Εγωπάθεια σε Δεύτερο Ενικό
–De quoi t’occupes-tu au juste? Je ne sais pas bien.
–De la réification, répondit Gilles.
–C’est une grave étude, ajoutai-je.
–Oui, dit-il.
–Je vois, observa Carole admirative. C’est un travail très sérieux, avec de gros livres et beaucoup de papier sur une grande table.
–Non, dit Gilles, je me promène. Principalement, je me promène.
Το αντιλαμβάνεσαι, εξαρχής, ότι πας να παίξεις με τη φωτιά, πά’ να πει με την αντίφαση, ή πληθυντικός: με τις αντιφάσεις, καθότι κι εσύ και οι όμοιοί σου φτάνετε πολύ αργά για την καταστροφή και πολύ νωρίς για την ανοικοδόμηση, το ξαναφτιάξιμο, το εκ νέου ανακάτωμα της τράπουλας, το στήσιμο το καινούργιο των πεσσών στη σκακιέρα της Τέχνης. Άμα φτάνεις πολύ μετά το Dada και πολύ πριν από το εγγόνι του D. F. Wallace, άμα φτάνεις πολύ μετά την Anna Blume και πολύ πριν από ό,τι θα μπορέσει να εμπνεύσει το Infinite Jest, άμα φτάνεις πολύ μετά τον Γιώργο Μακρή και πολύ πριν από τα λουλούδια που θ’ ανθίσουν στους λειμώνες των Λεπτομερειών για το Τέλος του Κόσμου, τότε το ρίχνεις πριν της ώρας σου στο ιρλανδέζικο, στη βότκα, στο τζιν με τόνικ ή και άνευ, ακόμα και στον κράσο από βαρέλι, αλλά στον πολύ κράσο. Δεν βγαίνει αλλιώς. Ούτε και έτσι βγαίνει, μέσω κράσου και βότκας και ουίσκι, αλλά τουλάχιστον καμώνεσαι ότι βγαίνει. Αλλιώς, σκότος και τέρμα.
Πάντως, κυλάνε οι μέρες και οι νύχτες με το να καμώνεσαι, και με το να είσαι διαρκώς στο μεταίχμιο, με το ένα πόδι εδώ και με το άλλο εκεί, να ξέρεις ότι η Τέχνη πέθανε και να κάνεις ότι δεν πέθανε ακόμη, να ξέρεις ότι ούτε καν γλυκοχαράζουν τα βουνά, είναι ακόμη νύκτα, αλλά να φοράς με άνεση, προσποιητή φυσικά, τα βαριά γυαλιά ηλίου με σκελετό από ταρταρούγα λες κι είναι μέρα μεσημέρι.
Αυτό που λες, που είπες τώρα δα, άλλος θα το χαρακτήριζε Ιστορία Τσέπης της Μεταπολίτευσης. Κι εσύ, αυτόν τον άλλον, θα τον κέρναγες επί ένα εξάμηνο όλα του τα ουίσκι συν δέκα, δεκαπέντε σαμπάνιες Moet, στη Ράτκα, στο Ωραιότερο Κατάστημα Από Καταβολής Κόσμου.
Σε κάνουνε πιο ήπιο, ενίοτε, τόσοι και τόσοι θάνατοι: η λογοτεχνία πέθανε, το rock & roll πέθανε, το western πέθανε, η ζωγραφική πέθανε, ο ταχυδρόμος πέθανε κι ας χτυπάει πάντα δύο φορές. Γίνεσαι καλλιεπής, γίνεσαι μειλίχιος, ω Οδυσσέα Γεωργίου, κι εκεί που θες ν’ αρχίσεις τα μπινελίκια και τα γαλλικά, πετάς ένα, «Κομψή κι ετούτη η θραύση των δοχείων» όταν γύρω σου γίνεται το σώσε στα μπουνίδια, και όχι μόνον στα λεκτικά μπουνίδια. Διότι δεν αδειάζεις πια να κάτσεις ν’ αντιπαρατεθείς, δεν σώνεις, χρόνος δεν περισσεύει για τέτοια, κι ας έχεις χρόνο απέραντο για άλλα, όχι, δεν αφήνεις να καλπάσει πάλι σε μαύρο άτι το Εγώ, το μαζεύεις το Εγώ, λες όχι πια στο σκέτο, όχι στο ξεροσφύρι Εγώ, το πας προς το Εμείς το Εγώ, το ακονίζεις μεν από δω αλλά το στρογγυλεύεις δε από κει, δεν βγαίνει αλλιώς, θέλει Εσύ το πράγμα, θέλει δεύτερο ενικό η Εγωπάθεια, θέλει παρέα η τέως Εγωμανία και η νυν Ημιεγωμανία.
Οπότε, εκείνη την Τετάρτη (βραδάκι ήτανε, πίσω ο μεγάλος καθρέφτης, μπροστά τα ποτά, πιο κει η Ελεονόρα στο μαύρο πιάνο να παίζει το Θέμα για Άγνωστο Επισκέπτη), όταν γύρισε πάλι ο Μάνος ο Γιαννόπουλος να σου πει ότι σε διέπει Εγωπάθεια, σωστά του αντιγύρισες ένα: «Άσε τώρα! Εμείς έτσι λέγαμε την ταξική συνείδηση επί Georg Lukács!»
Συνεχίζεται. Αύριο: «Αι Πόρναι και οι Χασισοπόται»
σχόλια