Tις προάλλες πήγα για φαγητό με την P. μια Ιταλίδα 27 χρονών που έχει γίνει η πιο κολλητή μου φίλη στο Λονδίνο. Μασουλώντας τα κουνουπίδια από το Planet Organic, μου εξομολογήθηκε ότι έχει πάρει πια τις αποφάσεις και δεν τη νοιάζει τίποτα, ούτε το credit crunch, ούτε η αγγλική κατάθλιψη. Αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά της και να γυρίσει το κόσμο με το αγόρι της. Μετά θα γυρίσει για να κάνει ενα διδακτορικό στη φιλοσοφία του χορού. Τη δεχτήκαν στο πανεπιστήμιο του Durham.
Καθώς μιλάει την κοιτάζω λίγο υπνωτισμένος. Δεν είναι η μεσημεριάτικη ραστώνη, δεν είναι που φυσάει ανοιξιάτικο αεράκι. Είναι που βλέπω πως έχει χωνευτεί στα μάτια της η εμπειρία της επιλογής, της θυσίας και του ρίσκου: η πολιτική της ύπαρξης δηλαδή. Η P.ξέρει πολύ καλά πως είναι να ζεις χωρίς φράγκα στο Λονδίνο. Πριν δυο χρόνια έτρεχε από κατάληψη σε κατάληψη, ξημεροβραδιαζόταν σε ταράτσες, έκλεβε φαγητό από το Planet Organic, μάζευε τα λαχανικά που έμεναν από τη λαϊκή αγορά στην Covent Garden, βουτούσε βιβλία από το Waterstones και ποτήρια από τις pub. Μια φορά φόρα κόντεψαν να τη συλλάβουν για παράνομη χρήση βεγγαλικών, μια άλλη κάτι γουρούνια μπράβοι μπήκαν στο σπίτι που είχαν καταλάβει και γλίτωσε το ξύλο παρατρίχα (όπως περίπου γίνεται στην αρχική σκηνή του ‘Ωραίο μου πλυντήριο’)
Μετά έζησε για μήνες σε ένα μικρό κατειλημμένο σπίτι στο Elephant and Castle, χωρίς ζεστό νερό και ηλεκτρικό όπου αρρώσταινε κάθε εβδομάδα με αποτέλεσμα να αρχίσει να εξαϋλώνεται. Τσακωθήκαμε. Την έχασα. Έφυγε. Τα ξαναβρήκαμε. Και μετά εκείνη βρήκε μια διοκητική δουλειά στο Πανεπιστημίο του Λονδίνου, με καλά λεφτά.. που μετά από ενάμισι χρόνο και αφού της ανακοίνωσαν τη μονιμοποίηση της, ...αποφασίζει να αφήσει. Είναι σαν να αφήνεις δουλειά δημόσιου υπαλλήλου: αν το δήλωνε αυτό στη θεία μου θα την έσερνε με χειροπέδες στο ψυχίατρο, τον παπά και τον εξορκιστή (με αυτή τη σειρά). Βγάζω τη θεία μου από το τοπίο και επιστρέφω στην P. και μια φίλη της, η J. που μπήκε ξαφνικά στο Planet Organic και την αγκαλιάζει γεμάτη ενθουσιαμό και τρυφερότητα. Συστηνόμαστε και καθώς προχωράμε προς το πάρκο θυμάμαι που την ξέρω: πριν μερικά χρόνια ζούσε στη μεγάλη κατάληψη της Russel Square. Το θυμάμαι καλά, μια νύχτα που όλα τα παιδιά έιχαν πάρει Acid και θέλαν να περπατήσουμε από το κέντρο μέχρι το Brixton, ήταν η μόνη που (παρά το συντονισμό της με τη γενική ατμόσφαιρα πτήσης) προειδοποιούσε για το αδύνατον του εγχειρήματος. Τελικά δεν κάναμε ούτε τη μισή διαδρομή. Περάσαμε τη Waterloo bridge και αράξαμε στο ποτάμι.
