Από Τα Νέα
Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια μια σουηδέζα φίλη μου, δημοσιογράφος, εγκατεστημένη στην Αθήνα και ανταποκρίτρια μεγάλων σκανδιναβικών εφημερίδων, αγανακτούσε ολοένα στη σκέψη ότι ήταν μέλος της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας ποια, η Ελλάδα, άκουσον άκουσον, ενώ απουσίαζαν χώρες όπως η Πολωνία ή η Τσεχοσλοβακία!
Δεν ήταν μόνη της σ' αυτό. Ανέκαθεν συναντούσα Ευρωπαίους που, πότε με περιφρόνηση, πότε με συγκατάβαση, καμιά φορά και μ' επαινετική διάθεση, τοποθετούσαν πολιτισμικά την Ελλάδα μάλλον στη Μέση Ανατολή παρά στην Ευρώπη. Εχω ακούσει ακόμα και Σέρβους, ακόμα και Βούλγαρους να λένε ότι είχαν φανταστεί την Ελλάδα περισσότερο ευρωπαϊκή από την πατρίδα τους, αλλά διαπίστωσαν επί τόπου ότι ήταν λιγότερο.
Εμείς οι Ελληνες ξέρουμε, φυσικά, ότι «είμαστε» (οι ίδιοι) το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και συνεπώς όλοι οι Ευρωπαίοι μάς χρωστούν εσαεί, μεταφορικά και κυριολεκτικά, προπαντός κυριολεκτικά. Σε στιγμές κάπως σοβαρότερης αυτοπαρατήρησης παραδεχόμαστε ότι είμαστε ένα κράμα δυτικών, ανατολίτικων και μεσογειακών πολιτισμικών γνωρισμάτων, ότι αυτό συνιστά τη μοναδικότητά μας, την ιδιοπροσωπία μας, που δεν θέλουμε καθόλου να τη χάσουμε. Και πολύ καλά κάνουμε. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια απόφαση για τη δοσολογία και την ιεράρχηση αυτών των συστατικών. Πράγμα που παράγει μεγάλες αμφιθυμίες, αντιφάσεις και παλινδρομήσεις, ιδιαίτερα στην πολιτική συμπεριφορά μας.
Ηταν ο Νίτσε που έκανε τη διορατική παρατήρηση ότι οι αρχαίοι Ελληνες απειλούνταν πάντοτε από τον κίνδυνο υποτροπής στον ασιατικό τρόπο ζωής. Αυτό είναι ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της διαχρονικής συνέχειας της φυλής μας! Ο κίνδυνος υποτροπής στον ανατολίτικο τρόπο πολιτικής ζωής και συμπεριφοράς είναι μια μόνιμη απειλή από καταβολής του ελληνικού κράτους. Οποτε η Ελλάδα είχε ισχυρούς συμμάχους, που η Ιστορία διδάσκει ότι μόνο στη Δύση έβρισκε, πέτυχε τους στόχους της (κι ας μη ξεχνάμε ότι οφείλει την κρατική ύπαρξή της στην πρώτη «ανθρωπιστική πολεμική επέμβαση» της Ιστορίας, για να μη μιλήσουμε για τις διαδοχικές εδαφικές επεκτάσεις της, που θα είχαν μείνει όνειρο χωρίς την άμεση υποστήριξη ή τη συγκατάνευση των Δυτικών). Οποτε, από την άλλη, διάλεξε τον δρόμο της ανάδελφης απομόνωσης, που η ιστορική πείρα και πάλι δείχνει ότι ξεκινάει από βυζαντινοανατολίτικα σύνδρομα, γνώρισε εθνικές καταστροφές.
Η ένταξη της Ελλάδας στο μόρφωμα που ονομάζεται σήμερα Ευρωπαϊκή Ενωση αποφασίστηκε για καθαρά πολιτικούς λόγους. Ο,τι κι αν λέει ο τυφλοσούρτης της καθ' ημάς Αριστεράς, δεν επρόκειτο για επιταγή της ελληνικής οικονομικής ολιγαρχίας, ένα μεγάλο μέρος της οποίας άλλωστε τρίβει σήμερα τα χέρια του για την προοπτική της επιστροφής στη δραχμή, ακόμα και της εξόδου από την Ενωση. Ηταν απόφαση ενός πολιτικού ηγέτη που καταλάβαινε πολύ καλά ότι χωρίς την οργανική ενσωμάτωση σ' ένα τέτοιο υπερεθνικό σύμπηγμα η υποτροπή που λέγαμε θ' απειλούσε διαρκώς την Ελλάδα με πραξικοπήματα, εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις, δικτατορίες, τυχοδιωκτικές πολιτικές.
