Ένας για Όλους, κι Όλοι για Έναν, παρά τους καβγάδες. Διότι, όπως έχει γράψει η Μαρία Μήτσορα είμαστε «το άνοιγμα στο αίνιγμα». Από τη Μεταπολίτευση του 1974 στην Εποχή του Χάους του 2014.
Λάμψη στη Ναφθαλίνη, Ι
Άκου, με τον Γιαννόπουλο αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, εκκωφαντική πες, θορυβώδη, τεθλασμένη, σκανδαλώδη, αινιγματική, πες ό,τι θες, πάντως παρέα, γερή παρέα, αρχίσαμε να κάνουμε από το 1984. Βέβαια, γνωριζόμασταν από πιο παλιά, λίγο μετά τη Μεταπολίτευση, πες, το χίλια εννιακόσια εβδομήντα εφτά να γνωριστήκαμε, αυτός να κουβαλάει την Πλατεία Αγίου Κωνσταντίνου και τον Κολωνό, εγώ να κουβαλάω το Πάρκο Αγίου Κωνσταντίνου και τον Βόλο, κι οι δυο να κουβαλάμε σπασμωδικά ποιήματα (δικά μας), μουσικές εξαίσιες και φωνές (άλλων), από έναν κατά φαντασίαν αλλά σάρκινο και παλλόμενο και ολοζώντανο και τρελό, εντελώς τρελό, πρώτο έρωτα, καθώς επίσης και οινόπνευμα και νικοτίνη.
Ποιήματα κυρίως κουβαλούσε ο Γιαννόπουλος. Μάνος Γιαννόπουλος. Ποιήματα και μουσικές εξαίσιες και φωνές. Εγώ κουβαλούσα, μολονότι ποιήματα άρχισα να γράφω, όχι, εγώ κουβαλούσα πεζά. Πεζά και εικόνες, σινεμά. Ο Γιαννόπουλος, στίχους. Εγώ, παραγράφους. Ο Γιαννόπουλος, Ρεμπώ Καβάφη Μπωντλαίρ Σεφέρη. Ο Γιαννόπουλος, Χατζιδάκι Σοπέν Σένμπεργκ Μαμαγκάκη. Εγώ, Χάκκα Καζαντζάκη Καραγάτση Σαμαράκη. Εγώ, Χορν Ρέντφορντ Νιούμαν Αλεξανδράκη. Αλλά και οι δύο, όπως έμελλε να διαπιστώσουμε πίνοντας, ανοίγουν εισαγωγικά, ως το φουκαριάρικο συκώτι μας, κλείνουν τα εισαγωγικά, αστερίσκος υποσημειώσεως, Καρούζος, Μονολεκτισμοί και Ολιγόλεκτα, έμελλε να διαπιστώσουμε λοιπόν ότι μας συνέπαιρναν και μας ταξίδευαν σε ένα αλλόκοτο εδώ και σε ένα ονειρικό τώρα, οι ίδιες εκείνες γυναίκες που συνέπαιρναν και ταξίδευαν και τον Ευτύχιο, ναι, τον γνωστό Ευτύχιο, τον ξακουστό περιλάλητο θρυλικό Ευτύχιο, ένας είναι ο Ευτύχιος της Ελληνικής Προμεταλογοτεχνίας, , ναι, μας συνέπαιρναν οι ίδιες ladies λοιπόν, που εμείς τις λέγαμε «λάμψεις».
Οι ladies αυτές ήσαν εκείνες που μας έκαναν να σπεύδουμε στην μπάρα και να καταβυθίζουμε το είναι και τον χρόνο μας, το Sein και τον Zeit μας, σε απανωτά ποτήρια ουίσκι (σημείωσις: ενίοτε και βότκα) ώστε να συνδεθούμε με την ουσιωδέστερη ουσία και ύπαρξη, με τους μυχούς του μέσα, με τις πλέον εσώτερες πτυχές αυτών των ladies, διότι αυτό μας έκανε το ουίσκι, ενίοτε και η βότκα, μας έκανε να συνδεόμαστε με τον πιο μέσα εαυτό, με το ματ και το βελούδο αυτού που εμφανιζόταν ως στιλπνότητα και ως λάμψη. «Λάμψεις» οι ladies. Και τις λέγαμε «λάμψεις» από ένα ποίημα του Γιαννόπουλου, την ιστορία του οποίου αξίζει να σου διηγηθώ αλλά όχι σήμερα, αργότερα. Γράφει, δηλαδή έγραψε, ο Γιαννόπουλος (δεκαετίες πριν): «Ακούω τη φωνή σου/ δεν έχω δάκρυα να σ’ αγαπήσω/ Σ’ ένα ταξί αφήνοντας χιλιόμετρα γίνομαι κλέφτης κρύβομαι πεθαίνω με τον οδηγό».
Το ποίημα φέρει τον τίτλο «Λάμψη στη ναφθαλίνη». Το φιλολογικό (πού ακούστηκε, εγώ, ο Οδυσσέας Γεωργίου να καταφεύγω στη φιλολογία!), τέλος πάντων, ναι, το φιλολογικό αίνιγμα του ποιήματος έγκειται στον τίτλο, καθότι το ποίημα εξαφανίστηκε αμέσως μετά τη δημοσίευσή του σε ένα βραχύβιο έως ανύπαρκτο περιοδικό παραφρόνων που εξαφανίστηκαν και αυτοί άλλωστε, ωστόσο κάτι χρόνια μετά επανεμφανίστηκε ο τίτλος, «Λάμψη στη Ναφθαλίνη», ως τίτλος ποιήματος, άλλου, εντελώς διαφορετικού και άλλου, ποιήματος, και μάλιστα όχι του Γιαννόπουλου αλλά άλλου, εντελώς διαφορετικού και άλλου, ποιητή, εν προκειμένω δε, ποιήτριας.
Θα διευκρινιστούν όλα αυτά, θα τα διαυγάσουμε, άπλετο φως θα ρίξουμε, λάμψη, λάμψη, λάμψη στη ναφθαλίνη του χρόνου, στη ναφθαλίνη που κράτησε μακριά τον σκόρο, τη φθορά. Άνοιγμα θα επιχειρήσουμε, άνοιγμα στο αίνιγμα, κι άλλο αίνιγμα, σ’ το λέω εγώ, για μας από το αίνιγμα του χρόνου και της φθοράς ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει.
Συνεχίζεται. Αύριο: «Λάμψη στη ναφθαλίνη, ΙΙ»
σχόλια