του Νίκου Μουζέλη από το The Athens review of books
Σχηματικά, τέσσερις είναι οι βασικές αναλύσεις που εξετάζουν τα αίτια της κρίσης και τον τρόπο υπέρβασής της: αυτή του πατριωτικού λαϊκισμού, της άνισης συναλλαγής μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου,της νεοφιλελεύθερης λιτότητας και της στρατηγικής ριζικής αναδιαπραγμάτευσης των όρων της τρόικας.
Από αυτή την προοπτική τα αίτια της κρίσης έχουν να κάνουν λιγότερο με την εσωτερική κατάσταση της χώρας και περισσότερο με τη βαρβαρότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, την παγκόσμια κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, καθώς και με τις σκευωρίες των οίκων αξιολόγησης,των Ευρωπαίων τραπεζιτών και των κάθε λογής σπεκουλαδόρων.
Στο κέντρο όλων των παραπάνω βρίσκεται η θατσερικής κοπής κυρία Μέρκελ που προσπαθεί να μας επιβάλει μια δεύτερη«γερμανική κατοχή». Η πατριωτική αντίδραση σε αυτή την προσπάθεια υποδούλωσης της χώρας είναι η στάση πληρωμών, η επιστροφή στη δραχμή,καθώς και μια στρατηγική δημιουργίας νέων συμμαχιών εκτός Ευρώπης (όπωςμε τη Ρωσία και την Κίνα). Η επιστροφή στη δραχμή όμως, όπωςέχουν υποστηρίξει πολλοί αναλυτές, θα σήμαινε την αδυναμία άμεσης πληρωμής μισθών και συντάξεων, την κρίση των ασφαλιστικών ταμείων και του τραπεζικού συστήματος και έναν καλπάζοντα πληθωρισμό.
Βέβαια η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος θα βοηθούσε μεν τις εξαγωγέςαλλά θα δυσκόλευε τις εισαγωγές πρώτων υλών και άλλων βασικών αγαθών που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη της οικονομίας. Θα σήμαινε με άλλα λόγια την επιστροφήσε μια ημιτριτοκοσμική κατάσταση τη στιγμή που όλοι οι γείτονές μας (και κυρίως η Τουρκία) κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή αφήνουν σταδιακά πίσω την υπανάπτυξη.
Συνήθως αυτοί που υποστηρίζουντην απόρριψη των όρων της τρόικας τονίζουν πως η αποδοχή αυτών των άδικων και αντιαναπτυξιακών μέτρων υποσκάπτει την εθνική μας κυριαρχία,την αυτονομία της χώρας. Αυτό που δεν παίρνουν υπόψη τους όμως είναι πως η άμβλυνση της αυτονομίας/εθνικής κυριαρχίας θα είναι πολύ πιο έντονη και οδυνηρή αν βρεθούμε εκτός της ΕΕ. Η αναμφισβήτητη παγκόσμια κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου δεν πρόκειται να εξαφανιστεί διά μαγείας ανεπιστρέψουμε στη δραχμή.
Αντίθετα, θα ενταθεί. Εκτός βέβαια και αν αποφασίσουμε να αποκοπούμε τελείως από τοπαγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα (η ξεπερασμένη θεωρία του Σαμίρ Αμίν) δημιουργώντας ένα καθεστώς υπαρκτού σοσιαλισμού τύπου προκαπιταλιστικής Αλβανίας.Ο Τρότσκι σωστά υποστήριζε πως«σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα» είναι ουτοπία. Το ίδιο ισχύει και σήμερα.
