Τον παλιό καιρό που στο Περιστέρι είχε αλάνες, ο μικρός Νίκος με το ξύλινο σπαθί του μεγάλωνε φτωχικά στο σπίτι της γιαγιάς του. Οι γονείς του ήταν μετανάστες στη Γερμανία, κι αν κρίνει κανείς απ’ τις αναμνήσεις του (βλ. «Στο Περιστέρι με ξέρουν όλοι οι μαντρότοιχοι απ’ τα συνθήματα που έγραφα»), η γιαγιά δεν πρέπει να καλοπέρασε παρέα με το άτακτο εγγόνι. Τουλάχιστον, μέχρι το «Ξεκίνημα». Βλέπετε, περίπου όπως ο Δον Κιχώτης αποφάσισε μια μέρα πως είναι ιππότης, έτσι κι ο μικρός Νίκος διάλεξε ένα πρωί να γίνει τροτσκιστής. Και σε αντιδιαστολή με το Δον Κιχώτη, κανείς δεν τον περιγέλασε.
Αντιθέτως, βρήκε μια ζεστή, τροτσκιστική αγκαλιά στην ομάδα «Ξεκίνημα». Μαζί της πέρασε τις πύλες του ΠΑΚ το 1978. Τις πύλες της ΔΕΗ ως εναερίτης το 1986. Και τις πύλες του παραδείσου της ΓΕΝΟΠ, όπου του έμελλε να γίνει ο πρώτος τη τάξει ΔΕΗτζής. Κάπου εκεί, ο Νίκος Φωτόπουλος κι ο Δον Κιχώτης απέκτησαν περισσότερα κοινά απ’ το πρώτο γράμμα στο όνομα της αγαπημένης τους. Ο ένας μισούσε όποιον εχθρευόταν τη Δουλτσινέα, κι ο άλλος όποιον σκεφτόταν το κακό της ΔΕΗ. Κι έτσι ο Ν. Φωτόπουλος έφτασε να στέλνει εχθρικά sms στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που απεργάζονταν την πώληση της αγαπημένης του: «Εγώ», τους έγραφε, «πριν από 32 χρόνια μπήκα στο ΠΑΣΟΚ για να αλλάξουμε τον κόσμο»!
Πριν από 32 χρόνια: τότε που ο πρωθυπουργός μας με μια κιθάρα γύριζε τη «route 66». Τότε που ο σημερινός υπουργός Προστασίας του Πολίτη φώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Και τότε που ο μέσος λογαριασμός της ΔΕΗ ήταν 500 δραχμές - δηλαδή, ενάμισι ευρώ.
Σ’ αυτά τα 32 χρόνια, ο κόσμος πράγματι άλλαξε. Μόνο που όπως συνήθως συμβαίνει στους Δον Κιχώτες, ο κόσμος άλλαξε με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που ονειρευόταν ο κ. Φωτόπουλος. Πάρτε για παράδειγμα το πούρο του Τσε Γκεβάρα στο κάδρο του γραφείου του: είναι το τελευταίο επαναστατικό πούρο σε ολόκληρη τη ΔΕΗ. Ολα τα υπόλοιπα, κρέμονται σε χείλη καλοζωισμένων συνδικαλιστών. Αλλά εκεί ακριβώς είναι και η διαφορά του Δον Κιχώτη με τον απλό άνθρωπο: όταν οι άλλοι κοιτούν με απαξίωση τον κοντόχοντρο Σάντσο Πάντσα που καπνίζει πούρο καβάλα στον γάιδαρο του lifestyle, ο Δον Κιχώτης συνεχίζει να βλέπει έναν πιστό κι αριστοκρατικό ιπποκόμο.
Κι έτσι, ο Ν. Φωτόπουλος έχει την πολυτέλεια να επιμένει δονκιχωτικά. Με το «Κεφάλαιο» του Μαρξ σαν τη Βίβλο στο συρτάρι του, με τον Τρότσκι, το Βελουχιώτη και τον Τσε στην πινακοθήκη πάνω απ’ το γραφείο του, με την προφορά της Αμαλιάδας να προσθέτει ονομασία προελεύσεως στα ξεσπάσματά του, ο κ. Φωτόπουλος συνεχίζει να προτιμά τον Ανδρέα από τον Γιώργο Παπανδρέου, και σε κάθε ευκαιρία σηκώνει τα μανίκια του Lacoste πουκαμίσου του για ν’ αδειάσει τα σακιά με τον λιγνίτη έξω απ’ το υπουργείο Ανάπτυξης. Τι κι αν βοήθησε το 2007 στη μεγάλη εσωκομματική σύγκρουση που ισοπέδωσε τις φιλοδοξίες του Ευ. Βενιζέλου; Τώρα, σε αντίθεση με άλλους συνδικαλιστές (όπως ο φίλος του, ο Γ. Παναγόπουλος για τον οποίο στη ΓΣΕΕ σκέφτονται να βγάλουν amber alert), ο κ. Φωτόπουλος έχει βγει πάλι στην καμινάδα της ΔΕΗ.
Είναι ίσως αυτό που έλεγε ο Θερβάντες για το Δον Κιχώτη: «Τον έχει καταλάβει η βεβαιότητα πως ο κόσμος χρειάζεται επειγόντως την παρουσία του». Και καθόλου δεν υπολογίζει που κοντεύει να τσινίσει ακόμη κι ο Ροσινάντε με τις εμμονές του αφεντικού του. Βλέπετε ο Δον Κιχώτης στο βιβλίο ήταν ένας ήρωας αληθινά αξιαγάπητος. Αλλά στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν οι κατάρες απ’ τους περιπτεράδες που τους λιώνουν τα παγωτά. Οι απανωτές μηνύσεις απ’ τους πολίτες. Τα 4 εκατ. ευρώ ζημιά για κάθε μέρα που πέφτουν οι διακόπτες. Και ο Σάντσο Πάντσα που επιμένει να ρωτάει «δηλαδή, πόσα παίρνεις την ώρα για να κάνεις τον ιππότη;». Στην αληθινή ζωή, το να παραμένεις Δον Κιχώτης δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Εκεί ίσως βοηθά η προϋπηρεσία του εναερίτη: κοιτάς πάντα ψηλά, και κάνεις πως δεν υπάρχει το κενό. Βλέπετε, στο κάτω κάτω, ακόμα και για τον πραγματικό Δον Κιχώτη η χειρότερη στιγμή δεν ήταν όταν τον τσάκισαν οι γίγαντες. Ηταν στο τέλος του βιβλίου που ήρθε στα σύγκαλά του και είδε πως δεν ήταν γίγαντες που τον τσάκισαν, αλλά ανεμόμυλοι.
Δημοσιέυτηκε στην Καθημερινή 25/06/11
σχόλια