Θυμάμαι ότι τότε είχα μια βαθειά δυσπιστία για όλα αυτά.. σκεφτόμουν ότι όπως η P. (που οι γονείς της είναι εύποροι) έτσι και πολλά από κείνα τα παιδιά παίζαν εκ του ασφαλούς..όπως τόσοι και τόσοι εύποροι χίπις στην Αθήνα.. φελλοί του περιθωριακού lifestyle, ρετρό βρικόλακες της παρακμής, με σπίτι στο Κολωνάκι και το Μαρούσι...και φίλους στον ημερήσιο τύπο, στα σαλόνια και στις καταλήψεις. Βλέποντας όμως τη J. αλλάζω άποψη: η J. όπως και μερικά άλλα παιδιά εκείνης της παρέας, άφησε τη χημική θαλπωρή του Λονδίνου και πήγε να δουλέψει σε ένα relief organization στην Παλαιστίνη. Έχει ήδη φάει μια σφαίρα στο πόδι εν ώρα υπηρεσίας και τώρα δουλεύει στα ασθενοφόρα γιατί πολλοί από τους paramedics σκοτώθηκαν. Μας λέει ότι στην Παλαιστίνη είχαν φοβερές απώλειες σε ιατρικό προσωπικό και οι Ισραηλινοί εξακολουθούν να παρακωλύουν την εισροή ιατρικής βοήθειας. Λέει ότι προτιμά να δουλεύει στο ασθενοφόρο παρά να γράφει δελτία τύπου.
Η ηρεμία και η γλυκύτητα στους τρόπους της με ηρεμούν. Μας συστήνει σε δυο φίλους της που είναι ντυμένοι πολύχρωμα: τρικολόρε λεπτόλιγνες υπάρξεις που από μακριά μοιάζουν σα διαφημιστικές λεζάντες μανάβικου, σαν σάπιοι απόγονοι της Φρουτοπίας. Καθώς απομακρυνόμαστε από την παρέα, οι ζαλισμένες μέρες των καταλήψεων υποχωρούν και επιστρέφουν πάλι μέσα από τα σχόλια της P. Μου λέει ‘Αγαπάω τη J. είναι ένας αληθινός άνθρωπος ..όχι όμως και οι φίλοι της..τους είδες.. σε ρωτάν τι κάνεις .. χωρίς πραγματικά να εννοούν την ερώτηση τους.. δεν είναι ουσιαστικά φιλικοί, είναι ψεύτικα όντα των.. αγγλικών καταλήψεων’.. Θέλω να της πω ότι και των ελληνικών έτσι είναι..δεν είναι εθνικό το θέμα..
Καθώς πέφτει ο απογευματινός ήλιος πάνω μου σκέφτομαι μια παλιά συνέντευξη του Αλέξανδρου Μπίστικα στο 01..την είχα διαβάσει στα 15 μου.. έλεγε ότι νοσταλγούσε τις μέρες των καταλήψεων στην Αγγλία, όταν έκανε μπάνιο σε σπίτια με παραβιασμένες κλειδαριές .. ‘Οταν τα έλεγε αυτά νοσηλεύονταν από aids στον Ευαγγελισμό. Ξαφνικά φοβάμαι ότι η J. θα πεθάνει όπως πέθανε ο Μπίστικας...και ότι ο θάνατος είναι εξίσου τραγικός αν είσαι φτωχός ή πλούσιος, αν πας από σφαίρα ή από από μια συνουσία. ‘Ομως σκέφτομαι επίσης ότι o Μπίστικας είχε προνομιακή ανατροφή και αρκετή προβολή από τα media.., ενώ πολλοί άλλοι ταλαντούχοι άνθρωποι πέθαναν στην αφάνεια... αν η J. πεθάνει δεν θα έχει πολλές πιθανότητες να γίνει γνωστή... Περισσότερες πιθανότητες δόξας θα έχει ισως κάποιο αντιπαθητικό μέλος της παρέας της, κάποιο καλοθρεμμένο παιδί, απόφοιτο της Rada, που θα υποδύονταν τη J. σε μια ταινία που θα τιμούσε τη μνήμη της...
Σκέφτομαι ότι η πολιτική εισχωρεί έτσι απρόβλεπτα στην ονειροπόληση της νεότητας.. Κάποια στιγμή ξυπνάς και δεν βλέπεις ήρωες και περιπέτειες, μόνο πλούσιους και φτωχούς, ψωνάρες και fashion victims, προνομιούχους και μη προνομιούχους…οι πρωταγωνιστές της bohemia είναι παρα-προϊόντα της άρχουσας τάξης: ευϋπόληπτα παράσιτα. ‘Οταν ξανα-παραδοθείς στον ύπνο όμως, ξαναβρίσκεσαι στην κατάληψη της Russel Square, o Μπίστικας είναι παιδί της ηλικίας σου, παίρνετε acid μαζί και σώζετε τον κόσμο..και δεν σε πειράζει καθόλου που στα 30 σου, όταν μετά βίας ξέρεις να δένεις τα κορδόνια σου, βλέπεις τα άλλα παιδιά της γης κάνουν το γύρο του κόσμου...
σχόλια