Σοσιαλισμός δημοκρατικού ή ακόμα και σοβιετικού τύπου σε μια μικρή χώρα που περιτριγυρίζεται από καπιταλιστικές κοινωνίες δεν είναι εφικτός. Σε μια κατάσταση όπου η πρωτοφανής κινητικότητα του κεφαλαίου καθιστά αδύνατοτον έλεγχό του εντός εθνικών συνόρων, η βασική προϋπόθεση για τον δημοκρατικό έλεγχό του είναι η υπέρβασητου νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Όσο το παγκόσμιο status quo παραμένει, η αντίσταση στη βαρβαρότητάτου σε εθνικό μόνο επίπεδο δεν είναιδυνατή – ιδίως όταν μια χώρα όπως ηΕλλάδα δεν έχει τους προστατευτικούς μηχανισμούς της ΕΕ.
Ο εθνοκεντρισμός, η παραγνώριση δηλαδή του τι συμβαίνει πέρα από τα εθνικά σύνορα,είναι στρουθοκαμηλισμός. Οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξαθλίωση.Οδηγεί, όχι στη διατήρηση της εθνικήςαυτονομίας αλλά στην απόλυτη εθνική ετερονομία.Η βασική αδυναμία λοιπόν της πρώτης προσέγγισης είναι πως στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον απόλυτη εθνική αυτονομία δεν είναι εφικτή .Διατηρεί κανείς μια σχετική οικονομική,πολιτική και πολιτιστική αυτονομία όχιμε μια αναδίπλωση στο καβούκι του, αλλά με μια προσπάθεια ενεργού συμμετοχής στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Όχι με έναν ξενοφοβικό, αμυντικό, αντιδραστικό εθνικισμό, αλλά με έναν «πατριωτισμό του συντάγματος» (Χάμπερμας) στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που, παρ’ όλα τα σοβαρά κοινωνικά και δημοκρατικά της ελλείμματα, προσφέρει κάποια προστασία από τους άγριους ανέμους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Το παράδοξο με αυτούς που υποστηρίζουν την απόρριψη του μνημονίου είναι ότι αυτοί οι ίδιοι θα υποφέρουν περισσότερο από μια επιστροφή στη δραχμή. Οι μισθωτοί και συνταξιούχοι θα χάσουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοραστικήςτους δύναμης, ενώ οι μικροκαταθέτεςθα χάσουν τις οικονομίες τους.
Οι μόνοι πολλαπλάσια κερδισμένοι θα είναι όσοι έστειλαν τα χρήματά τους στο εξωτερικό – καθώς και όσοι χρωστάνε μεγάλα ποσά στο Δημόσιο (θα τα ξεπληρώσουν με ένα νόμισμα που θα χάνει συνεχώςτην αξία του). Επιπλέον, αντίθετα με αυτό που φρονούν οι «υπερπατριώτες»,η τυχόν πτώχευση της χώρας και η επιστροφή της σε τριτοκοσμικά επίπεδα θα υποσκάψει σοβαρά τη γεωπολιτική δύναμή της.
Αν τα παραπάνω ισχύουν, πώς εξηγείται το ότι μια μερίδα του ελληνικού λαού απορρίπτει τη συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας; Εξηγείται από το ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης με τον γνωστό άκρως λαϊκιστικό τρόπο,καθώς και τα ΜΜΕ, εστιάζουν την προσοχήτους αποκλειστικά στα αναμφισβήτητα κακά των μέτρων της τρόικας, ενώ δεν μας λένε τίποτα το συγκεκριμένο για το τι θα συμβεί αν, απορρίπτοντας τους όρους του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, δεν παίρναμε την «πέμπτη δόση».
Έτσι η αντικειμενική παρουσίαση της άλλης, πιο μαύρης, εκδοχής της κατάστασης θεωρείται εκβιασμός, παραπλανητικός εκφοβισμός του ελληνικού λαού.
Συμπερασματικά, ο λαϊκιστικού τύπου πατριωτισμός, όταν εθελοτυφλεί, όταν αγνοεί τις επιπτώσεις της στρατηγικήςπου ακολουθεί, οδηγεί στο αντίθετο του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα. Ας μην ξεχνάμε σε τι συντριπτική ήττα μας οδήγησε ο πατριδοκαπηλικός εθνικισμός μιας μερίδας των πολιτικών ελίτ στα τέλη του 19ου αιώνα (ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897).
Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι το περίφημο «σκοπιανό ζήτημα». Ο Σαμαρικός πατριωτικός λαϊκισμός που στόχευε στη μονοπώληση από μέρους μας του όρου Μακεδονία, οδήγησε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, κάτω από τη λαϊκή πίεση,να απορρίψει την πρόταση Πινέιρο (για«μικτή» ονομασία). Αποτέλεσμα:σήμερα παρακαλάμε τη γείτονα χώρα να δεχτεί τη μικτή ονομασία, τη στιγμή που οι περισσότερες χώρες του πλανήτη την αποκαλούν «Δημοκρατία της Μακεδονίας»! Αυτά είναι τα θλιβερά αποτελέσματα του πατριωτικού λαϊκισμού.
Η λογική της άνισης συναλλαγής
Αυτή η προσέγγιση εστιάζεται στην προβληματική σχέση μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου. Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζεται πως το τεράστιο ελληνικό χρέος έχει να κάνει λιγότερο με τις εσωτερικές πολιτικές και οικονομικές δομές της χώρας και περισσότερο με την άνιση συναλλαγή μεταξύ των μη ανταγωνιστικών, ημιανάπτυκτων οικονομιών του Νότου και τις πιο ανταγωνιστικές, πιο αναπτυγμένες οικονομίες του Βορρά. Επειδή οι πρώτες δεν μπορούν (κυρίως λόγω ενός αντιαναπτυξιακού και υπερτροφικού κράτους) να γίνουν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, ανταγωνιστικές, οι αναπτυγμένες χώρες γίνονται όλο και πιο πλενονασματικές – ενώ στις χώρες του Νότου τα ελλείμματα πολλαπλασιάζονται.
Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μια σχέση άνισης συναλλαγής. Έχουμε μια συνεχή μεταφορά πόρων από τις φτωχότερες χώρες του Νότου στις πιο πλούσιες του Βορρά. Αυτού του είδους η ανισορροπία μπορεί μόνο να ξεπεραστεί με τη δημιουργία ενός μηχανισμού ανακατανομής των πόρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, όσο δηλαδή η ΕΕ παραμένει μια τεράστια αγορά χωρίς σοβαρούς ρυθμιστικούς, εξισορροπητικούς μηχανισμούς, το χάσμα, οι ανισότητες μεταξύ Βορρά και Νότου θα εντείνονται.
Υπάρχει βέβαια η βοήθεια που μας δίνει η ΕΕ. Αλλά αυτή είναι ελάχιστη σε σχέση με αυτό που η χώρα μας χάνει μέσω της άνισης σχέσης κέντρου-ημιπεριφέρειας. Και βέβαια αυτή η ανισορροπία εντείνεται όταν η τρόικα μας επιβάλλει να εφαρμόσουμε αντιαναπτυξιακά μέτρα που εντείνουν την ύφεση, την ανεργία και τις κοινωνικές ανισότητες.
Κατά τους υποστηρικτές αυτής τηςπροσέγγισης, ακόμα και αν η χώρα μας δεν είχε τόσο σοβαρά ελλείμματα, ή αν κατόρθωνε να τα μειώσει, οι μηχανισμοί της άνισης συναλλαγής θα τα ξαναδημιουργούσαν. Άρα αυτό που χρειάζεται η ευρωπαϊκή ημιπεριφέρεια δεν είναι δάνεια αλλά βοήθεια, μια οικονομική βοήθεια τύπου Σχεδίου Μάρσαλ.
