικοι, σαν κατάδικοι, σαν ήρωες του Thomas Pynchon), ναι, το πιάσαμε εμείς στην ατμόσφαιρα, το νιώσαμε, το διαισθανθήκαμε, το ψυχανεμιστήκαμε: μοιραία βραδιά.
Πάνε είκοσι χρόνια. Πολλά αινίγματα παραμένουν αινίγματα. Πολλά συνθήματα και παρασυνθήματα παραμένουν συνθήματα και παρασυνθήματα. Πολλά αγόρια παραμένουν αγόρια. Πολλά κορίτσια παραμένουν κορίτσια. Πολλές ιστορίες έγιναν διδακτέα ύλη σε σκοτεινά Πανεπιστήμια του Πάθους, και στην Final Academy του William S. Burroughs. Η Βίκυ των Έξι παραμένει Βίκυ, αλλά Βίκυ Κανενός, την τραγούδησε τόσο σκληρά και μελαγχολικά ο Nick Cave:
I loved her then and I guess I love her still/ Hers is the face I see when a certain mood moves in/ She lives in my blood and skin/ Her wild feral stare, her dark hair/ Her winter lips as cold as stone/ Yeah, I was her man/ But there are some things love won't allow/ I held her hand but I don't hold it now/ I don't know why and I don't know how/ But she's nobody's baby now.
Συνεχίζεται. Αύριο: Δαπανήθηκα στις Λόχμες, ΙΙ
σχόλια