Το Πάρκο
Κι ας είχε σχεδιάσει το Δημαρχείο, ο Πικιώνης δεν ήταν ακόμη ο αγαπημένος μας αρχιτέκτονας/σοφός/ποιητής, ενώ τα τραγούδια που ακούγαμε δεν ήσαν όλα προάγγελοι του χάους, πρελούδια μιας ζωής σαν φιλμ του Godard (με αρχή, μέση και τέλος – αλλά όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά), καθώς βγαίναμε από το σπίτι για να μπούμε στον προθάλαμο της αληθινής ζωής που δεν έμελλε να είναι σαν την αληθινή ζωή των άλλων, σαν την αληθινή ζωή που οι άλλοι ήθελαν για μας, σαν την αληθινή ζωή που οι άλλοι εκθείαζαν και δοξολογούσαν, εμείς λοιπόν βγαίναμε από το σπίτι και σπεύδαμε να πάμε εκεί, στο Πάρκο (ω πόσο αγάπησα χρόνια μετά το Ξενοδοχείο Πάρκο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας όπου γλεντοκοπούσαμε πάντα μετά το μεσονύχτι την ίδια εκείνη δεκαετία που ανακαλύπταμε την ντανταϊστική επιθεώρηση LunaPark του MarcDachy!, ω πώς συνδέονται όλα όπως έλεγε ο ThomasPynchon!), βγαίναμε, έλεγα, από το σπίτι, από την Οδό Κασσαβέτη (εγώ!, πού να ’ξερα ότι σαράντα χρόνια μετά θα μάζευα μανιωδώς υλικό για να γράψω ένα βιβλίο με θέμα τον JohnCassavetes) και από την Οδό Κωνσταντά (εκείνη!, πού να ’ξερε ότι σαράντα χρόνια μετά θα ήταν είκοσι τέσσερα χρόνια νεκρή και πεθαμένη και ανύπαρκτη για τους πάντες και τα πάντα εκτός από το speakmemory ενός εφήβου που άρχισε να μεθάει το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα) και συναντιόμασταν/συναζόμασταν (εκείνη, και εγώ, και ο Νίκος, και ο Γιώργος, και η Μάνια, και ο Κωνσταντίνος, και η Αθηνά, και η Αννίτα, και ο Γιάννης, και η Ράνια, και η Ειρήνη) στο Πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου, στο Πάρκο που σχεδίασε ο Κιτσίκης, σ’ εκείνον τον απλό λιτό ευθύ μεστό λαβύρινθο που το μυστήριό του ήταν ότι δεν είχε τίποτα το μυστηριώδες, είχε μιαν απλότητα/διαύγεια/καθαρότητα το Πάρκο, συνταρακτική απλότητα, συνταρακτική διαύγεια, συνταρακτική καθαρότητα, στην πλάτη μας να είναι οι πολυκατοικίες όπου έμεναν τα κορίτσια μας (φυλακισμένα στην οικογένεια τότε, αργότερα φοιτήτριες τρελαμένες για/και από τη ζωή, κι ύστερα αδυσώπητα μεστωμένες σκληρές νευρωσικές ανικανοποίητες αλλά όχι πια ονειροπόλες μανάδες άλλων φυλακισμένων κοριτσιών) και μπροστά μας απλωνόταν η πανδέγμων θάλασσα, το μέλλον μας, ο οίστρος μας, η τρέλα μας, όλα τα όνειρα φυγής, κι εκεί στο Πάρκο, είπα, συναντιόμασταν/συναζόμασταν στα μέσα της Δεκαετίας του Εβδομήντα, ανάμεσα στον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου που δέσποζε επιβλητικά και στα καφενεία της Παραλίας του Βόλου (στη Minerva, κυρίως, αλλά και στο Tivoli, και στο Aramis) που έμελλε να μας οδηγήσουν στα τσιπουράδικα, και βγάζαμε το κονιάκ από την τσέπη του αμπέχονου και πατούσαμε το on στο μικρό φορητό κασετόφωνο με το μαύρο δερμάτινο περίβλημα και ανάβαμε τα τσιγάρα μας (αγορασμένα χύμα από την Πλατεία Αγίου Νικολάου που την έκανε ποίημα ο ποιητής) και λέγαμε ότι ο Άνθρωπος Είναι Η Απάντηση Όποια Κι Αν Είναι Η Ερώτηση, και λέγαμε Θάψτε Τις Αναμνήσεις Σας Πριν Σας Θάψουν Αυτές, και λέγαμε Θέλουμε Τον Κόσμο Και Τον Θέλουμε Τώρα, και λέγαμε Ό,τι Χρώμα Κι Αν Έχουν Τα Μάτια Μας Θα Είναι Πάντα Γαλάζια, και λέγαμε Με Καρδιά Από Φλόγα Και Μυαλό Από Πάγο, και ανάβαμε το επόμενο τσιγάρο από την καύτρα του προηγούμενου, πίναμε άλλη μια γουλιά κονιάκ, και λέγαμε Με Τη Διαλεκτική Διευθετούνται Τα Πάντα, διότι το Πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου στο Βόλο της Δεκαετίας του Χίλια Εννιακόσια Εβδομήντα ήταν ο τόπος της ελευθερίας μας, ήταν ο τρόπος της ελευθερίας μας, ήταν τα δικά μας Προλεγόμενα σε μια Μεταφυσική των Παθών.
[Συνεχίζεται. Αύριο: Τα Σκιρτήματα]
σχόλια