Λαμπρή 1992
Επέμενε ο εις εκ των Έξι, πασχαλιάτικα, ότι είχε δίκιο ο άγνωστός μας, και άγνωστός του, που καθήμενος στην μπάρα άρχισε να βροντοφωνεί ότι ο μεν ένας Μαρσέλ, ο Ντυσάν, οδήγησε, μάλλον έτεινε να οδηγήσει, την Τέχνη στον όλεθρο, ο δε άλλος Μαρσέλ, ο Προυστ, εντέλει έσωσε την Τέχνη, ποντάροντας στη διάρκεια, κερδίζοντας το στοίχημα της ακροβασίας στο τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στην Παράδοση και την Καινοτομία, καίτοι έμεινε πάνω στο σχοινί και στο αέναο Πηγαινέλα.
Ο Βαγγέλης είχε συναινέσει να ανοίξει το Κατάστημα, και βρεθήκαμε και Κυριακή του Πάσχα, όπως και την Ανάσταση, στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου. Και οι έξι Έξι, και η Βίκυ των Έξι, και ο Λάμπρος Λιάγκος και εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου, και ο ζωγράφος της Νεοανανεωμένης Χαμοζωής, ο Τάσος Παυλόπουλος, και ο Άγνωστος Τύπος, εκείνος ο Παράξενος Ταξιδιώτης, που χθες, Σάββατο 25 Απριλίου, βάρεσε ένα παραλήρημα υπέρ του Προυστ και κατά του Ντυσάν, και μετά σιώπησε.
Ήρθε η γυναίκα του έκτου εκ των Έξι (αλφαβητικώς έκτου, του Σταθόπουλου) και μας έφερε κόκκινα αβγά και κάτι κοψίδια. Ο Βαγγέλης, ο πιο υπομονετικός ζωγράφος τζαζίστας μπάρμαν του Πλανήτη Γη, επελήφθη της υποθέσεως και ετοίμασε πιατάκια και μαχαιροπίρουνα. Ενεφανίσθη, καλώς πληροφορημένη από το αλάνθαστο ένστικτό της, η κοπέλα του τέταρτου των Έξι, του Μπαμπασάκη, και έφερε τσικουδιά Κρήτης και ψωμί. Άνοιξε η πόρτα κατά τις δύο το μεσημέρι και μπήκε μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, ολόιδια η Ανούκ Αιμέ σε διπλοτυπία με τη Ρόμυ Σνάιντερ και κάθισε δίπλα στον πέμπτο των Έξι, τον Παπαγιώργη. Γύρω στις έξι το απόγευμα έδωσε το παρών και ο Γιώργος Ξενάριος, λόγιος γκαραντί.
Εμείς, ο Λιάγκος κι εγώ, στήνοντας εκόντες άκοντες αυτί, ακούγαμε μεν τα πάντα αλλά δεν καταφέραμε μες στο πανδαιμόνιο το πασχαλιάτικο να εξιχνιάσουμε πού και πώς έκαναν Ανάσταση οι Έξι και με ποιους. Αν θυμάμαι σήμερα, είκοσι τόσα χρόνια μετά, κάτι από κείνη τη Λαμπρή του Χίλια Εννιακόσια Ενενήντα Δύο είναι ότι οι Έξι, και οι Έξι, μα την αλήθεια, έλαμπαν. Και έλαμπαν και οι γύρω τους.
Συνεχίζεται. Αύριο: Νυχτερινή Προσευχή, Ι
σχόλια