Οι ταινίες είναι ένας κόσμος έξω από εσένα. Καμιά φορά είναι και λίγο από σένα. Αγαπώ τις ταινίες γιατί σου λένε ιστορίες που άλλοτε δεν ξέρεις κι άλλοτε νιώθεις σαν λίγο να τις έχεις ξαναζήσει σαν λίγο να σε ξέρουν. Και αυτό είναι κάπως ωραίο, είτε νιώθεις οτι βυθίζεσαι σε ανεξερεύνητα νερά είτε νιώθεις σα να είσαι σπίτι.
Το μίσος (La Haine) του Mathieu Kassovitz
Στην ασπρόμαυρη πόλη είναι μικρά τετράγωνα κουτιά στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ίδιες πόρτες ίδια μικρά παράθυρα ίδιες δαχτυλιές στους τοίχους, ίδιοι σκυφτοί ώμοι, μόνο η γλώσσα ξεχύνεται από τα στόματα ανοίκεια τραγουδιστή, χιλιάδες διάλεκτοι το χρώμα στους τοίχους της ασπρόμαυρης πόλης,
μέσα στα γκέτο οι πρώτες οι δεύτερες οι τρίτες γενιές μεταναστών έρχονται φεύγουν και πεθαίνουν, η ασπρόμαυρη πόλη του '95 έγινε το 2005 μια μεγάλη κόκκινη φωτιά.
Στην τενεκεδένια πόλη του '12 είναι μικρά τετράγωνα υπόγεια στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, μέσα στα υπόγεια όλες οι γενιές έρχονται φεύγουν και πεθαίνουν, η τενεκεδένια πόλη αρπάζει φωτιά σαν άσπρο σαν μαύρο σαν χαρτί.
Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία (The world is big and salvation lurks around the corner) του Stephan Komandarev
Στη Βουλγαρία του '80 γεννιέται ο Σάσκο. Η γιαγιά βγαίνει στη γειτονιά, τα μπακάλικα έχουν ουρά για τη ζάχαρη που μόλις έφτασε από την Κούβα, η γιαγιά λέει τη λέξη βαριά, zachare, έτσι που να γεμίζει το στόμα. Ο παππούς είναι ο βασιλιάς του τάβλι, έχει τα μάτια που χαμογελάνε όταν σε κοιτάζουν, χαμογελάνε όταν μαλώνουν, χαμογελάνε όταν τα συλλαμβάνουν νύχτα για μια κάποια ιδέα.
Ο Σάσκο φεύγει για τη Γερμανία, η τσάντα της μαμάς ανοίγει και όλα τα πράγματα χύνονται στη γη, δεν έχουμε χρόνο, πιάσε τον Σάσκο από το χέρι να φύγουμε. Χρόνια μετά, ο Σάσκο ξυπνάει στο νοσοκομείο, το αυτοκίνητο αναποδογύρισε, δεν υπάρχουν πια γονείς, δεν υπάρχει μνήμη, ο παππούς έρχεται, με ένα τάβλι και ένα δίσελο ποδήλατο, ο Σάσκο θα επιστρέψει ύστερα από χρόνια στη Βουλγαρία με το ποδήλατο και τον παππού στο τιμόνι, τα προηγούμενα και τα επόμενα είναι με σοφία τοποθετημένα σε μια παρτίδα τάβλι.
Η επέλαση των βαρβάρων (Les invasions barbares) του Dennys Arcand
Λίγο πριν αφήσει αυτόν τον κόσμο, βρίσκεται ξανά με τους φίλους που διαμόρφωσαν τα νιάτα του και θυμάται, σε ένα σπίτι στη γαλλική επάρχία δίπλα στο νερό με την ξύλινη αποβάθρα,
γνωρίζοντας τον γιο του από την αρχή, συζητώντας μέσα στη νύχτα πάνω από φωτιά, πιάτα και ποτήρια, για τις ιδέες που τον έκαναν να είναι, τους έρωτες που φύγαν, τις ζωές που έζησε και αυτές που δεν έζησε.
Υπήρξαμε τα πάντα.
