ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΩΝΗ ΣΚΑΛΕΡΗ
«Γεννήθηκα σ' ένα χωριό στο Μπανγκλαντές. Πέντε αγόρια, τρία κορίτσια κι εγώ ο τρίτος στη σειρά. Στα εφτά μου χρόνια πήγαμε να μείνουμε στο Πακιστάν γιατί στο Μπανγκλαντές δεν είχε καθόλου δουλειά και πεινάγαμε.
Το μόνο που θυμάμαι από τότε που ήμουνα μικρός είναι ο πατέρας μου.
Πώς λέγανε τους φίλους μου δε θυμάμαι. Ο πατέρας μου πούλαγε φρούτα. Μπανάνες και καρπούζια. Τα είχε πάνω σ' ένα καρότσι μισό, με δύο ρόδες, και το έσερνε μόνος του από το πρωί μέχρι μία το βράδυ. Τον λυπόμουν με την καρδιά μου. Ποτέ δεν κατάφερε να κάνει δικό του μαγαζί.
Το σπίτι που μέναμε δεν ήτανε σπίτι κανονικό όπως έχεις εσύ στο μυαλό σου. Κάτω δεν έχει κανένα πάτωμα, έχει το χώμα, κι επειδή εκεί δεν έχουμε τούβλα, γύρω - γύρω και από πάνω έχει πολύ λεπτό σίδερο. Πολύ λεπτό, τα πολλά νερά το σκίζανε πάντα.
Στο χωριό μου κανείς δεν ήξερε τίποτα, καμία δουλειά. Οι πιο πολλοί δεν πήγαμε στο σχολείο ποτέ. Ούτε για τις λέξεις, ούτε για να μάθουμε δουλειά. Το πλήρωνες το σχολείο τότε. Τώρα για τα πρώτα έξι χρόνια δεν πληρώνεις. Τους αρέσει οι άνθρωποι να διαβάζουν λίγο, πώς λέγονται οι δρόμοι, να ξέρουν λίγο από αριθμούς, τι καιρό θα κάνει για να προσέχουν για τα πολλά νερά...
Εγώ δεν πήγα στο σχολείο. Πήγα αμέσως δουλειά. Ράφτης σε εργοστάσιο. Άμα κάποιος δεν ξέρει καμία δουλειά, όπου πας σε πληρώνουν πολύ λίγο. Όπου πας όμως, σου μαθαίνουν εκείνοι τη δουλειά, απ' την αρχή. Τους αρέσει αυτό. Να μην έχουν κάποιον που ξέρει πολλά γιατί παίρνει και πολλά. Να μαθαίνουν τη δουλειά σε κάποιον που είναι καλός, χαμογελαστός και να μην κλέβει. Αυτό θέλουν. Όπως εδώ. Και εδώ αυτό θέλουν. Και να μη βάζουν ένσημα. Αλλά άλλο είναι το «λίγα» εδώ, άλλο το «λίγα» εκεί. Εκεί το «λίγα» είναι πολύ λίγα. Γι' αυτό έφυγα. Για να στέλνω λεφτά στον πατέρα μου να σταματήσει το καρότσι.
Στην Ελλάδα ήρθα εικοσιδύο χρονών. Το 2002. Είμαι έντεκα χρόνια εδώ. Διάλεξα την Ελλάδα γιατί ήταν το μόνο εύκολο. Γερμανία δε μπορούσα να πάω. Μετά, απ' την Ελλάδα μπορούσα να πάω όπου ήθελα, στην Ιταλία ας πούμε, αλλά γιατί να πάω; Εδώ οι άνθρωποι είναι όλοι καλοί κι όλο «αγάπη μου» σε λένε άμα είσαι κι εσύ καλός και χαμογελαστός.
Έδωσα χίλια δολάρια από Πακιστάν μέχρι Τουρκία. Πούλησα το σπίτι μας, μου δώσανε μερικά φίλοι και τα υπόλοιπα λίγα –λίγα.
Ξεκίνησα με άλλους εφτά μέσα σε ένα λεωφορείο και στο τέλος γίναμε πενήντα σε δύο λεωφορεία. Στα σύνορα με το Ιράν μάς αφήσανε. Μείναμε εκεί δύο μέρες. Και όλο περιμέναμε και όλο αυτοί μιλούσαν στα τηλέφωνα μεταξύ τους και ρωτούσαν: «Ήρθε ο σωστός ο αστυνομικός ή ακόμα;». Δηλαδή ο αστυνομικός που να παίρνει τα δικά τους χρήματα. Αλλά μπορεί αυτός ο αστυνομικός να κάνει μέρες να έρθει. Εγώ όλο σκεφτόμουνα: «πότε θα φτάσω – πότε θα φτάσω» και παρακαλούσα να μη μας πιάσουν οι άλλοι οι αστυνομικοί, οι κανονικοί. Άμα σε πιάσουν δε σου κάνουν τίποτα, απλά σε στέλνουν πίσω, αλλά αν αυτό γίνει τρεις φορές, δηλαδή να σε πιάσουν τρεις φορές, τα χάνεις τα χίλια δολάρια. Είχα ένα φίλο που ήταν τόσο άτυχος που το έπαθε αυτό.