Κατά τονίδιο τρόπο που η αμερικανική βοήθεια στην πρώιμη μεταπολεμική Ευρώπη οδήγησε όχι μόνο στην ευρωπαϊκή ανασυγκρότηση αλλά και στην ταχεία αμερικανική ανάπτυξη – κάτι παρόμοιο θασυνέβαινε αν κυρίως η Γερμανία είχε μια λιγότερο κοντόφθαλμη πολιτική. Μια πολιτική που θα έκανε την ΕΕ οικονομικά πιο ισχυρή, κοινωνικά πιο δίκαιη και πολιτικά πιο δημοκρατική. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει η ΕΕ να καταστεί ένας σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική αρένα. Αν δεν υπάρξει μια τέτοια στρατηγική ενοποίησης, αργά ή γρήγορα, όχι μόνο η ευρωζώνη αλλά και η ΕΕ στο σύνολό της μπορεί να διαλυθεί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η παραπάνω ανάλυση είναι αρκετά πειστική.Αλλά άλλο διάγνωση και άλλο θεραπεία. Η δημοσιονομική κρίση του ευρωπαϊκού Νότου πρέπει να αντιμετωπισθεί άμεσα. Δεν μπορεί να περιμένει ένα πιθανό New Deal που θα αμβλύνει την οικονομική ανισορροπία μεταξύ Βορρά και Νότου. Τι κάνει η χώρα μας στο μεταξύ; Πώς θα πλήρωνε η κυβέρνηση μισθούς και συντάξεις τον Ιούλιο χωρίςτην περίφημη πέμπτη δόση; Επιπλέον, μια ουσιαστική βοήθεια θα έπιανε τόπο μόνο αν στο εσωτερικό της χώρας γίνουν οι απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές.
Γιατί αν η Ελλάδα όντως θα είχε δημοσιονομικά προβλήματα ανεξάρτητατης εσωτερικής κατάστασης, το ίδιο θα ίσχυε και για την αντίθετη περίπτωση. Η ουσιαστική βοήθεια από το ευρωπαϊκό κέντρο θα ήταν αναποτελεσματική αν δεν άλλαζε ριζικά ο παρασιτικός και βαθιά αντιαναπτυξιακός χαρακτήραςτου ελληνικού κράτους. Αν η βοήθεια,για παράδειγμα, έπαιρνε τη μορφή βορειοευρωπαϊκών επενδύσεων στην Ελλάδα, αυτές δεν θα είχαν αποτέλεσμα αν οι ξένοι επιχειρηματίες είχαν να κάνουν με το ελληνικό κράτος-δεινόσαυρο.
Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση
Με αυτή την προσέγγιση περνάμε από τη μακρά στη μικρή διάρκεια, περνάμε επίσης από τους εξωτερικούς στους εσωτερικούς παράγοντες της κρίσης.
Το βασικό επιχείρημα, που είναι αυτό της τρόικας, έχει ως εξής: Η χώρα δεν έχει μόνο ένα έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο (εισάγει περισσότερα από ό,τιεξάγει), αλλά και το κράτος επί μονίμου βάσεως ξοδεύει πολύ περισσότερα από ό,τι εισπράττει. Τη διαφορά την καλύπτουν δάνεια που συνεχώς αυξάνονται.
Πιο γενικά, σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης η χώρα καταναλώνει, μετον ένα ή τον άλλο τρόπο, περισσότερα από όσα παράγει. Αυτή η κατάσταση πήρε τεράστιες διαστάσεις επί Ανδρέα Παπανδρέου. Ακολουθήθηκε λίγο-πολύ από όλες τις μετέπειτα κυβερνήσεις, με απόγειο την πολιτική της προηγούμενηςκυβέρνησης.
Έτσι, με την κυβέρνηση Καραμανλή είχαμε ένα άλμα προς τα πίσω. Το ήδη πληθωρικό κράτος, μέσω μαζικών πελατειακών διορισμών, έγινε ακόμα πιο πληθωρικό και αναποτελεσματικό.
