Υπάρχουν μερικές φορές που νιώθεις πως η σκληρή πραγματικότητα είναι αδύνατον να αποτυπωθεί χωρίς να υποστεί μεταλλάξεις, παραμορφώσεις, στερεοτυπικές αναδιπλώσεις και ιδεολογικές περιστροφές.
Απομάκρυνση από τον πυρήνα της δηλαδή.
Διαβάζοντας πριν λίγο στο facebook το παρακάτω κείμενο του φίλου Αδάμ Γιαννίκου ο οποίος περιγράφει -χωρίς ούτε ένα περιττό και- ένα περιστατικό που του έτυχε χθες βράδυ επιστρέφοντας στο σπίτι του ένιωσα κυριολεκτικά διαλυμένος.
Οι λέξεις όταν δεν θάβουν την πιο άγρια μοναξιά του κόσμου (την μοναξιά του Ξένου-Ικέτη) κάτω από μονοκόμματα ιδεολογικά στρώματα την έχουν αυτή την ιδιότητα.
Αφιερωμένο στους φονταμενταλιστές κάθε όχθης που σχεδόν ποτέ η πραγματικότητα δεν τους κάνει το χατήρι να εκπληρώνει τις ιδεολογικές τους ονειρώξεις. Το έχει αυτό το κουσούρι η πραγματικότητα. Αντίθετα με τις δημοσκοπήσεις. Ευτυχώς.
Γυρνώντας χτες λίγο πριν τα μεσάνυχτα μετά από την παρουσίαση κι αφού είχαμε πάει με το αυτοκίνητο ως τη Νέα Ιωνία για να αφήσουμε μια φίλη, βλέπουμε στο βάθος της πολυκατοικίας ένα χέρι να κρύβεται στο ντουλάπι-αποθήκη κάτω από το κλιμακοστάσιο και μετά ησυχία. Τα φώτα είναι αναμμένα. Μου φαίνεται απίστευτο. Είναι άνθρωπος εκεί μέσα; Και τί κάνει;
Δεν έχει περάσει καιρός από την τελευταία ληστεία στον ηλικιωμένο καθηγητή του πέμπτου, έναν κοσμοπολίτη Ουάιλντ που δίδασκε στη Χαϊδελβέργη. Όσα διαμερίσματα δεν έχουν πόρτα ασφαλείας τα έχουν ανοίξει, ενώ τον τελευταίο μήνα τα υπόγεια υπενοικιάζονται. Οι έλληνες ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων δηλώνουν πως δεν ενδιαφέρονται αν μένει ένας ή δέκα εφόσον αυτοί πληρώνονται. Ο ιδιοκτήτης δε στο διαμέρισμα του καθηγητή αρνήθηκε να αλλάξει την σπασμένη πόρτα και ο κύριος Γ. σκέφτεται να μαζέψει την αλληλογραφία του και να επιστρέψει μετά από δεκαετίες στην αδερφή του, στην Πάτρα. Αλλά, αυτός ο εκπληκτικός άνθρωπος, ένας μάστερ των διαφορικών εξισώσεων, είναι άλλη ιστορία.
Ανεβαίνουμε πάνω, η Βάσια μού λεει να προσέξω. Χτυπώ στον διαχειριστή. Κατεβαίνουμε. Μέσα στο ντουλάπι, πάνω στα κουτιά με τα χριστουγεννιάτικά είναι κουλουριασμένος ένας τύπος. "Τί κάνεις εδώ;" Δείχνει ακίνδυνος, μιλάει ελάχιστα ελληνικά και λίγα αγγλικά. Από το ισόγειο όπου μένουν οι Λιβεριανοί (άλλη ιστορία αυτοί οι ευγενικοί Μπομπ Μάρλεϋ) βγαίνουν να δουν, δείχνουν έκπληκτοι, δεν τον ξέρουμε λένε, στα άλλα διαμερίσματα δύο οικογενειών Αλβανών τα φώτα ανοίγουν αλλά κανείς δεν βγαίνει. "Όχι αστυνομία, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ", λεει ο νεαρός, μάλλον Αιθίοπας, που δεν δείχνει ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος αλλά είναι κατατρομαγμένος και δεν προσπαθεί καν να τρέξει να φύγει.