Όταν φτάσαμε στα σύνορα με την Τουρκία μάς αφήσανε τρεις μέρες σ' ένα μέρος μαζί με αρνιά. Στην Τουρκία δούλεψα τρεις μήνες ράφτης αλλά πολύ λίγα τα λεφτά. Λίγο περισσότερα από την πατρίδα μου.
Για να έρθω από Τουρκία - Ελλάδα πλήρωσα κι άλλα οχτακόσια ευρώ. Λίγα –λίγα. Δεν τα δίνουμε όλα αμέσως σ' αυτόν που μας φέρνει γιατί δεν τα έχουμε και ούτε τον ξαναβλέπουμε ποτέ μετά αυτόν. Τα δίνουμε λίγα –λίγα στους δικούς του. Παντού έχουν δικούς τους αυτοί που σε φέρνουν. Μπορεί να αργήσεις, θα σε περιμένουν, αλλά θα τους ξεπληρώσεις.
Στην πρώτη μου δουλειά στην Ελλάδα μου δίνανε ενάμισι ευρώ την ώρα. Με κλέβανε. Ένας Σύριος. Και Μουσουλμάνος. Ακόμα μου χρωστάει λεφτά. Μετά άρχισα να δουλεύω με τρία ευρώ σε μια βιοτεχνία που είχε κάποιος από Πακιστάν. Δώδεκα ώρες δουλεύεις και κάνουμε διάλειμμα μισή ώρα. Για το διάλειμμα δεν πληρώνεσαι και πληρώνεις εσύ για το φαγητό σου. Άμα δουλεύεις δώδεκα ώρες δε μπορείς να μη φας, ζαλίζεσαι, άμα δουλεύεις οχτώ παίρνεις έναν καφέ, ένα κρουασάν, εντάξει. Μετά άρχισα να δουλεύω σε ρέστοραν. Οκτώ ώρες – εικοσιπέντε ευρώ και Παρασκευή, Σάββατο - τριάντα. Στην αρχή ήμουνα λάντζα αλλά μετά έμαθα με το μυαλό μου να φτιάχνω όλα τα φαγητά που σέρβιρε κι έτσι έδιωξε όλους τους άλλους που ήθελαν ένσημα και κράτησε μόνο εμένα. Εγώ είμαι πολύ καλός μάγειρας τώρα. Ό,τι θέλεις εσύ σου φτιάχνω.
Το 2004 οι δικοί μου γυρίσανε ξανά πίσω στο Μπαγκλαντές γιατί στο Πακιστάν είχε συνέχεια απεργίες και καθόλου δουλειά. Τα εργοστάσια φύγανε από το Πακιστάν και πήγανε τώρα στο Μπανγκλαντές. Στο κάθε τέτοιο εργοστάσιο δουλεύουν εφτά χιλιάδες άτομα. Εκεί θα πάω κι εγώ τώρα που θα γυρίσω πίσω.
Το 2006 ο πατέρας μου πέθανε. Πενηνταεπτά χρονών. Όλοι στην πατρίδα μου μόνο μέχρι εξήντα χρονών πάνε, το περισσότερο. Αφού δουλεύεις από μικρό παιδί μέχρι τόσο κρατιέσαι.
Η μητέρα μου παντρεύτηκε ξανά. Άλλον άντρα. Δε θέλω να μιλάω με τη μητέρα μου. Δε μ' αρέσει. Δε με νοιάζει που παντρεύτηκε άλλον άντρα. Αυτό, αλήθεια, δε με πειράζει. Αλλά φύγανε μαζί κι άφησε τα τρία μικρά μου αδέρφια. Το μεγαλύτερο δέκα χρονών τότε. Αυτό δε μ' αρέσει. Τι θα κάνανε αυτά; Τι θα τρώγανε; Τι να κάνω τότε κι εγώ; Πάω πίσω στο Μπανγκλαντές. Αλλά εγώ έπρεπε να γυρίσω Ελλάδα να δουλέψω, δε μπορούσα να πάρω τρία μικρά παιδιά μαζί. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Παντρεύτηκα. Διάλεξα μια κοπέλα, τη Ντόλυ, χωρίς να πάρω καθόλου λεφτά, τίποτα, για να μένει μαζί με τα αδέλφια μου και να τα προσέχει.
