Η SugahSpank! είναι γέννημα θρέμμα Πειραιώτισσα. «Γεννήθηκα στον Πειραιά, σπούδασα στο λιμάνι…» μου λέει, μιλώντας νοσταλγικά για τα καλοκαίρια στις Οινούσσες όπου έζησε ως παιδί. Η φωνή της SugahSpank! ακούγεται εντυπωσιακά «μαύρη», τόσο μπάσα που περιμένεις να συναντήσεις μια big mamma με αφροαμερικάνικες ρίζες, σχηματίζοντας στο μυαλό σου κινηματογραφικά ενσταντανέ από μπαρ πνιγμένα στον καπνό, ή από μεγάλες jazz μπάντες. Η εικόνα που αντικρίζεις είναι το ίδιο εντυπωσιακή: ένα δροσερό, μοντέρνο κορίτσι με φουντωτό μαλλί, που την ημέρα δουλεύει σε ναυλομεσιτική εταιρεία και τα απογεύματα τραγουδάει σε ροκ συγκρότημα!
«Όταν ήμουν μικρή, επειδή οι γονείς μου δεν ήθελαν να ασχολούμαι με τη μουσική τραγουδούσα πολύ σιγανά, γι’ αυτό καλλιέργησα τις μπάσες νότες μου· έγραφα τον εαυτό μου σε κασετούλα, με άκουγα μόνη μου και προσπαθούσα να διορθώσω τη φωνή μου» μου λέει, προσπαθώντας να δώσει μια εξήγηση για τις χαμηλές νότες της. «Δεν θέλω να ακούγομαι σαν μαύρη, είναι κάτι που προσπαθώ να αποβάλω – παρ’ όλο που στο Misplaced αυτό το εκμεταλλεύτηκα. Η φωνή μου είναι το όργανό μου και θέλω να έχω εγώ τον έλεγχο στο τι στιλ θέλω να βγάζω σε κάθε κομμάτι».
«Από μικρή ήθελα να γίνω τραγουδίστρια. Φανταζόμουν κάτι πολύ γκλάμορους – ποτέ όμως πίστα, παρ’ όλο που ως κοριτσάκι παθιαζόμουν με το Τα Κορίτσια Ξενυχτάνε» απαντάει όταν τη ρωτάω πώς ξεκίνησε να ασχολείται με το τραγούδι.
«Στα 14 είχα πολλά πάρε δώσε με τη χιπ χοπ κοινότητα. Μέχρι το πρώτο Graffiti Festival στο Θησείο δεν είχα ποτέ πιάσει μικρόφωνο στα χέρια μου – εκεί πρωτοανέβηκα να κάνω freestyle ανάμεσα σε 20 μαντραχαλάδες. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου, κοίταξα κάτω και όλοι χοροπηδάγανε. Φορούσα ένα βραχιόλι στο μπράτσο και, καθώς “την έλεγα” στον αντίπαλό μου, αυτό γλίστρησε – και βρέθηκα να φτιάχνω ρίμες με το μικρόφωνο από τη μια και το μπιχλιμπίδι από την άλλη. Τον είχα κάνει ρεζίλι τον τύπο. Όταν κατέβηκα όλοι με αγκαλιάζανε, εμένα όμως τα γόνατά μου τρέμανε σαν πολαρόιντ».
Η ιστορία ξεκινάει λίγο πιο πίσω, στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου στον Πειραιά, όπου στεκόταν και περίμενε την κολλητή της. «Δίπλα έκαναν σκέιτ κάτι παιδιά» προσθέτει. Η ασυνήθιστη εικόνα μιας Πειραιώτισσας με φαρδύ παντελόνι ήταν η αφορμή για να της ζητήσουν οι Ανεξέλεγκτη Δράση να γίνει μέλος στο συγκρότημά τους. «Όταν πήγα στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε είχα ήδη γράψει ένα δικό μου κομμάτι, άρχισα να ραπάρω και τα παιδιά ενθουσιάστηκαν» θυμάται. Την πήγαν έτσι στα στούντιο της Planetworks, όπου είχαν στα σκαριά ένα γυναικείο γκρουπ με ράπερς, τις Ερινύες. «Δυστυχώς το συγκρότημα δεν ευδοκίμησε» λέει γελώντας· «οι άλλες δύο με εγκατέλειψαν, και έμεινα μόνη μου να ετοιμάζω άλμπουμ. Την τελευταία στιγμή η εταιρεία αποφάσισε να μη ριψοκινδυνέψει. Παραήμουν “μαύρη” για τα ελληνικά δεδομένα. Μου έφεραν μια λαϊκή τραγουδίστρια και μια χορεύτρια που δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική – έπαιζε σ’ αυτό το σίριαλ με τον Ακάλυπτο –, για να γίνουμε πάλι τρίο. Μας φόρεσαν κάτι τακούνια πανύψηλα και μας έστειλαν σε φωτογράφηση με τον Σπύρο Πώρο. Τρελάθηκα. Μέχρι τότε έκανα τα πάντα κρυφά απ’ τους γονείς μου. Ξαφνικά αποφάσισα να τους μιλήσω. Ευτυχώς κατάφεραν και πάγωσαν τα συμβόλαια».
»Τη μουσική του Blend τη γούσταρα τρελά. Πώς γνωριστήκαμε; μέσω MySpace. Άκουσε την μπάντα μου, τους Sugah Galore, ανταλλάξαμε μερικά μηνύματα, και εντέλει έκανα φωνητικά στον νέοτου δίσκο ». Μου μιλάει με ενθουσιασμό για τις συναυλίες που θα ήθελε να κάνει με τα γκρουπ, για τις προσδοκίες της: «Με τον Blend και τον Jeff Gonzales έχουμε φτιάξει μια εταιρεία που είναι ταυτόχρονα και κολεκτίβα, την Cast-a-Blast. Εκτός από το Misplaced, ετοιμάζουμε μια συλλογή που θα βγει σύντομα. Ευσεβείς πόθοι; Στα 25 μου δεν έχω μάθει ακόμα ποδήλατο, δεν έχω μάθει να σφυρίζω, δεν έχω κάνει βουτιές από ψηλά βράχια, δεν έχω πάει στο Λονδίνο, δεν έχω μπει στο σφυρί του λούνα παρκ.
»Μέχρι τα δεκατρία ήμουν παχουλή, τα μαλλιά μου ήταν πιο φουντωτά απ’ ό,τι όριζε η τρέχουσα μόδα, και ο μόνος λόγος που θα μου μιλούσε ένα αγόρι ήταν για να του γράψω κασέτες ή να του λύσω τα μαθηματικά. Όταν κατάλαβα ότι έχω ωραία φάτσα, μπήκα σε έναν μεγάλο φαύλο κύκλο ανασφαλειών. Μάλλον με απασχολεί η εμφάνισή μου, μέχρι να βρεθώ δίπλα σε ανθρώπους που θα με κάνουν να αισθανθώ οικεία. Μετά γίνομαι καραγκιόζης.
»Με ενοχλεί που όταν λέω σε ανθρώπους ότι τραγουδάω, με ρωτάνε σε ποιο μαγαζί δουλεύω τα βράδια. Λες και πρέπει σώνει και καλά να τραγουδάω σα σκύλος· και όταν τους λέω τι ακριβώς κάνω, δεν καταλαβαίνουν».
σχόλια