Η γυναίκα καιγόταν και οι Ελληνάρες την κλέβανε (Εξάρχεια, Σάββατο 14 Μαΐου)
Γωνία Καλλιδρομίου και Χ. Τρικούπη, υπάρχει ένα παλιό και γνωστό καφενείο «Η Μουριά»που χρόνια τώρα, κυρίως τα Σάββατα, μαζεύει κόσμο υποτίθεται με άποψη, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Εγώ συχνά πυκνά κατεβαίνω εκεί, γιατί επιπλέον μπροστά στη «Μουριά» και σε όλο το μήκος της Καλλιδρομίου, γίνεται και μια απ’ τις καλύτερες και μεγαλύτερες Λαϊκές με μπόλικη πραμάτια και πολύ κόσμο, κι εμένα κάτι τέτοια να πω τη μαύρη μου αλήθεια μ’ αρέσουνε. Έτσι, λοιπόν, αυτό το Σάββατο αποφάσισα να κατέβω.
Ήταν περίπου 12.30, όταν ανεβαίνοντας τη Χ. Τρικούπη και βρισκόμενος στο ύψος του πεζόδρομου της Μεθώνης, κάπου 50 μέτρα πριν την Καλλιδρομίου, ακούω μια τρομερή έκρηξη, με φλόγες, καπνό και φωνές. Πλησιάζοντας, βλέπω μια μηχανή πεσμένη στο ρείθρο του πεζοδρομίου μπροστά στο καφενείο, λαμπαδιασμένη, κι η φωτιά από την έκρηξη να κατευθύνεται προς τους γωνιακούς ανθοπώλες, καίγοντας ανθρώπους και τέντες.
Χώθηκα γρήγορα μες στο καφενείο, όπου από μιαν άκρη κοίταζα έντρομος τον απέναντι ψαρά και τον κρεοπώλη, να προσπαθούν με ντενεκέδες γεμάτους νερό, να σώσουν τους ανθρώπους που καίγονταν, ενώ κάποιοι άλλοι με λάστιχα «πότιζαν» τη μηχανή που εξακολουθούσε να καπνίζει, (με το σωληνάκι της βενζίνης τραβηγμένο!) και τις τέντες, που φλεγόμενες είχαν πέσει πάνω στο σωρό απ’ τα καμένα γλαστράκια και λουλούδια.
Ένα νοσοκομειακό ήρθε «κελαηδώντας», έβαλαν μέσα μια γυναίκα που θα έπρεπε να ‘ταν η ανθοπώλης της γωνίας, κι έναν άντρα, αλλά αυτόν σε κατάσταση τραγική. Τους πήρε και τους δυο κι έφυγε. Από κοντά έφυγε κι η Πυροσβεστική. Οι κουκουλοφόροι προ πολλού είχαν πετάξει τις κουκούλες στον πεζόδρομο της Μεθώνης κι είχαν εξαφανιστεί. Κι ενώ η υπόλοιπη Λαϊκή στο βάθος ξανάβρισκε το ρυθμό της, με τα ΜΑΤ ακίνητα – αυτοί δε φύγανε – στραμμένα προς τα ντουβάρια των σπιτιών, όπως κάνουν και στα γήπεδα που κοιτάνε τις κερκίδες, μια νέα λάμψη ήρθε να φωτίσει το παράξενο αυτό τοπίο αλλά αυτή τη φορά ήταν «η φλόγα της Ελληνικής λεβεντιάς». Η αφύπνιση του Νεοέλληνα.
Ούτε αλλοδαποί ούτε μετανάστες. Έλληνες ήταν. Γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες, που άρχισαν δειλά – δειλά να προχωράνε κάνοντας κύκλο γύρω απ’ το σωρό με τα πεταμένα γλαστράκια και τα μισοκαμένα λουλούδια της γυναίκας που ‘φυγε με τ’ ασθενοφόρο. Κοίταζαν γύρω αν τους βλέπουν, κοιτιόντουσαν και μεταξύ τους κάνοντας νοήματα του στυλ «…πάρε εσύ πρώτος!… Όχι, εσύ καλύτερα…!» κι άρχισαν δήθεν αδιάφορα να πλησιάζουν, άλλοι διαλέγοντας τα καλά κι άλλοι κλωτσώντας και παραμερίζοντας τα καμένα, μέχρι που στο τέλος φεύγανε και ξανάρχονταν απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα, φέρνοντας ολόκληρα καφάσια που τα γέμιζαν και τα ξαναγέμιζαν με γλαστράκια και λουλούδια, σαν τα όρνια που ορμάνε από ψηλά ν’ αρπάξουν ό,τι προλάβουν ν’ αρπάξουν απ’ το ψοφίμι.
Με ποιόν να είμαι;… «Αυτό το μεσημέρι, παρέμεινα εις τα όρη».
σχόλια