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις,η μόνη λύση κατά τη νεοφιλελεύθερηάποψη έγκειται στη λιτότητα, στο σφίξιμο της ζώνης από τη μια μεριά και σε ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές από την άλλη – αλλαγές όπως η σμίκρυνση του δημόσιου τομέα μέσω αποκρατικοποιήσεων, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της «ευελιξίας»των σχέσεων εργασίας-κεφαλαίου κτλ. Η μείωση του χρέους θα έρθει αρχικά μέσω της άμεσης και κυρίως έμμεσης φορολογίας. Κατ’ αυτή την άποψη ηυψηλή φορολογία θα οδηγήσει αρχικά στην ένταση της ύφεσης. Σταδιακά όμως, λόγω των διαρθρωτικών αλλαγών, η χώρα θα οδηγηθεί στην ανάπτυξη, στην παραπέρα μείωση του χρέους και στην επιστροφή στο δανεισμό μέσω των αγορών.
Ριζική αναδιαπραγμάτευση
Όπως ξέρουμε, η μεν κυβέρνηση απο δέχθηκε τη νεοφιλελεύθερη φόρμουλα της τρόικας, ενώ η αντιπολίτευση την απέρριψε. Η τελευταία ισχυρίζεται πως με την πολιτική που η κυβέρνηση ακολουθεί, μέσω μιας κοινωνικά άδικης και αντιαναπτυξιακής φορολογίας, η ύφεση βάθυνε και το χρέος αντί να μειωθεί αυξήθηκε. Όσο για το μεσοπρόθεσμοπρόγραμμα, αυτό βασίζεται στην ίδια νεοφιλελεύθερη λογική. Με αυτό τοντρόπο η ύφεση θα ενταθεί, περισσότερεςεπιχειρήσεις θα κλείσουν και οι θυσίεςτου ελληνικού λαού θα πάνε χαμένες.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση ο αρχηγός της ΝΔ προτείνει την «αναδιαπραγμάτευση» των όρων που μας έχουν επιβληθεί. Βέβαια και το μνημόνιο Ι καιτο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα αφήνουν περιθώρια συνεχούς αναδιαπραγμάτευσης. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης όμως στοχεύει σε μια συνολική αναδιαπραγμάτευση που θα οδηγήσει στην υπέρβαση του υφεσιακού χαρακτήρα του μεσοπρόθεσμου προγράμματος – κυρίως μέσω της χαμηλής φορολογίας των επιχειρήσεων.
Η νεοδημοκρατική εμμονή στην αναδιαπραγμάτευση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος έχει μια λογική βάση. Γιατί η στρατηγική του ΔΝΤ είναι αποτελεσματική για κάποιες χώρες ενώ δεν είναι για άλλες. Λειτούργησε στην Τουρκία που έχει ένα εξαιρετικά αυταρχικό κράτος. Δεν σημαίνει όμως πως μπορεί να πετύχει στην ελληνική περίπτωση όπου τα συνδικάτα έχουν μεγαλύτερη αυτονομία και ο ελληνικός λαόςέχει αποκτήσει ανάγκες και ένα τρόπο ζωής που δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη.
Επιπλέον οι στόχοι που η τρόικα μας επιβάλλει, ακόμα και αν υπήρχε πολιτική βούληση, δεν είναι ρεαλιστικοί. Το κράτος δεν μπορεί να αλλάξει στιγμιαία. Οι φορολογικές υπηρεσίες είναι τόσο αναποτελεσματικές και διεφθαρμένες όσο και ο υπόλοιπος κρατικός μηχανισμός. Η ημιανάπτυκτη Ελλάδα δεν είναι Δανία, ούτε μπορεί να γίνει σε μερικούς μήνες. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και η μαύρη εργασία θα συνεχίσουν να ανθούν – εκτός και εάν εγκαταστήσουμε ένα αστυνομικό, ολοκληρωτικό καθεστώς.
Από την άλλη μεριά όμως, η νεοδημοκρατική προσέγγιση έχει μια βασική αδυναμία. Η στρατηγική της έχει έναν στατικό και κοντόφθαλμο χαρακτήρα. Βασίζεται στην ιδέα πως χωρίς ριζική αναδιαπραγμάτευση τα πράγματα συνεχώς θα χειροτερεύουν.
