«Επάγγελμα είναι η ψυχή μου»
1. Να μην ειρηνεύεις ανώφελα. 2. Να μην πολεμάς επίσης ανώφελα. 3. Ν’ αγαπάς τον ήλιο, μα όχι σαν θεότητα. 4. Να αποστρέφεσαι τη σελήνη σαν έδαφος. 5. Να πηγαίνεις καμιά φορά στην εκκλησία, δε χάνεις τίποτα. 6. Να θυμάσαι λιγάκι το θάνατο, μα όχι σαν θάνατο. 7. Να βλέπεις τη ματαιότητα και την ιδέα της ματαιότητας. 8. Να λες Έλληνας και να νιώθεις άλλην ομορφιά, να μη νιώθεις ελληνικότητα. 9. Να γράφεις αγαπώντας το άγραφο. 10. Να στοχάζεσαι περ’ απ’ τους στοχασμούς σου. 11. Να μην ξεχνάς την ύπαρξη του Ανύπαρκτου. 12. Να τα διαβάζεις κάθε μέρα τούτα.
Στον Ηλία Πετρόπουλο τα έγραψε αυτά ο Νίκος Καρούζος. Θυμάσαι Οδυσσέα Γεωργίου; Θυμάμαι, να λες.
Για θυμήσου κι άλλα, Οδυσσέα Γεωργίου. Σ’ αυτό το σεργιάνι στις τέσσερις δεκαετίες, από ΕΒΓΑ σε ΕΒΓΑ, κι από μπαρ σε μπαρ, κι από ταβέρνα σε ταβέρνα, από το Zonars στο Aurevoir, και τα μεθυσμένα μεσονύχτια στο La Minute του Σουλαντίκα, και κράτα σημείωση στο Moleskine να γράψεις για το πώς πέθανε ο Σουλαντίκας, και να γράψεις, επίσης, για τη νύχτα με την Αισθητική στου Σουλαντίκα, ξέρεις εσύ.
Και τώρα, άνοιξε το Moleskine και κάτσε και αντίγραψε. Αλλά πριν ανοίξεις το Moleskine κι αρχίσεις ν’ αντιγράφεις, σήκω, πήγαινε στην κουζίνα, βάλε ένα ούζο, όπως το έπινε ο ποιητής, σε ποτήρι καφενείου, άναψε το τσιγάρο σου. Και τώρα, ναι, τώρα, αντίγραψε:
Ο Καρούζος, με χείλη να συσπώνται (θυμίζει ηλεκτρονικό υπολογιστή όταν αναζητάει σε κλάσματα δευτερολέπτου μια σκακιστική κίνηση), γυρεύει τη λέξη, την πάντα κατάλληλη, την πάντα μοναδική, δέουσα λέξη, είτε μιαν ιστορία από την Ποίηση αφηγείται, είτε λέει ένα παλιό ανέκδοτο, είτε απαντάει σε κάποια από τις απανωτές μας ερωτήσεις. Κρίσιμο μέλημά του, ανά πάσα ώρα και στιγμή, η κρυστάλλινη ακρίβεια, το να μην ξαστοχήσει ούτε φθόγγος, ένας λόγος/λόγγος, βαθύτατα ποιητικός και συνάμα ακραιφνώς φιλοσοφικός, σχεδόν επιστημονικός κάποιες φορές. ο λόγος του να είναι, λέω τώρα, ο έμπλεος μεγίστης συγκινητικότατης ευγνωμοσύνης φόρος τιμής του Καρούζου στο δώρο της ελληνικής γλώσσας, στο δώρο της ελληνικής ύπαρξης όπως ονειρεμένα και πραγματικά υπήρξε σε μιαν Αττική απόλυτης διαύγειας (κάποτε!), όπως χαμηλόφωνα και υποβλητικά δέσποζε στα καφενεία των θαμώνων που ήσαν βουτηγμένοι στον Παπαδιαμάντη και στον Κασσαβέτη, στον Όμηρο και στον Ταρκόφσκι, στον ίδιο τον Καρούζο και στον Μπέλα Ταρ.
Θυμήσου, Οδυσσέα Γεωργίου, θυμήσου τις νύχτες στου Μπόκολα, που ήταν γωνία Τσακάλωφ με Πλατεία, και μετά έγινε παπουτσάδικο και μετά άντρο πολιτικών και δημοσιογράφων, κι εσείς δεν ήσασταν πια εκεί, μετακινηθήκατε προς άλλα κρησφύγετα, την κάνατε προς Καλλιδρομίου, και λέγατε ότι εάν η Πατησίων είναι η αιωνία σύζυγος η Καλλιδρομίου είναι η λατρεμένη ερωμένη.
Θυμήσου τον Καρούζο πρώτα να το εννοεί και μετά να λέει: Ζω μέσα στην ένταση των νέων ρυθμών της ζωής και στην ανησυχία του καινούργιου
Ο Καρούζος, Τελετάρχης των Αντοχών, να τανύεται πάντα ανάμεσα στο παμπάλαιο και στο τωρινό, ανάμεσα στη διάρκεια και στο εφήμερο, ανάμεσα στο φωτερό όραμα και στο χθαμαλό σκότος. Τη μια να ιερουργεί με τους χαυλιόδοντες των αρχέγονων λέξεων, την άλλη να είναι παρών με γέλια ομηρικά και παρατηρήσεις που ξέρουν να κατατροπώνουν μέσα στην πιο σύγχρονη πραγματικότητα, αληθινός ακροβάτης στο σχοινί πάνω απ’ την άβυσσο του χρόνου. Η διαλεκτική του Καρούζου, ένα καμωμένο από fragmenta αριστούργημα, είναι η σχεδόν ολέθρια ένταση για το τι μας περιμένει και πώς θα μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε, να εναλλάσσεται με μια πολύτιμη, λυτρωτική αταραξία, αποκτημένη ύστερα από διαλεχτά διαβάσματα και στοχασμούς σχετικά με το πώς θανατώνεις, νυχθημερόν, τον θάνατο.
Νίκος Καρούζος: Εγώ είμαι περισσότερο ρεαλιστής από όλες τις Κεντρικές Επιτροπές
Γράψε, Οδυσσέα Γεωργίου, γράψε για τον Νίκο Καρούζο: Hξερε να ανασκάπτει το τώρα και να ορύσσει πράματα και θάματα, κι ύστερα να ασκεί αιχμηρή κριτική, και κατόπιν πάλι να φεύγει με το αερόστατο της ποίησης, να ενοικεί στα παρατηρητήρια του ουρανού.
Θυμήσου, Οδυσσέα Γεωργίου, θυμήσου: Η ζωή δεν έχει πώμα.
Συνεχίζεται. Αύριο: Σχώρα με, όταν τον ουρανό φιλάω
σχόλια