Η Stassa είναι μια τρανς γυναίκα απ' την Αθήνα που τώρα ζει στο Μπράιτον της Μεγάλης Βρετανίας. Στο ενδιαφέρον της μπλογκ "Η Ζωή στην Κατηραμένη Νήσο" δημοσιεύει εδώ και χρόνια κείμενα με ουσία και προσωπική αλήθεια.
Το πιο πρόσφατο ποστ της έχει τον τίτλο Μισάνθρωπη Φιλόπολις...
---------------------------------------------------------------------------------------
Μισάνθρωπη Φιλόπολις
Δεν μπορείς, λέει, να ξαναμπείς στο ίδιο ποτάμι. Απαισιόδοξος μαλάκας ήταν αυτός ο Ηράκλειτος και δεν τον χώνεψα ποτέ μου.
Τη χρονιά πριν φύγω από την Αθήνα, το 2004 δηλαδή, μ' είχε πιάσει μια σπίντα απίστευτη και γύρναγα κάθε βράδυ, όλη νύχτα, μες' την πόλη. Ξεκίναγα από τη Δαφνομήλη, βραδάκι κι έφτανα μέχρι το Θησείο, που γλυκοχάραζε. Με την ησυχία μου, όπως καταλαβαίνεις, απλά γυρνούσα.
Πίσω από την Κλαυθμώνος είναι ένα στενό, ούτε θυμάμαι το όνομά του. Κόβει στη μέση έναν πεζόδρομο κι είναι μια γωνιά σκοτεινή, σιωπηλή και ήρεμη. Μια φορά που πέρναγα από 'κει, σήκωσα ξαφνικά το κεφάλι μου και μού 'ρθε deja vu. Έχω ξαναβρεθεί εδώ, σκέφτηκα- και αμέσως θυμήθηκα ένα όνειρο που είχα δει, από αυτά που βλέπω σε συνέχειες. Σ' αυτό το όνειρο ήμουνα λέει φρέσκια, πιτσιρίκα τραβεστί, στεκόμουν μόνη μου σε μια γωνιά, κι ύστερα έρχονταν οι παλιές, βγαίνανε μες' απ' τις σκιές και σιγομιλούσαν μεταξύ τους, σαν μυστικές μητρικές φιγούρες. Κι αυτή η σκοτεινή γωνιά ταυτίστηκε μέσα μου με τη γωνιά του ονείρου μου. Κι η αίσθηση του ονείρου πέρασε στον κόσμο τον ξύπνιο. Κάθε βράδυ γύρναγα εκεί, στεκόμουνα μια στιγμή κι έκλεινα τα μάτια, να θυμηθώ την αίσθηση της γαλήνης, να φορτίσω τη μπαταρία μου και να συνεχίσω τη βόλτα μου.
Κι ήταν γεμάτη η πόλη μου τις νύχτες, από σημεία τέτοια. Όταν οι άλλοι στριμώχνονταν μέσα στα μαγαζιά τους, αγκαλιά με τα ποτά τους, εγώ είχα όλο το δρόμο μόνη μου. Είχε άπλα κι ησυχία, που από μέρα τη βλέπεις μόνο δεκαπενταύγουστο. Γι' αυτό λέω πόλη μου. Γιατί οι άλλοι δεν τη βλέπαν έτσι κι ούτε θέλανε να τη δούνε, την φοβόντουσαν και την αποφεύγανε.
Τελευταία φορά που την είδα έτσι, ήταν πριν τρία χρόνια, το 2008, νομίζω, που έκατσα μερικά βράδυα στον Άγιο Νικόλαο, στο σπίτι που γεννήθηκα. Μου την έδωσε ξαφνικά στις δύο η ώρα τη νύχτα να φάω σουβλάκι με πίττα. Δε βρήκα βέβαια, αλλά ήταν καλή αφορμή να γυρίσω λίγο. Έφτασα νομίζω μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα, δεν θυμάμαι αν πήγα μέχρι την πλατεία Βάθη. Μια γυναίκα μόνη της μέσα στο βράδυ. Δεν έγινε όμως τίποτα. Ε, μου την ψιλοπέσανε διάφοροι, σε διάφορους τόνους, εννοείται, αλλά αυτό είναι de rigeur. Ούτε τρόμαξα, ούτε έπαθα κάτι.
Λέτε όμως τώρα όλοι, Αθηναίοι, δεξιοί κι αριστεροί, αναρχικοί κι αυταρχικοί, οτι έχει αλλάξει η Αθήνα και έχουν αγριέψει τα πράγματα. Απ' τη μια, σας θυμάμαι που μια ζωή έτσι λέγατε. Και το ιστορικό κέντρο τώρα μου το θυμηθήκατε, αλλά πάντα έτσι ήταν, παρατημένο στη μοίρα του από πριν γεννηθώ εγώ. Το 1997 που ξεκίνησα να βγαίνω, όλη εκείνη η περιοχή, Ομόνοια, Σωκράτους, Βάθη, Κουμουνδούρου, Ψυρρή, Φυλής, Μεταξουργείο, ήταν γκέτο- γκέτο για τα πρεζάκια, τις τραβεστί, τις πουτάνες, τους μαύρους με τα σιντί, τα τσόλια... Ήτανε και μεριές που δεν πήγαινα, για τον ίδιο λόγο που δεν πάω στα νταρκ ρουμ στα γκεάδικα: γιατί δεν έχω δουλειά εκεί εγώ, ενώ είναι άλλοι που κάνουν τη δικιά τους. Οι δικές μου οι γραμμές δεν τέμνονται με τις δικές τους και τα σημεία τους μου είναι αδιάφορα. Γιατί να πάω να τους τη χαλάσω;
Σας βλέπω όμως όλους τρομοκρατημένους, σοκαρισμένους, χεσμένους πάνω σας και δεν ξέρω τί φταίει. Φταίει που φοβάστε για τις περιουσίες σας, ή για τη ζωή σας; Φοβάστε μη σας πάρουν τα λεφτά οι λιμασμένοι του τρίτου κόσμου που ξεβραστήκαν στα λιμάνια σας; Αφού σας τα πήραν ήδη οι καλοθρεμένοι χρηματιστές της Δύσης. Φοβάστε μη φάτε καμμιά μαχαιριά; Σας τρομάζει περισσότερο να φάτε μαχαιριά από Πακιστανό ή Ρουμάνο παρά από Έλληνα, όπως σας τρόμαζε πιο πολύ να σας βιάσουν τα πρεζάκια παρά κάνας μαλάκας στο μπαρ; Είναι απλώς η απόσταση ανάμεσα στο δρόμο και το διαμέρισμά σας, που την κάνει η τηλεόραση να μοιάζει ακόμη πιο μεγάλη;
Ή έχει όντως χαθεί η πόλη μου; Αυτό φοβάμαι εγώ, οτι ακόμη κι αν γυρίσω, δε θα μπορώ να ξαναμπώ στο ίδιο το ποτάμι γιατί θα τό 'χετε πια μπαζώσει.
σχόλια