Δημοσιεύτηκε στο Books’ Journal τεύχος Μαϊου [via Medium.]
Τι θα γίνει λοιπόν το πρωί της 7ης Μαΐου, την επομένη δηλαδή των πρόωρων και άκαιρων εκλογών, που ο Αντώνης Σαμαράς, η Αριστερά και ένας συνασπισμός Μέσων Ενημέρωσης, δημοσιογράφων, δημοσιολόγων, επιχειρηματιών κ.ά. προώθησαν με επιτυχία; Τίποτε δραματικό. Ο ήλιος θα ανατείλει κανονικά, οι Έλληνες θα ξυπνήσουν άκεφα μετά το βράδυ της αγωνίας για τα αποτελέσματα· τα exit polls σε ένα τέτοιο ρευστό σκηνικό δεν θα δώσουν γρήγορα την εικόνα της επόμενης μέρας. Θα φουντώσουν οι συζητήσεις για πιθανές συνεργασίες και τα στοιχήματα για τις επόμενες εκλογές. Οι δημοσιογράφοι θα ψάχνουν τους νέους βουλευτές της Χρυσής Αυγής, κυρίως να δουν αν θα χαιρετίσουν την νίκη τους ναζιστικά. Τα στελέχη των υπόλοιπων κομμάτων θα πάρουν σβάρνα τα ραδιόφωνα για να αναλύσουν –με τις γνωστές σιβυλλικές τοποθετήσεις– το «μήνυμα των εκλογών» και να στείλουν «μηνύματα» στην ηγεσία.
Πολλοί θα μιλούν για τη «σοφία του εκλογικού αποτελέσματος» και για την «οργή που εξέφρασε ο κόσμος», χωρίς να κατανοούν το οξύμωρο της «οργισμένης σοφίας». Οι δημοσιογράφοι-παρουσιαστές των talk-show, μόνιμοι κήνσορες των πάντων και θεράποντες ουδενός, θα ψέγουν τους πολιτικούς των δύο μεγάλων κομμάτων ότι δεν κατάλαβαν νωρίς τις διαθέσεις του κόσμου. Στα αριστερά θα πανηγυρίζουν το προοίμιο της επανάστασης, ενώ θα διατυπώνουν και μια ευχή για «πλατιά σύμπραξη των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων ώστε να καρποφορήσει η μεγάλη νίκη του λαού, στις 6 Μαΐου».
Ο κόσμος δεν θα αλλάξει με κρότο, ούτε καν με λυγμό, που προέβλεψε ο ποιητής. Θα αλλάζει με ψιθύρους, δημοσιεύματα και δηλώσεις. Θα είναι οι Financial Times με τίτλο «Greeks reject EU rescue package», και κάποιοι άλλοι που θα το πουν πιο αριστερά «Greeks vote against austerity measures». Αλλά οι καλοθελητές στην Ευρωπαϊκή Ένωση (που δυστυχώς πληθαίνουν) θα το πουν ωμά, ότι «η Ελλάδα έχει αποφασίσει να τραβήξει τον δρόμο της εκτός ευρωζώνης». Οι επίσημες δηλώσεις θα είναι πιο συγκαταβατικές: «σεβόμαστε το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά η Ελλάδα ανεξαρτήτως της κυβέρνησης που θα προκύψει θα πρέπει να σεβαστεί τα συμπεφωνηθέντα του δεύτερου μνημονίου».
Κανείς όμως δεν θα το εννοεί. Όλοι πλέον ξέρουν ότι μέτρα που δεν μπόρεσε να πάρει μια μονοκομματική κυβέρνηση (του Γιώργου Παπανδρέου) ή μια δικομματική (του Λουκά Παπαδήμου) είναι αδύνατον να ψηφιστούν από μια Βουλή με κάθε απόχρωσης καρύδι. Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα απλώνονται τα χαρτιά του Σχεδίου Β. Οι παλιές συζητήσεις θα φουντώσουν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Οι ευρωπαίοι πολιτικοί ή τεχνοκράτες, που ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, θα έχουν ένα επιπλέον επιχείρημα: τη θέληση του ελληνικού λαού.
Εκείνοι που βλέπουν το ευρώ ως ένα δαπανηρό αλλά αναγκαίο όχημα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, θα έχουν σαφώς πιο αδύναμα επιχειρήματα και θα προβάλουν φόβους κατάρρευσης ολόκληρου του εγχειρήματος. Οι άλλοι όμως θα τους απαντούν ότι το κόστος παραμονής της Ελλάδος στην ευρωζώνη έχει γίνει –πριν από πολύ καιρό, μάλιστα– μεγαλύτερο από το κόστος εξόδου, ενώ κάποιοι τρίτοι θα φέρουν το επιχείρημα ότι η Ισπανία ήδη δανείζεται με 5,75% για να δανείζει την Ελλάδα με 3,5-4,5%.
Η εξελισσόμενη κρίση στην ευρωζώνη δεν θα αποτελεί επιχείρημα υπέρ ημών («βλέπετε; τα παθαίνουν κι άλλοι») αλλά θα κάνει πιο επιτακτική μια πρόχειρη λύση για την Ελλάδα, για να ασχοληθούν με τα σοβαρότερα προβλήματα τους. Κάποιοι θα αναφέρουν τον «ηθικό κίνδυνο»: αν η Ελλάδα αποτύχει ατιμώρητα, έρχεται η Ισπανία και η Ιταλία, που ήδη δηλώνουν ότι δεν μπορούν να επιτύχουν τους στόχους τους οποίους είχαν θέσει. Και η αποτυχία της Ισπανίας και της Ιταλίας σημαίνει πολλά λεφτά, που κανείς γερμανός ή ολλανδός φορολογούμενος δεν μπορεί –και φυσικά δεν θέλει– να δώσει.