Όπως υποστηρίζει ο Αντώνης Σαμαράς, «οι αριθμοί δεν βγαίνουν». Με την κυβερνητική αποδοχή του μεσοπρόθεσμου προγράμματος το χρέος αντί να μειώνεται συνεχώς θα αυξάνεται και τα πράγματα συνεχώς θα γίνονται πιο αδιέξοδα. Αυτό όμως που δεν λαμβάνει υπόψη του ο αρχηγόςτης ΝΔ είναι πως έχουνξεκινήσει διάφορες διεργασίες εντός της ευρωζώνης που μπορεί να αμβλύνουν το αδιέξοδο.
Παρ’ όλο που η κατάσταση είναι εξαιρετικά ρευστή, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συμφωνία της 21ης Ιουλίου δίνει μια σημαντική ανάσα στην ελληνική οικονομία. Επιπλέον, με την εξάπλωση της κρίσης στην Ιταλία και Ισπανία, η ιδέα του ευρωομόλογου ήρθε στο προσκήνιο. Στη συνάντηση της 16ης Αυγούστου η Μέρκελ και ο Σαρκοζί απέκλεισαν την άμεση εφαρμογή μιας τέτοιας ριζικής λύσης, αλλά δεν την απέρριψαν τελείως. Συγχρόνως έκαναν μερικά διστακτικά βήματα για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης.
Αν τα βήματα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή,πράγμα πολύ πιθανό, η Γερμανία και ηΓαλλία θα αντιμετωπίσουν το εξής δίλημμα: ευρωομόλογο ή διάλυση της ευρωζώνης. Μεσοπρόθεσμα η λύση του ευρωομόλογου είναι η πιο πιθανή. Τα παραπάνω δείχνουν μια συστημική πίεση που υποχρεώνει τις πολιτικές ηγεσίες της ευρωζώνης, είτε το θέλουν είτε όχι, να προχωρήσουν σε μια σταδιακή ενοποίηση.
Στη δημιουργία μηχανισμών ρύθμισης και αλληλεγγύης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτή η τάση θα ενταθεί αν στις επόμενες εθνικές γερμανικές εκλογές οι σοσιαλδημοκράτες, σε συμμαχία με το κόμμα των πρασίνων, σχηματίσουν μια κυβέρνηση που σίγουρα θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα του Νότου με μια λιγότερο νεοφιλελεύθερη και περισσότερο νεοκεϋνσιανή πολιτική. Βέβαια τα παραπάνω επιχειρήματα δεν λύνουν το άμεσο πρόβλημα.
Τοπρόβλημα που τίθεται στη σημερινή συγκυρία είναι αν υπάρχει επιλογή, αν είναι δυνατή, όπως υποστηρίζει η αξιωματική αντιπολίτευση, μια ριζική αναδιαπραγμάτευση του μεσοπρόθεσμουπρογράμματος.
Η τρόικα έχει δηλώσει κατηγορηματικά πως το πρόγραμμα πρέπει να εφαρμοσθεί στο ακέραιο,πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Μήπως χρειάζεται η ευρωζώνη τόσο πολύ τη μη χρεοκοπία της χώρας μας που μια ριζική αναδιαπραγμάτευση είναι εφικτή; Αυτό το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί, ιδίως από κάποιον που βρίσκεται εκτός του χώρου των διαπραγματεύσεων.
Αυτό όμως που μπορεί να πει κανείς με σιγουριά είναι πως μια πιο επιθετική από μέρους μας πολιτική θα ενείχε μεγάλους κινδύνους. Ας μην ξεχνάμε πως υπάρχουν φωνές που θέτουν το ζήτημα του αποκλεισμού της χώρας από την ΟΝΕ. Επιπλέον, τη στιγμή που όχι μόνο η Φινλανδία αλλά και άλλες χώρες δεν δέχονται να τηρήσουν πλήρως τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, η ιδέα πως ο Σαμαράς θα μπορούσε να πετύχει μια ευνοϊκότερη συμφωνία είναι μάλλον εξωπραγματική.
