Η ιστορία της Μπόνι (Ελίζαμπεθ Πάρκερ) και του Κλάιντ (Μπάροου) ίσως και να είχε ξεχαστεί αν ο Άρθουρ Πεν δεν την είχε κάνει μέρος της αμερικανικής ποπ κουλτούρας των '70s με την ταινία του.
Πραγματικά, είναι ελάχιστοι αυτοί που μπορεί να γνωρίζουν την πραγματική εικόνα τους – όχι του Γουόρεν Μπίτι και της Φέι Ντάναγουεϊ, που τους υποδύθηκαν στην ταινία.
Οι Αμερικανοί εγκληματίες (έτσι τους έχει καταχωρισμένους το Wikipedia, ως τους πρώτους «εγκληματίες σούπερ σταρ») λήστευαν αβέρτα και σκότωναν ανθρώπους, ταξιδεύοντας στις κεντρικές Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, από το 1931 μέχρι το 1935.
Έτσι, δημιούργησαν μια μυθική εικόνα στα μέσα της εποχής, τις εφημερίδες, τα επίκαιρα αλλά και τα pulp περιοδικά.
Ο τρόπος που παρουσιάζονταν στις φωτογραφίες δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα, γιατί κάποια από τα στοιχεία που τους χαρακτήριζαν τότε, όπως το πούρο και το πολυβόλο της Μπόνι, και οδήγησαν στην ωραιοποίηση της συμμορίας, αποδείχτηκαν μύθοι και στημένες φωτογραφίες.
Παρ' όλα αυτά, μια πρόσφατη είδηση που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη είναι ότι η Μπόνι και ο Κλάιντ ήταν και ποιητές, μάλιστα έγραφαν εναλλάξ ποιήματα σε ένα ημερολόγιο του 1933, ντυμένο με πράσινο δέρμα, που ανήκε σε έναν παίχτη του γκολφ.
Τα ποιήματα της Μπόνι και του Κλάιντ μπορεί να μην έχουν λογοτεχνική αξία, αλλά δεδομένης της μανίας με τους δολοφόνους που έχει δημιουργηθεί τελευταία λόγω των αμέτρητων ντοκιμαντέρ που τους μετατρέπουν σχεδόν σε ποπ είδωλα, είναι σίγουρο ότι θα γίνουν ανάρπαστα στη δημοπρασία.
Κάποια από τα ποιήματα που είχαν κόψει από το σημειωματάριο και έφτασαν στα χέρια του ανιψιού του Κλάιντ (τον γιο της μεγάλης του αδερφής) βγαίνουν τον Απρίλιο σε δημοπρασία και μια νέα ιδιότητα των δύο έρχεται να προστεθεί δίπλα στο «εγκληματίας».
Η Μπόνι είχε προϋπηρεσία στην ποίηση από τότε που ήταν στη φυλακή για προηγούμενα αδικήματα και στη βιογραφία που συνέθεσε ο Jeff Guinn για τους δύο παρανόμους περιγράφεται ο τρόπος που έγραψε τους στίχους του «The story of suicide Sal» σχετικά με μια φυλακισμένη χωριατοπούλα που ο άντρας που ερωτεύτηκε την οδήγησε στο έγκλημα.
Ένα από τα ποιήματα του σημειωματαρίου, γραμμένο με μολύβι στις σελίδες με ημερομηνία από 17 Μαρτίου μέχρι και 25 Μαρτίου, τις οποίες η Μπόνι έσκισε και έβαλε σε έναν φάκελο που γράφει «Μπόνι και Κλάιντ. Γραμμένο από την Μπόνι», είναι γνωστό ως «Η ιστορία της Μπόνι και του Κλάιντ» και λέει τα εξής (σε ελεύθερη μετάφραση και χωρίς την ομοιοκαταληξία που έχουν στα αγγλικά): «Έχετε διαβάσει την ιστορία του Τζέσε Τζέιμς, / πώς έζησε και πέθανε / αν έχετε ακόμη την ανάγκη / να διαβάσετε κάτι / αυτή είναι η ιστορία της Μπόνι και του Κλάιντ. / Τώρα η Μπόνι και ο Κλάιντ είναι η "Συμμορία Μπάροου" / είμαι βέβαιη ότι έχετε διαβάσει / πώς ληστεύουν και κλέβουν / και πώς αυτούς που σκούζουν / τους βρίσκουν συνήθως να πεθαίνουν ή νεκρούς».
Το ποίημα καταλήγει στην προφητική διαπίστωση: «Μια μέρα θα πεθάνουν μαζί / θα τους θάψουν δίπλα-δίπλα / λίγοι θα τους θρηνήσουν / για τον νόμο θα είναι ανακούφιση / αλλά αυτός είναι ο θάνατος της Μπόνι και του Κλάιντ».
Μετά τον θάνατό τους το 1943 σε ανταλλαγή πυρών με την αστυνομία, η μητέρα της Μπόνι και μία από τις αδερφές του Κλάιντ έγραψαν μια βιογραφία των διάσημων συγγενών τους με τίτλο Φυγάδες, όπου αναφέρεται το ποίημα και ότι το έδωσε στη μάνα της δύο εβδομάδες πριν τους σκοτώσουν.
Ποιήματα έγραφε και ο Κλάιντ, ανορθόγραφα και σε «γκανγκστερική αργκό», αλλά με την ίδια θέρμη. Σε ένα που υπάρχει στις σελίδες με ημερομηνία από 20 μέχρι 23 Σεπτεμβρίου, σε 13 στροφές απαντάει στο προηγούμενο ποίημα της Μπόνι: «Η Μπόνι μόλις έγραψε ένα ποίημα / Την ιστορία της Μπόνι και του Κλάιντ έτσι / θα βάλω τα δυνατά μου στην ποίηση / όσο την έχω δίπλα μου και οδηγώ». Η επόμενη στροφή μεταφέρεται με την ορθογραφία του πρωτοτύπου: «δεν θαίλουμαι να βλάψουμε καν έναν / αλλά πρέπει να Κλέψουμε για να φάμε / και αν πυροβολήσουμε και κανέναν / για να ζήσουμε / θα γίνι γιατί έτσι θα έπραιπε να γίνι».
Τα ποιήματα της Μπόνι και του Κλάιντ μπορεί να μην έχουν λογοτεχνική αξία, αλλά δεδομένης της μανίας με τους δολοφόνους που έχει δημιουργηθεί τελευταία λόγω των αμέτρητων ντοκιμαντέρ που τους μετατρέπουν σχεδόν σε ποπ είδωλα, είναι σίγουρο ότι θα γίνουν ανάρπαστα στη δημοπρασία.
Τουλάχιστον, με τη naïve poetry που έγραψαν δεν προσπάθησαν να εξαπατήσουν κανέναν, όπως ο δολοφόνος και πλαστογράφος Mark Hoffman, που πριν από καμιά δεκαριά χρόνια κατάφερε να πείσει ακόμα και τους μελετητές της Έμιλι Ντίκινσον ότι ένα ποίημά του ήταν ένα «χαμένο» δικό της, με αποτέλεσμα η βιβλιοθήκη στο Amherst να το αγοράσει για 24.150 δολάρια! Όταν ανακαλύφθηκε η απάτη, ο Hoffman ήταν ήδη στη φυλακή για διπλό φόνο.
σχόλια