Lost in Music
Ο Οδυσσέας Γεωργίου, μετακινούμενος αενάως, και σπασμωδικώς, ανάμεσα στο νυν και το τότε, στο βαθύ παρόν και στο βαθύ παρελθόν, δηλονότι ένας αλάνης του χρόνου, δύναται και ημπορεί να μετακινεί εντός του όγκους συμβάντων και γεγονότων με την ίδια ευκολία που επεδείκνυε νυχθημερόν στα μπαρ και εις ταις ταβέρναις (ομνύει και μαλακίες, όλο στα μπαρ και σταις φοβεραίς ταβέρναις ήσαντε οι του παρόντος ψυχωφελούς μυθιστορήματος άσωτοι ρεμπεσκέδες), που επεδείκνυε, λοιπόν, στα καταγώγια της καταγωγής, και στα μεταμοντέρνα καπηλειά, ο Ευτύχιος Σκυλίτσης όταν αγόρευε αίφνης περί της τέχνης του χαϊκού και αντί για καμιά δεκαριά συλλαβές, όσες πιάνει ένα χαϊκού σα να λέμε, ρητόρευε επί επτάωρο, ένα γεμάτο, και γαμάτο, επτάωρο και βάλε, περί του τι εστί χαϊκού και πόσο σημαντική είναι η τέχνη του χαϊκού και δεν μπορεί όποιος να ’ναι να κάνει χαϊκού με ό,τι να ’ναι, κύριοι, και τα λοιπά.
Ο Οδυσσέας Γεωργίου, μετακινούμενος αενάως, ο αλάνης του χρόνου, ανάμεσα στην αμούστακη εφηβεία και στην ψιλορημαγμένη (με έμφαση στο ψιλό – μην ξεπέσουμε και σε τίποτα αυτολυπήσεις και οικτιρμούς), ψιλορημαγμένη λοιπόν παροντικότητα, καταφέρνει να ακούει, σχεδόν ταυτοχρόνως, ένα είδος Ειρηναίου Φούνες είναι άλλωστε, πολλά τραγούδια σημαδιακά και για την αμούστακη εφηβεία και για την ψιλογαμημένη (με έμφαση στο ψιλό και τα λοιπά) παροντική κατάσταση και ενθαδικότητα. Δηλονότι, μπορεί ο μπαγάσας να ακούει από το ένα αυτί το άσμα Goodbye Yellow Brick Road και από το άλλο το έπος Hurricane, και μυχίως να ακούει και το σπαρακτικά αγέρωχο Working Class Hero, ενώ δεν χάνει νότα από το Selling England by the Pound. Κι αυτά ενώ στο μαγεμένο το μυαλό του φτερουγίζει άγρια ο στίχος «Σήκω ψυχή μου/ Δώσε ρεύμα/ Βάλε στα όργανα φωτιά/ Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα/ Η τρομερή μας η λαλιά».
Ο Οδυσσέας Γεωργίου, ο αλάνης του χρόνου, στιγμή δεν έχανε τα λογικά του καίτοι χαμένος στου χρόνου τα χρώματα αλλά και στις χωματερές, καθότι τυγχάνει, ο ίδιος ο Γεωργίου, ο Οδυσσέας, και ρακοσυλλέκτης στιγμών, αλλά και σαβουρογάμης αναμνήσεων, δηλονότι γλεντούσε ανέκαθεν το να του έρχονται αναμνήσεις κι ας είναι ό,τι αναμνήσεις να ’ναι, και μολαταύτα στιγμή δεν μπερδευόταν σ’ όλο αυτό το χρονομπάχαλο μα διατηρούσε μια λογική των γεγονότων, πάντα, ναι, πάντα κρατούσε μακριά του τη διασάλευση των αισθήσεων, δηλονότι απείχε αυστηρά από τα drugs κάθε λογής και από τα κελεύσματα της τρέλας, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε ο Rimbaud. Τον άκουγες, φέρ’ ειπείν, τον Γεωργίου να λέει απολύτως νηφάλιος κι ας είχε πιει μια αρμάδα ρούμι: «Ο Ναπολέων ήταν σπουδαίος στρατηλάτης, καίτοι αυτός δεν είναι επαρκής λόγος να σπάμε τα έπιπλα». Να λέει, επίσης, απευθυνόμενος σε έναν μπάρμαν ανεπίληπτο, με παπιγιόν, ευσταλή και με άψογη χωρίστρα: «Καλώς ή κακώς, οφείλουμε εμείς να πιούμε άλλον έναν γύρο και εσείς, φίλτατε Δεληπέτρου, οφείλετε να μας σερβίρετε άλλον έναν γύρο». Ή, πάντα με αράγιστη φωνή: «Επαναλαμβάνω και απαιτώ να γίνω κατανοητός: Η καμπαρτίνα είναι ύφασμα, και η μπουγάτσα είναι φύλλο».
Ο Οδυσσέας Γεωργίου, αλάνης του χρόνου, δηλονότι φερέοικος καυσοκαλύβης και Πλακιώτης Μανχατανάς (ως είχε πει παλαιότερα ο Νικόλας Κάλας, το ίνδαλμά του), δεν ήταν δυνατόν να περάσει μέρα χωρίς ν’ ακούσει τρεις φορές του While my Guitar Gently Weeps, πέντε φορές το Ζεϊμπέκικο του Σαββόπουλου, δύο το Gimme Shelter, και μία και να καίει το Famous Blue Raincoat. Ταυτοχρόνως, άκουγε πάντα το Hey Joe, στην αρχή με τον Jimmy Hendrix και, όσο ωρίμαζε, με τον Nick Cave. Τώρα, ξανακούει την πιο αθώα, αν και πιο άγρια, εκδοχή, δηλονότι το ακούει με τον Jimmy Hendrix.
Συνεχίζεται. Αύριο: Στο Night Club των Συνειρμών
σχόλια