Αμελί (Le fabuleux destin d' Amelie Poulain) του Jean-Pierre Jeunet
Είναι που πριν το δω άκουσα το soundtrack ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να το βγάλω όλο με το αυτί για να το παίζω ξανά και ξανά και ξανά στο πιάνο στο δωμάτιο της ταράτσας, είναι που ήταν το πρώτο soundtrack που έβγαλα στο πιάνο, είναι που δεν ήξερα σύνοψη, δεν είδα trailer, δεν διάβασα κριτικές, μόνο το soundtrack,
είναι που ήρθε μετά όλη η ταινία και σε εκείνη τη σκηνή μπήκε εκείνο το κομμάτι και το άλλο κομμάτι μπήκε στην άλλη, είναι που όταν τελικά το αγόρι και το κορίτσι στέκονται αντικρυστά δεν υπάρχει από πίσω καθόλου μουσική για να σε κάνει να νιώσεις εκείνη τη στιγμή οτι τώρα είναι σκηνή αγάπης αλλά σε αφήνει μόνο σου, είναι που όλη η ταινία είναι λίγο κόκκινη και λίγο πράσινη, το φως σε εκείνη τη σκηνή πέφτει μαλακά, η κρεμ μπριλέ σπάει με ένα κουταλάκι και ακούς τον ήχο από το μπολ της γάτας που ακουμπάει στα πλακάκια,
το ' Le fabuleux destin d' Amelie Poulain ' δεν είναι αγαπημένη ταινία, είναι φίλη που θα πάω εκεί όταν δεν είμαι καλά, όταν είμαι καλά, όταν δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος, όταν αυτό που μου λείπει δεν είναι ούτε άνθρωπος ούτε εποχή ούτε συγκεκριμένο, είναι όσο κοριτσίστικο θέλει να είναι και κάτι λίγο παραπάνω από αυτό.
Στην παγίδα του νόμου (Down by law) του Jim Jarmusch
I scream, you scream, we all scream for ice cream:-P
Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο
(Songs from the second floor) του Roy Andersson
Οι χρηματιστές κάνουν πορεία αυτομαστιγωνόμενοι, η πορεία έχει ακινητοποιήσει τα αυτοκίνητα και τους οδηγούς σε ολόκληρη την πόλη για μέρες.
Ένας ταχυδακτυλουργός κάνει λάθος και κόβει σχεδόν στη μέση τον εθελοντή του. Ένας μικροεπιχειρηματίας βάζει φωτιά στο μαγαζί του για να εισπράξει την ασφάλεια και ένα βαγόνι μετρό του τραγουδάει τα συναισθήματά του σε όπερα.
Ένα ολόκληρο έθνος, πολιτικοί, παππάδες, λαός, χρηματιστές, ταχυδακτυλουργοί, έχουν μαζευτεί για να θυσιάσουν ένα παιδί και να σωθούν από την κατρακύλα. Ο σουρεαλισμός που ήρθε από τον βορρά στην αρχή του αιώνα δεν απέχει από τον ρεαλισμό στη μέση του.
Το τρίο της Μπελβίλ (The triplets of Belleville) του Sylvain Chomet
Ηρωίδα γιαγιά με φίλο – σκύλο ανεβαίνει βουνά και διασχίζει θάλασσες για να σώσει τον εγγονό πρωταθλητή ποδηλάτη από τους μαυροφορεμένους με τους τετράγωνους ώμους. Η κοντή γιαγιά με τα μεγάλα γυαλιά γυρίζει σε ένα κόσμο με ψηλές γηραιές κυρίες που τραγουδάνε τραγούδια καμπάρε χτυπώντας τα πόδια τους στο ξύλο,
όπου το τρένο περνάει μέσα στη νύχτα και το σπίτι κουνιέται, σε μία ιστορία που οι διάλογοι απουσιάζουν και τα ζωγραφισμένα μάτια λένε ιστορίες για αυτούς που αγαπάμε χωρίς λόγια.
Ο θρύλος του 1900 (The legend of 1900) του Giuseppe Tornatore
“Σ' αυτή την τεράστια πόλη υπήρχαν όλα, εκτός από τέλος. Δεν υπήρχε τέλος. Πάρε ένα πιάνο. Τα πλήκτρα αρχίζουν, τα πλήκτρα τελειώνουν. Ξέρεις πως είναι 88. Δεν είναι άπειρα. Εσύ είσαι το άπειρο. Σ'αυτά τα πλήκτρα, η μουσική που κάνεις είναι άπειρη. Μπορώ να ζήσω έτσι.
Αυτό το κλαβιέ είναι άπειρο, ένα κλαβιέ με δισεκατομμύρια πλήκτρα. Δεν τελειώνουν ποτέ. Κι αν το κλαβιέ είναι άπειρο, δεν μπορείς να παίξεις μουσική. Είδες τους δρόμους; Τους δρόμους! Υπήρχαν χιλιάδες! Πώς τα καταφέρνεις; Πώς διαλέγεις έναν; Μία γυναίκα. Ένα σπίτι. Ένα χωράφι για δικό σου, ένα τοπίο να κοιτάς. Έναν τρόπο να πεθάνεις;
Σε βαραίνει αυτός ο κόσμος. Πώς αντέχεις να τον ζήσεις; Γεννήθηκα σ'αυτό το καράβι. Ο κόσμος πέρασε δίπλα μου. Αλλά, δυο χιλιάδες άτομα τη φορά.”
