Κατηφόριζα τις προάλλες με το πατίνι μου την λεωφόρο Συγγρού, όταν, σε ένα φανάρι, ένα αμφίβιο τζιπ τελευταίας τεχνολογίας –από πεπιεσμένο χαρτί, εννοείται- μού κόρναρε ελαφρά. Στρίβω το κεφάλι, «μπολώ να σας απασχολήσω πέντε λεπτά;» μού λέει μια νεαρή Κινέζα, σε εκείνα τα χαριτωμένα ελληνικά –με τα λάμδα στη θέση των ρο- που μιλούν οι συμπατριώτες της, δεν πάει να έχουν συμπληρώσει δέκα χρόνια στη χώρα μας.
Έχω προ πολλού ξεσυνηθίσει –αν το’χα συνηθίσει και ποτέ- να μου κάνουν καμάκι στο δρόμο. Κοντεύω πλέον τα ογδόντα. Και μπορεί να είμαι κοτσονάτος, όπως οι περισσότεροι συνομήλικοί μου, με πρόσωπο σιδερωμένο από τα μπότοξ και με κορμί κάθε άλλο παρά νερουλό (ας όψονται τα γυμναστήρια και τα σκευάσματα), δεν έχω ωστόσο καμιά ερωτική απήχηση στις κάτω των εξήντα. Και στις εξηντάρες ακόμα με το ζόρι. Όσες απ’τις γυναίκες καθυστερούν ιατρικά την εμμηνόπαυση και παρατείνουν έτσι την νεότητά τους, προσβλέπουν σε εραστές του 21ου αιώνα. Εγώ, στα μάτια τους, είμαι αντίκα. Καλοσυντηρημένη μεν, αντίκα δε…
«Πολύ ευχαρίστως» είπα στην Κινεζούλα του τζιπ. «Έχετε γεννηθεί στην Ελλάδα, κύλιε;» με ρώτησε. «Μάλιστα.» «Και πελάσατε όλη σας τη ζωή εδώ;» «Όλη!» καμάρωσα. «Έζησα σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές χώρες, δίχως να αλλάξω τόπο διαμονής. Στα παιδικά μου χρόνια -φανταστείτε-, το ίνδαλμά μας ήταν η Ευρώπη! Και το φόβητρο μας η Τουρκία!» «Λίντα Χο ονομάζομαι» μού συστήθηκε η Κινεζούλα. «Σπουδάζω δημοσιογλαφία στην “Ακαδημία Πλάτωνος”.» «Στα αγγλικά, στα ρώσσικα ή στα κινέζικα;» «Στα ελληνικά!» Εντυπωσιάστηκα. Σύμφωνα με τον νόμο –όπως θα γνωρίζετε- όλα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στη χώρα μας υποχρεούνται να έχουν κι ένα ελληνόφωνο τμήμα. Λίγοι όμως φοιτητές, δικοί μας ή ξένοι, το προτιμάνε… «Στα πλαίσια της πλακτικής μου, στέλνω ανταποκλίσεις στην τηλεόλαση της Σανγκάης. Φτιάχνω αυτές τις ημέλες ένα ντοκυμαντέλ για τους παλιούς Έλληνες. Θα μού δώσετε μια μικλή συνέντευξη;» Δεν είχα λόγο να αρνηθώ. Δεν είχα τίποτα να κρύψω. Ακόμα και η περιπέτεια με την εφορία, τα χρέη προς το δημόσιο που με είχαν χώσει το 2015 –ή το 2016;- για δέκα μήνες στη φυλακή, είχε πιά τόσο ξεθωριάσει που την αντιμετώπιζα σαν ουλή από πολεμικό τραύμα. Πάμπολλοι της γενιάς μου άλλωστε είχαν υποστεί παρόμοιες ταλαιπωρίες…
Καθίσαμε στο Μικρολίμανο. Αφότου το εμπορικό λιμάνι μεταφέρθηκε στο Λαύριο, ο Πειραιάς απέκτησε άλλη χάρη. Πλάι στις ψαροταβέρνες φύτρωσαν τεκέδες. Με την νομιμοποίηση των ελαφρών ναρκωτικών αναβίωσε το πνεύμα του Μάρκου Βαμβακάρη. Όχι με την ανοχή απλώς αλλά και με τις ευλογίες της αστυνομίας. Μπορεί η Καλαμάτα και τα Ζωνιανά να διαφημίζονται ως οι κοιτίδες της χασισοποτίας στην Μεσόγειο, ο Πειραιάς όμως προσφέρει στους επισκέπτες του ένα ατμοσφαιρικό ταξίδι στο χρόνο, στις εποχές όπου η μαστούρα συνδυαζόταν με την καλλιτεχνική δημιουργία. Οι ορδές των τουριστών αραβικής και ασιατικής προέλευσης κατευθύνονται φυσικά προς την Μύκονο, την Ρόδο και την Σαντορίνη – όπου, με θέα το ηφαίστειο, παντρεύτηκαν πέρυσι περισσότεροι Γιαπωνέζοι από ό,τι στο ίδιο το Τόκυο. Υπάρχει ωστόσο πάντα χώρος για το εναλλακτικό και το προχωρημένο.