Φευ, υπήρχε σ' αυτή την κίνηση μεγάλη δόση βολονταρισμού. Δεν αρκεί η βούληση ενός ηγέτη για ν' αλλάξει η κουλτούρα μιας χώρας. Η Ελλάδα μπορεί ν' απέκτησε φιλοευρωπαϊκά κόμματα, αλλά δεν απέκτησε ευρωπαϊκά κόμματα. Στα 38 χρόνια που πέρασαν από τη Μεταπολίτευση κυβερνήθηκε από κόμματα μ' ευρωπαϊκό προσανατολισμό (τα σχετικά βραχύβια τριτοκοσμικά φλερτ του ΠΑΣΟΚ ήταν μάλλον ζήτημα τακτικισμού και ρητορικής), αλλά με ανατολίτικες πρακτικές. Η θεσμοποίηση του πελατειακού συστήματος και του παρασιτισμού, η πλήρης περιφρόνηση της αξιοκρατίας, τα πολιτικά παζάρια με ιδιοτελή προσωπικά κίνητρα αλλά καταλυτικές επιπτώσεις για τη χώρα, η εξάρτηση από συντεχνίες μεσαιωνικού χαρακτήρα έγιναν η ίδια η ταυτότητα αυτών των κομμάτων και μας οδήγησαν εκεί που βρισκόμαστε σήμερα.
Το αδιέξοδο που δημιούργησαν οι εκλογές της 6ης Μαΐου και που ίσως παρατείνουν οι εκλογές της 17ης Ιουνίου έχει ένα καλό: συνέτριψε τις κύριες κομματικές εκφράσεις αυτής της ανατολίτικης, τριτοκοσμικής πολιτικής κουλτούρας, όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις των ψηφοφόρων. Απομένει ένα μόνο κομμάτι της: η ηγεμονία του λόγου μιας απερίγραπτα ναρκισσιστικής, ιδεολογικά χοντροκομμένης, πνευματικά αυτοτροφοδοτούμενης, πολιτικά οπισθοδρομικής και πολιτισμικά γραφικής Αριστεράς, που, παίρνοντας μαθήματα από τον Ναπολέοντα, το γουρούνι της «Φάρμας των ζώων» του Οργουελ, εισήγαγε και διέδωσε στη μεταπολιτευτική ζωή μας αλγεβρικές ισότητες του τύπου αριστερό = καλό, προοδευτικό/δεξιό = κακό, αντιδραστικό (ή φασιστικό ή προδοτικό ή ξενόδουλο ή ραγιάδικο κ.λπ., πλούσιος εδώ ο κατάλογος των συνωνύμων), όπου, εννοείται, μόνη αρμόδια να ορίζει τι είναι προοδευτικό και τι αντιδραστικό, προφυλάσσοντάς μας από τους πειρασμούς πιο διαφοροποιημένων προσεγγίσεων, ήταν η ίδια.
Η ιδεολογική ηγεμονία της συγκεκριμένης Αριστεράς πλησιάζει κι αυτή στο τέλος της. Ηδη οι εκλογές της 6ης Μαΐου πιστοποίησαν ότι το ΚΚΕ έχει πάψει να ελκύει εκείνους που το ίδιο ισχυρίζεται με ιερατική επιμονή ότι είναι ο μόνος γνήσιος εκπρόσωπος των συμφερόντων τους. Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου είναι πολύ πιθανό ότι θα σημάνουν και το ξεγύμνωμα του ΣΥΡΙΖΑ την επαύριο του θριάμβου του, φέρνοντάς τον απότομα αντιμέτωπο με την πραγματικότητα τούτου εδώ του κόσμου, βγάζοντάς τον από εκεί όπου κατοικεί τώρα, στον παράλληλο κόσμο κάποιας υπερχορδής του διανοητικού σύμπαντός του.
σχόλια