Είμαι μουσουλμάνος. Κάθε άντρας μπορεί να παντρευτεί μέχρι εφτά γυναίκες. Αλλά αυτή η ιστορία ήταν για πιο παλιά, που είχανε και πιο πολλά λεφτά και μπορούσαν να ταϊσουν εφτά γυναίκες. Τώρα όλοι έχουν μυαλό και παίρνουν μία. Τώρα ανοίξανε το μυαλό και είναι καλύτερα.
Και αν πάρεις μία και πεθάνει ή δε σ' αρέσει, την αφήνεις και παίρνεις άλλη. Αλλά αυτό γίνεται παντού, σ' όλο τον κόσμο. Παίρνεις μία, δε σ' αρέσει, παίρνεις δεύτερη. Δεν είναι τίποτα κακό να πάρεις δεύτερη. Αλλά μέχρι εκεί.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια που έγινε η κρίση στην Ελλάδα, δε δουλεύω πια σε ρέστοραν, έκλεισε. Έχω τη θέση μου στο φανάρι που με βρήκες και βγάζω καλά λεφτά. Είκοσι ευρώ τη μέρα από το καθάρισμα στα τζάμια αλλά μου δίνουν και τα κλειδιά από τα αυτοκίνητα τους και τα πλένω ή τους κουβαλάω βαριά πράγματα, ό,τι μου ζητήσουν.
Η δική μου η γυναίκα επειδή είναι μικρή, δεν τη νοιάζει πολύ το σεξ, δε με θέλει πίσω. Μου λέει να μαζεύω λεφτά τώρα που μπορώ και να γυρίσω μετά να ανοίξω το δικό μου μαγαζί. Αλλά εμένα τα χαρτιά μου έχουν λήξει τρία χρόνια τώρα. Φοβάμαι. Την Αστυνομία. Αν με πιάσουν θα με κλείσουν πρώτα φυλακή και μετά θα με στείλουν εκείνοι πίσω. Γι' αυτό έχω πάντα μαζί μου το εισιτήριο μου. Βλέπεις; Το άλλο Σάββατο πρωί φεύγω. Τετρακόσιαπενήντα ευρώ το πλήρωσα επειδή είναι καλοκαίρι.
Τώρα όλα τα πράγματα και όλα τα φαγητά ανεβαίνουν τιμή στο Μπανγκλαντές. Για να ζήσει ένας άντρας με μια γυναίκα κι ένα παιδί και να τρώνε κανονικό φαγητό τρεις φορές τη μέρα, θέλουν δέκα ευρώ κάθε μέρα. Πριν δέκα χρόνια θέλανε τρία. Αλλά τώρα αρχίσανε και δίνουν δάνεια. Μπορεί άμα μου δώσουν δάνειο, εγώ να ανοίξω το δικό μου μαγαζί. Μπορεί να μη δουλέψω σε εργοστάσιο. Αλλά δε θέλω καθόλου να γυρίσω. Στην πατρίδα μου οι άνθρωποι είναι κακοί και δε θέλουν εσύ να προχωράς αν εκείνοι δε προχωράνε. Θέλουν όλοι να είναι φτωχοί. Από όλες τις χώρες που πέρασα, παντού οι άνθρωποι είναι κακοί και σε θέλουν φτωχό. Μόνο οι Έλληνες είναι τόσο καλοί άνθρωποι και σε βοηθάνε. Και τώρα αυτά που λένε για τη Χρυσή Αυγή, δεν ξέρουνε τι λένε. Οι περισσότεροι μέσα στη Χρυσή Αυγή δεν είναι Έλληνες κανονικοί, είναι Αλβανάκια, παιδιά από Αλβανούς που γεννήθηκαν εδώ. Αυτοί μας την πέφτουν. Και μόνο άμα σε βρουν μόνο σου. Από το Κέντρο χαμηλά, εκεί που μένω εγώ, ούτε που περνάνε ποτέ γιατί είναι γεμάτο με μαύρα παιδιά.
Πατρίδα είναι το μέρος που σε κάνει να χαμογελάς. Εκεί που νομίζεις ότι είσαι τυχερός. Αν μπορούσα, θα ήθελα να μείνω στην Ελλάδα μέχρι να γίνω πολύ γέρος και να πεθάνω εδώ. Μόνο αν παντρευτώ γυναίκα από Ευρώπη μπορώ να μείνω. Και δεν πειράζει που είμαι παντρεμένος, δεν το γράφει το διαβατήριο μου. Δε θέλω να γυρίσω.»
σχόλια