Ο λαβύρινθος του Πάνα (Pan's labyrinth) του Guillermo del Toro
… Και τα τέρατα που έθρεψα βαθιά μέσα στη γη όταν κανείς δεν έβλεπε μαζί με άλλους, τα άφησα εκεί και κάτω από κρεβάτια, να τρίζουν στις σούστες στα στριφογυρίσματα, η σάρκα από τα ίχνη της πιο νοσηρής μου φαντασίας. Και τα είδα να βγαίνουν σιγά σιγά σε κύματα, τα τέρατα που εγώ έφτιαξα βαθιά μέσα στη γη όταν κανείς δεν έβλεπε μαζί με άλλους, οι μαύρες σκιές που κατέλαβαν τους δρόμους μου και κάναν τις λάμπες της πόλης τη νύχτα να τσούζουν στα μάτια με το κίτρινο φως τους.
Και ήξερα οτι τα ξύπνησα εγώ, τα τέρατα που κοίμησα βαθιά μέσα στη γη όταν κανείς δεν έβλεπε μαζί με άλλους, τα μακρυά νύχια τα κόκκινα μάτια τα κόκκινα δόντια, είναι ένα δάσος και εκεί ένα σπίτι και οι στρατιώτες τσακίζουν με τις μπότες τις μαγικές ισπανικές λέξεις που ψιθυρίζουν τις νύχτες οι μανάδες στα παιδιά και τα τέρατα είναι εκεί, κάτω από τα κρεβάτια στις σούστες στα στριφογυρίσματα και είναι τα τέρατα που ρίζωσα βαθιά μέσα στη γη όταν κανείς δεν έβλεπε μαζί με άλλους και δε θα με κυνηγήσουν, γιατί τα έφτιαξα εγώ, βαθιά μέσα στη γη, όταν κανείς δεν έβλεπε, μαζί με άλλους, θα ζωγραφίσω μια πόρτα από κιμωλία που θα με βγάλει στο φως, τα τέρατα θα λιώσουν, στο φως που θα καίει πάνω από τη Μεσόγειο,
θα λιώσω τα τέρατα που έθρεψα βαθιά μέσα στη γη όταν κανείς δεν έβλεπε μαζί με άλλους, δε φοβάμαι τα τέρατα, δε φοβάμαι τα τέρατα.
Το δέντρο που πληγώναμε του Δήμου Αβδελιώδη
Το δέντρο που πληγώναμε φτιάχτηκε τρία χρόνια πριν γεννηθώ και το είδα σε ηλικία που έχω πρώτες εικόνες αλλά όχι πάντα ικανές να φύγουν από το θολό χωρίς μια επανάληψη. Δεν έχω κατορθώσει να το βρω ούτε σε βίντεο ούτε σε καμία άλλη μορφή αναπαραγωγής.
Κι έτσι έχω στο νου μου όλες αυτές τις συγκεχυμένες σκηνές από τη χιώτικη γη, είναι τα περιβόλια, οι κάμποι, η μυρωδιά της μαστίχας, τα κοντοκουρεμένα με την ψιλή αγόρια του δημοτικού το δειλό χνούδι σιγά σιγά πάνω απ' τα χείλη, η φωνή της μάνας που θα φωνάξει να γυρίσεις όταν βραδιάσει, τα γυμνά πόδια, τα λιωμένα παπούτσια, εικόνες από μια Ελλάδα που έζησαν τα παιδιά εκείνων των χρόνων που κι αν δεν έχουν φύγει εντελώς, είναι όλο και πιο μακρυά και
δεν φοβάμαι τα τέρατα / δεν φοβάμαι τα τέρατα / φοβάμαι μόνο μήπως ξυπνήσω μια μέρα και δεν υπάρχει πια η γη, η γη που μου έκαναν ταινία οι άνθρωποι, που θα κοιτάξουν τα άδειά τους χέρια αμήχανα και θα μου ζητήσουν συγγνώμη για τη γη που μου δίνουν, όπως συγγνώμη θα ζητήσω κι εγώ ύστερα από χρόνια για τη γη που δεν έδωσα.
>>>Η Nefeli Walking Undercover στα πλαίσια του jumping fish nights που γίνεται ανά δύο Πέμπτες στο Σταυρό του Νότου θα δώσει μια συναυλία μαζί με τον Λόλεκ στις 22 Μαρτίου.
σχόλια