Δεν χρειάζεται, στο κάτω-κάτω, να είσαι γκέη για να συμμετάσχεις στην τεράστια ψυχεδελική πομπή, η οποία ξεκινάει κάθε Πρώτη Ιουνίου από το Γκάζι και καταλήγει εν χορδαίς και οργάνοις στον Ασπρόπυργο μιμούμενη τα Ελευσίνια Μυστήρια. Ούτε να είσαι Εβραίος για να κάνεις θρησκευτικό τουρισμό, για να περιηγηθείς στην «Αλάμπρα» και στις λοιπές συναγωγές που αναστυλώθηκαν και που προσέδωσαν ξανά στην Θεσσαλονίκη τον τίτλο της «Μικρής Ιερουσαλήμ»…
Η Λίντα Χο ήταν άριστα πληροφορημένη σχετικά με την Ιστορία μας, των τελευταίων τουλάχιστον δεκαετιών. Στα δάκτυλα έπαιζε τα γεγονότα και τις ημερομηνίες: Την «μπελ επόκ», την χαρισάμενη εποχή που ακολούθησε την Μεταπολίτευση του 1974 και που έληξε τραυματικά με την χρεοκοπία του 2010. Την βαθιά κρίση που ακολούθησε και λίγο έλειψε να μάς αφανίσει. Είχε δει και ξαναδει τα στιγμιότυπα από τις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων» και των νεοναζί. Είχε μελετήσει τους δημαγωγούς της τότε αντιπολίτευσης, που παραληρούσαν τάζοντας στα πλήθη φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Μα και τους κυβερνητικούς, οι οποίοι παρίσταναν τους εθνικά υπεύθυνους ενώ στο βάθος δεν τους ενδιέφερε παρά να διατηρήσουν τα κομματικά τους φέουδα, να γραπωθούν από την εξουσία για όσο περισσότερο γινόταν... Μας είχε καμαρώσει η Κινεζούλα να ζητιανεύουμε ψοφοδεείς την βοήθεια της Ευρώπης και να πασχίζουμε ταυτόχρονα να εξαπατήσουμε τους δανειστές μας καθηλωμένοι στην νοοτροπία του Καραγκιόζη, στο «τα δικά μου, δικά μου και τα δικά σου, δικά μου» που αποτελούσε το κυρίαρχο ήθος στις συναλλαγές μας…
«Απ’έξω κι ανακατωτά τα ξέρεις» την επαίνεσα. «Από μένα τι θες;» «Να μού εξηγήσετε τι συνέβη και ξεκίνησε από το 2017 η αναγέννηση της πατλίδας σας. Πώς έπαψαν οι Έλληνες να κολοϊδεύουν τους εαυτούς τους και τους άλλους…» «Απαγορεύτηκε ο Καραγκιόζης!» αστειεύτηκα. Μπήκα έπειτα σε σκέψη.
«Θα μπορούσα να σου πω ότι απλούστατα έγινε ο παθός μαθός… Όταν σε αλέθουν στην κρεατομηχανή, συνέρχεσαι κάποια στιγμή κι αντιλαμβάνεσαι ότι η σωτηρία σου δεν θα προκύψει από αέρια και πετρέλαια που θα αναβλήσουν δήθεν απ’τα έγκατα της γης. Μα από την ηλιακή και την αιολική ενέργεια, απ’τις λιακάδες κι από τα μπουρίνια. Όταν έχεις συρθεί στο χείλος του γκρεμού, συνειδητοποιείς ότι το δυνατό χαρτί σου δεν είναι το κατοχικό δάνειο ή κάποια αφηρημένα εθνικά δίκαια –πασπαλισμένα με εμβατήρια και με μοιρολόγια- αλλά η Ακρόπολη και το Αιγαίο. Η Κέρκυρα και τα Ζαγοροχώρια. Οι ακτογραμμές και οι οροσειρές. Το λάδι και το ούζο σου. Η γεωγραφική σου θέση και κυρίως το κλίμα σου. Καταλαβαίνεις ότι δισεκατομμύρια άνθρωποι απ’τον ανεπτυγμένο κι από τον αναπτυσσόμενο κόσμο θα έβαζαν σκοπό ζωής να έρθουν στην Ελλάδα για να ξεσαλώσουν και να επιμορφωθούν, για να γιατρευτούν ή να πεθάνουν πλάι στη θάλασσα… Χτίζεις μονάδες αγροτουρισμού, γηροκομεία, επενδύεις στις βιολογικές καλλιέργειες, εγκαινιάζεις φεστιβάλ, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα… Ανασκουμπώνεσαι και προχωράς. Κι ενώ η βόρεια Ευρώπη παρακμάζει -αφού η ραχοκοκκαλιά της, βαριά και ελαφρά βιομηχανία, έχει προ πολλού μεταναστεύσει- εσύ αξιοποιείς τα φυσικά σου πλεονεκτήματα, τα οποία δεν στηρίζονται στα φτηνά εργατικά χέρια.
«Γλυτώσατε δηλαδή στο παραπέντε…» «Στο παραένα! Στο παραένα κόψαμε τον ομφάλιο λώρο και μάθαμε να αναπνέουμε μόνοι μας. Θάψαμε τους νεκρούς μας ενηλικιωθήκαμε.»-
σχόλια