Τελικά η εμμονή στη ριζική αναδιαπραγμάτευση θα μας οδηγούσε σε ένα παιχνίδι πόκερ που μπορεί αυτός που παίρνει υψηλά ρίσκα ή να κερδίσει πολλά ή να χάσει τα πάντα. Έτσι αν σε μια υποτιθέμενη κυβέρνηση Σαμαρά η τρόικα επιμείνει στη θέση της για αυστηρή λιτότητα, τότε τι κάνει ο αρχηγός της ΝΔ; Αυτό το ερώτημα ο Αντώνης Σαμαράς δεν το έχει απαντήσει. Μήπως τελικά η μαξιμαλιστική πολιτική του είναι τόσο αδιέξοδη όσο και αυτή για το σκοπιανό, που ως γνωστό οδήγησε σε φιάσκο;
Οι τέσσερις προσεγγίσεις που εξετάστηκαν πάνω διαχειρίζονται το χρόνο κατά πολύ διαφορετικό τρόπο. Η πρώτη εστιάζεται στον στιγμιαίο χρόνο, στο εδώ και τώρα, στη θεραπεία σοκ – «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι». Προσφέρει ένα φάρμακο άμεσης ψυχολογικής εκτόνωσης, αλλά σε τελική ανάλυση σκοτώνει τον ασθενή. Από την άλλη μεριά, η στρατηγική της άνισης συναλλαγής κινείται σε αυτό που ο Μπροντέλ ονομάζει μακρά διάρκεια. Φωτίζει τα δομικά προβλήματα της ΟΝΕ και, πιο ειδικά, τη σχέση της ημιπεριφερειακής χώρας μας με το γερμανοκρατούμενο κέντρο. Βραχυπρόθεσμα όμως δεν δίνει άμεσες λύσεις στο πρόβλημα της ελληνικής κρίσης. Όσο για τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, αυτή είναι βραχυπρόθεσμα εξαιρετικά βάρβαρη και ίσως και αναποτελεσματική. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα όμως η αποδοχή της είναι βασική προϋπόθεση για να συνεχίσει η χώρα την ευρωπαϊκή της πορεία. Ακόμα και αν τελικά το χρέος μας δεν μπορεί να μειωθεί χωρίς μια ριζική «αναδιάρθρωση/κούρεμα», το βασικό θα είναι να γίνει κατά μεθοδευμένο τρόπο – και κυρίως με την υποστήριξη των εταίρων μας. Τέλος, η απόρριψη της κυβερνητικής πολιτικής από την αξιωματική αντιπολίτευση βασίζεται σε μια στατική ή μάλλον γραμμική έννοια του χρόνου:τα πράγματα, χωρίς ριζική αναδιαπραγμάτευση των όρων της τρόικας, θα πάνε από το κακό στο χειρότερο – αφού «οι αριθμοί δεν βγαίνουν». Η αξιωματική αντιπολίτευση όμως αγνοεί πως οι αριθμοί μπορεί, κάτω από τις τωρινές συνθήκες, να μη βγαίνουν, αλλά κάτω από διαφορετικές μελλοντικές, πιθανές συνθήκες να βγαίνουν. Το μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα είναι όντως άδικα και αντιαναπτυξιακά, αλλά είναι σε τελική ανάλυση η λιγότερο κακή λύση. Μας υποχρεώνουν να κάνουμε αναγκαίες δομικές αλλαγές που θα κάναμε πολύ πιο δύσκολα χωρίς την πίεση της τρόικας. Συγχρόνως μας δίνουν την ευκαιρία συνέχισης της ευρωπαϊκής πορείας μας, μας δίνουν τη δυνατότητα να συμβάλλουμε στη δημιουργία, μαζί με τις άλλες χώρες του Νότου, μιας Ευρώπης που δεν θα ελέγχεται αλλά θα ελέγχει τις αγορές. Δηλαδή μιας πιο ανθρώπινης, δημοκρατικής και ισχυρής Ευρώπης.
σχόλια