Ο διαχειριστής παίρνει την αστυνομία όσο μιλάει με τους Λιβεριανούς. Σε ελάχιστα λεπτά έρχεται ένα περιπολικό με τρεις μπάτσους στην ηλικία του Α. Οι Λιβεριανοί έχουν ξαναμπεί στο διαμέρισμά τους. Τον ρωτούν αν έχει χαρτιά και πώς βρέθηκε εδώ. Πρώτη έκπληξη: Ο επικεφαλής της ομάδας ξέρει πολύ καλά αγγλικά αλλά δεν του χρειάζονται. Ο Α. βγάζει τα χαρτιά του. Έχει ένα σακίδιο και μια σακούλα σουπερμάρκετ με εσώρουχα. "Πού είναι το σπίτι σου;" Ήρθε από την Θράκη, λεει. "Τράκι". Σήμερα έφτασε με το λεωφορείο και κάπου σ' αυτόν τον δρόμο μένουν οι φίλοι του, έτσι του 'παν. Βρήκε ανοιχτά και μπήκε. Ο Α. λεει μπος αντί για bus και ο αστυνομικός προς στιγμήν αλαφιάζει. Ήρθε από τη Θράκη με το μπος στους φίλους του. "Σ' αυτόν τον δρόμο; Τηλέφωνο έχουν; Δεν μπορείς να μείνεις εδώ".
Το εδώ είναι ένα ντουλάπι με χριστουγεννιάτικα. Στην πολυκατοικία υπάρχουν τρία διαμερίσματα άδεια, οι γέροι ένας ένας φεύγουν. Η μία γριά πέθανε κανα τρίμηνο πριν στα ενενήντα της και η κόρη της που μένει αλλού θέλει να το πουλήσει για να βρει ισόγειο που θα βολεύει την ανάπηρη εγγονή. Αλλά κανείς δεν αγοράζει εδώ. Άλλη ιστορία. Δεύτερη έκπληξη: οι δυο μπάτσοι είναι φιλικοί και έχουν πάρει μια γκριμάτσα απογοήτευσης. Ο τρίτος έχει το νου του στο περιπολικό. Τους ρωτάω αν μπορούν να τον πάνε στις δυο Λέσχες Φιλίας. Ο επικεφαλής μού λεει ότι δεν έχουν χώρο. Ο δεύτερος μιλάει στο τηλέφωνο με το Τμήμα και λεει "αναγκαστικά εκεί". Στον ασύρματο του τρίτου ακούγονται ανά δέκα δευτερόλεπτα, οικογένεια κλεισμένη στο Παγκράτι, ληστεία Μαρκόπουλο και καμιά ντουζίνα άλλα που έμοιαζαν ρουτίνα. "Επειδή έξω έχει κρύο θα έρθεις μαζί μας στο τμήμα να μείνεις το βράδυ, εντάξει;" Ο διαχειριστής ρωτάει τον επικεφαλής "σαν αστυνομία τί υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις; που θα μείνει;" Απαντάει "σαν άνθρωποι. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έξω".
Ο Α. έχει ηρεμήσει κάπως αλλά από την υπερένταση μπερδεύεται με τη σακούλα και κοιτάει στο ντουλάπι μήπως έχει ξεχάσει κάτι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο άλλος αστυνομικός του τη μαζεύει, ρωτώντας "ok; Έχασες κάτι;" Βγάζω ό,τι είχα στην τσέπη δέκα δεκαπέντε ευρώ και τα δίνω στο διαχειριστή να τα δώσει στον Α. Τα ψιλά, κάτι δίευρα, τα είχαμε δώσει στη Σταδίου σε έναν άστεγο που ήρθε παραπατώντας από τον Ιανό, λέγοντας "πειναω" και στον τύπο που είχε στρώσει κουβέρτες έξω από την Εμπορική στην Κοραή και μια παρέα πριν απο μας μόλις του είχαν αφήσει δυο σάντουιτς. Τα τελευταία λεφτά μας. Ο Α. έχει την προσοχή του στον δεύτερο μπάτσο και στα πράγματά του, "οk". Φαίνεται να νιώθει τα πάντα και τίποτα, ίσα που στέκεται, φοράει τζην και αθλητικό μπουφάν, τα μαλλιά του είναι ράστα. Γυρίζει και μου απλώνει το χέρι. Δυνατή χειραψία. "God bless you", μού λεει, κάνοντας αυτή τη μικρή αγχωμένη κίνηση υπόκλισης και φεύγουν όλοι με σκυμμένα κεφάλια.
Σκυμμένα, όμως. Δεν μάθαμε ποτέ το όνομά του. Ουίσκυ και περισυλλογή.
σχόλια