Στον Guardian και στον Monde θα γράφονται πύρινα άρθρα για τις βλαβερές συνέπειες της λιτότητας που οδηγεί τους ψηφοφόρους να ψηφίζουν ναζιστές και λαϊκιστές, αλλά αυτοί που μετράνε τα λεφτά στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα σηκώσουν αδιάφορα τους ώμους. Το ‘χουν εξάλλου ξαναζήσει με τον Βίκτορα Ορμπάν στην Ουγγαρία. Ο λαϊκιστής δεξιός πρωθυπουργός εκλέχτηκε με το σύνθημα της αποδέσμευσης από το ΔΝΤ. Όταν κατήγγειλε τη συμφωνία χειροκροτήθηκε από όλους τους εγχώριους «αντιστασιακούς». Εν τω μεταξύ, όμως, ο Ορμπάν άλλαξε το σύνταγμα προς το αντιδημοκρατικότερο και τον περασμένο Δεκέμβριο, δύο χρόνια μετά το νταηλίκι, επέστρεψε στην «κηδεμονία» του ΔΝΤ, με την οικονομία σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι την ανέλαβε. Σίγουρα κάποιοι απ’ όσους διαμορφώνουν τις αποφάσεις στην Ευρώπη θα αντιτείνουν χαιρέκακα: «αν η Ελλάδα ακολουθήσει τα χνάρια της Ουγγαρίας, θα την καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως έκανε με τον Βίκτορα Ορμπάν. Τώρα, όμως, έχουμε σοβαρότερα πράγματα να ανησυχούμε. Δείτε τα spreads της Γαλλίας που ανεβαίνουν...».
Κι ενώ στα πρωινάδικα θα ανατέμνουν τις αιχμές του «x» αποτυχόντος πολιτευτή κατά της ηγεσίας του κόμματός του, η συζήτηση εκτός Ελλάδος θα φουντώνει από τις δηλώσεις εγχώριων και εξωχώριων λαϊκιστών. Ακροαριστεροί ο πρώτοι, θα ισχυρίζονται «δεν χρωστάμε δεν πληρώνουμε», ακροδεξιοί οι δεύτεροι θα τείνουν τον δείκτη του χεριού τους στον κρόταφό τους: «τι σας λέγαμε εμείς; αυτοί θέλουν να φάνε τα λεφτά των φορολογουμένων μας».
Βέβαια, σε ένα χαοτικό σκηνικό όπως είναι η πολιτική και η οικονομία, πολλά άλλα θα συμβούν. Δεν ξέρουμε, π.χ., πώς θα επηρεάσει η διαφαινόμενη νίκη Ολάντ στις γαλλικές εκλογές. Όχι μόνο εμάς, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Μπορεί να ενισχύσει τα πολιτικά επιχειρήματα των νεοκεϋνσιανών, αλλά μπορεί και να βάλει σε μεγάλη δοκιμασία τον γαλλογερμανικό άξονα. Σίγουρα θα αυξήσει το κόστος χρήματος που δανείζεται η ευρωζώνη. Προεκλογικά, οι οίκοι αξιολόγησης είχαν προειδοποιήσει τη Γαλλία ότι στην περίπτωση εκλογής του Φρανσουά Ολάντ στην προεδρία θα υποβαθμίσουν τη γαλλική οικονομία, εξ αιτίας των δηλώσεων του σοσιαλιστή υποψηφίου για μη αποδοχή του νέου δημοσιονομικού συμφώνου. Κάποιοι από το μαύρο μπλοκ της θυγατέρας του Λεπέν θα αρχίσουν τους λογαριασμούς· με πόσο δανείζεται η Γαλλία και πόσο δανείζει τους αδύναμους κρίκους της ευρωζώνης.
Τον Μάρτιο του 2010, κουβέντιαζα με έναν στοχαστικό γέροντα, πρώην στέλεχος μεγάλης ΔΕΚΟ. Ήταν οι πρώτες μέρες της άνοιξης και οι τελευταίες της αμέριμνης αλλά πλασματικής ευημερίας. Γύρω μας, αγόρια και κοριτσόπουλα έπιναν τον (πανάκριβο) φρέντο τους, έπαιζαν με τα εισαγόμενα κινητά τους και τιτίβιζαν για τα θέματα της νιότης τους. «Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο;», μου είπε. «Αυτά τα παιδιά όχι μόνο θα πληρώσουν χωρίς να φταίνε, αλλά κυρίως δεν μπορούν να φανταστούν τι τα περιμένει».
Δεν έδωσα σημασία, διότι δεν είχα καταλάβει ότι στην πολιτική και στην οικονομία τα πράγματα δεν γίνονται μονομιάς, όπως διαβάζουμε στα βιβλία ιστορίας. Στη ζωή και στην πολιτική, το ένα μικρό πράγμα φέρνει τ’ άλλο και οι μεγάλες καμπές στην ιστορία μόνο εκ των υστέρων διακρίνονται.
Αυτή είναι και η τελευταία μου ελπίδα, ότι δηλαδή το παραπάνω -πρόδρομο- σενάριο θα αποδειχθεί στο μέλλον μια απλή απόπειρα σκοτεινής κι άχρηστης περιγραφής μιας λογοτεχνικής δυστοπίας.
σχόλια