Le mot juste
«Αλλιώς τα πίνεις στον Ένοικο, στην Καλλιδρομίου, κι αλλιώς στο Σαιν Ζερμαίν. Και τώρα που είπα Σαιν Ζερμαίν, έρχομαι να πω, να δηλώσω μάλλον, να ορκιστώ κιόλας, ότι δεν το ξανακουνάω από δω, ρούπι δεν το κουνάω, η ζωή δεν είναι καρτ-ποστάλ, αλερετούρ, σύρε κι έλα, όχι, κύριοι, όχι, κυρίες μου, δεν θα απομακρυνθώ ποτέ ξανά από την Καλλιδρομίου, θα εγκατασταθώ στην Καλλιδρομίου, θα είναι σπίτι, εστία, κονάκι, γιατάκι, οίκος, η Καλλιδρομίου, και η Λέξη θα είναι Θάλπος», άκουσα τον Μπαμπασάκη να λέει, εγώ ο Οδυσσέας Γεωργίου, ενώ τα έπινα στην μπάρα παρέα με τον Λάμπρο Λιάγκο (εγώ ιρλανδέζικο, ο Λάμπρος τεκίλα), και πιο δίπλα, στη γωνία της μπάρας, έπινε αμίλητος βότκες ο Ζωγράφος, ο Μεταντανταϊστής Μαιτρ, ο Τάσος Παυλόπουλος.
«Τι ‘θάλπος’, λέει! Η λέξη είναι ‘δίνε του’, είχε πει ο Καρούζος μια φορά που τον ζάλιζε ένας της Γενιάς του Εβδομήντα», άκουσα, εγώ ο Οδυσσέας Γεωργίου, εκείνο το βράδυ (Αύγουστος ήτανε;, δεν ήτανε, θαρρώ), να λέει ο Παπαγιώργης, ο οποίος, κάθε βράδυ και με κάθε ευκαιρία (γιατί λέω «Κάθε βράδυ»;, και κάθε μέρα, και κάθε μεσημέρι, και κάθε απόγευμα, και κάθε αυγή, σαν το μαύρο γάλα της αυγής), έσκωπτε ποίηση και ποιητές, ιδίως της Γενιάς του Εβδομήντα που ήταν και γενιά του. Δεν τους άντεχε.
«Κυριελέησον, κι όχι δίνε του», άκουσα/ακούσαμε τον Σταθόπουλο να λέει.
Οπότε ο Λάγιος, που ναι μεν ήταν ποιητής αλλά ήταν και τζουκμπόξ και τα ήξερε όλα απέξω διότι διέθετε φωτογραφική μνήμη συν τοις άλλοις, σκάλισε λίγο στο ορυχείο εντός του, και δεν άργησε να φέρει στην επιφάνεια του νου του, στην οθόνη που ήταν από γεννησιμιού του εγκατεστημένη στο μέσα του, ένα ντοκουμέντο που του είχε εμπιστευθεί ο Αρανίτσης (σα να λέμε ο Πρώτος των Έξι Με Αλφαβητική Σειρά) για να το επιμεληθεί φιλολογικώς ώστε να ενταχθεί στο ΠΤ (Παραλήρημα Τεκμηρίωσης) Ιστορίες Που Άρεσαν Σε Μερικούς Ανθρώπους Που Ξέρω και να εκδοθεί από τις εκδόσεις Ίκαρος (καμία σχέση με τον Μπαμπασάκη), το χίλια εννιακόσια ενενήντα πέντε.
Εκεί στον Ένοικο, εκεί στην Καλλιδρομίου, οινοβαρής αλλά αίθριος, με σμαραγδένια μάτια, πανέμορφα, και φωνή βραχνή σαν προσευχή του Σωφρόνιου, ο Λάγιος, χωρίς να έχει ζητήσει την άδεια του Αρανίτση, και έχοντας μπερδέψει καθήκοντα, ημερομηνίες, εκδοτικούς οίκους, ρου της συζητήσεως, και ειρμό εν γένει, άρχισε από στήθους να απαγγέλλει:
«Κάποιος που έψαχνε για τη λέξη των λέξεων, τη λέξη που περιέχει τα πάντα και που μέσα της το σύμπαν ολόκληρο αιωρείται σαν κρεμαστός κήπος, εν ολίγοις τη Λέξη που ψάχνει κάθε ποιητής, συνάντησε ένα βράδυ στην ταβέρνα του Ντόλου τον Νίκο Καρούζο κι αφού ήπιαν μερικά ποτήρια και ήρθαν στο κέφι τού λέει σ’ έναν τόνο ξαφνικά επιτακτικό: ‘Ή μου αποκαλύπτεις τη Λέξη ή κόβω το κάπνισμα εδώ επί τόπου. Διάλεξε!’ Ο Καρούζος, μοιραίως βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Τότε, για να τον ξεφορτωθεί, κι αφού προσποιήθηκε έναν σύντομο δισταγμό, σκύβει και του λέει στ’ αφτί ψιθυριστά: ‘Η Λέξη είναι Κυριελέησον… Και τώρα δίνε του’. Όπερ και εγένετο».
[Πρέπει να πούμε ότι ο τίτλος του ντοκουμέντου είναι «Η Γενιά του ’70».]
Συνεχίζεται. Αύριο. Συνεστίασις
σχόλια