ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ, ΝΑΙ ΜΕΝ, αλλά όχι και «Βίρα τις άγκυρες» του ναυαγίου μέσα σε 19 μήνες από το μοιραίο. Διότι μόνον η πένα των Ρέππα-Παπαθανασίου μπορεί να διεκτραγωδήσει (κυριολεκτώ) τη φάρσα της περασμένης εβδομάδας: παραίτηση μερικών ωρών, διάγγελμα, ψηφοφορίες και έπειτα -βίρα τις άγκυρες- ανασχηματισμός.
Ένα μού αρκεί να σημειώσω. Αρκετά με το «Στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Αδιέξοδα στις Δημοκρατίες είναι οι ίδιες οι δημοκρατικές διαδικασίες (παραιτήσεις, διαγγέλματα, ψηφοφορίες, ανασχηματισμοί).
Η αντιπροσώπευση και οι εκλογές μού φαίνονται σαν μπούρκα του νεοφονταμενταλισμού της Wall Street, η οποία, άκουσον, παρακολουθεί από μακριά όσους συνεδριάζουν στη Βουλή. Τους καταγράφει και ύστερα, αναλόγως, ανοίγει και κλείνει τους κρουνούς των πιέσεων, όπως στον ασιατικό τρόπο παραγωγής, ο δεσπότης, το νερό.
Το παιχνίδι έχει τελειώσει και δεν περιμένουμε τον Γκοντό. Ο χρόνος που μας δίνεται δεν είναι χρόνος. Και οι εμπειρίες που έχουμε, ζώντας και ψευτοζώντας, εξανεμίζονται, όχι από την κοινοτοπία του κακού αλλά του βλακώδους.
ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΕΓΕΛΙΑΝΟΥΣ (στη συνέχεια θα τους αντιστρέψω), ο χρόνος εμφανίζεται ως πεπρωμένο. Οφείλουμε να τον δεχτούμε, να τον μετρήσουμε και να εκμετρήσουμε τις ημέρες μας. Και το Πνεύμα ( Έγελος) παραμένει ανολοκλήρωτο γιατί πέφτει μέσα στον χρόνο. Οπότε και η Ιστορία πραγματώνεται μέσα στον χρόνο σαν αυτό που αλλοτριώνεται από τον χρόνο. Η Ιστορία είναι μια διαδικασία διαβαθμίσεων του χρόνου και οι «μεγάλοι άνδρες» -που δεν γνωρίζουν την ευτυχία- διαμεσολαβούν ώστε το Πνεύμα να γίνει Απόλυτο και να μετατραπεί στο «πραγματικό υποκείμενο της Ιστορίας»: το Κράτος. Αυτή υποτίθεται πως είναι η δύναμη των «μεγάλων ανδρών», που «όταν ο σκοπός τους ολο- κληρωθεί σωριάζονται σαν τα άδεια σακιά».
Αντίθετα, στον Μαρξ, όλοι αυτοί οι μικροναπολέοντες της Ιστορίας (και του απέραντου φρενοκομείου) εμποδίζουν τον αγανακτισμένο να ανήκει στον εαυτό του. Για τον Μαρξ η Ιστορία διόλου δεν σημαίνει την πτώση του ανθρώπου στον χρόνο αλλά στη φύση του.
ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ λοιπόν καμία αλλαγή με την πρωθυπουργοποίηση, κατ’ ουσίαν, του Ε. Βενιζέλου. Αλλά διακρίνω μιαν αναβολή αυτού που οφείλει κάθε ευφυής άνθρωπος στον εαυτό του: να διαφύγει από το κενό του χρόνου και από το κενό της εμπειρίας τού πολιτεύεσθαι. Απ’ αυτή την άποψη, πιστεύω ότι ο Βενιζέλος θα έπρεπε να υποκύψει στους «δισταγμούς» του και να αποφύγει τη νέα του θέση. Ως ιστορικό ον θα όφειλε να μην παρασυρθεί («πατριωτικά») από τη συγκυρία. Δηλαδή να μην πέσει μέσα στον χαμένο χρόνο 2009-2011. Αλλά και πάλι, αυτός ο ιδιοφυής homme d’État, επειδή ιδιοσυγκρασιακά μετατρέπει την Ιστορία σε καταφύγιο ενός ξεπερασμένου ανθρωπισμού, παρότι απολαμβάνει (ή εξαιτίας αυτού), κινδυνεύει να μη διακρίνει το αυτονόητο: ότι η Ιστορία της Ελλάδας, και πολλώ μάλλον η συγκυρία της πτώχευσής της, διαδραματίζει μέσα στο πολιτικό σύστημα τον ρόλο του μύθου. Ο Λεβί-Στρος είναι σαφής: μια πραγματικά ολική ιστορία, όπως αυτή που αντιλαμβάνονται οι πολιτικοί, θα αυτοεξουδετερώνονταν, διότι το προϊόν της θα ισούτο με το μηδέν. Και για να είναι κανείς μέσα στην Ιστορία πρέπει το ταχύτερο να δραπετεύσει από αυτήν (το κατάλαβα και το έσκασα).
Στις δημοκρατικές διαδικασίες που δρομολογούν εν ονόματι της Ιστορίας οι πολιτικοί, φαίνεται η βαθύτατη επιθυμία τους: να ταξιδεύουν μ’ ένα τρένο που σκούριασε, ακινητοποιημένο (από την Ιστορία) στο Ρουφ.
σχόλια