Πληροφορίες και Υλικό, Ι
Μάζευε υλικό, Οδυσσέα Γεωργίου, που σημαίνει: κάνε τα ταξίδια σου στο χρόνο. Με όχημα τις λέξεις. Language is a virus from outerspace. Όλη σου η ζωή είναι μια διακεκομμένη ομιλία, μια παθιασμένη, αλλά όσο γίνεται ψύχραιμη/ μεθοδική/ συστηματική προσπάθεια να συλλάβεις τις στιγμές, να τις αναδιευθετήσεις ώστε να μη χαθεί καμία, να εμμένουν και να παραμένουν σε ένα σκακιστικό συνεχές, σαν αυτό που επί είκοσι έτη δομεί και συνθέτει η εικαστικός Αιμιλία Παπαφιλίππου, τώρα που τα πάντα είναι συνεχή και ασυνεχή μαζί, τα πάντα είναι διακεκομμένα και αναπηδούν μέσα στα τεταραγμένα δευτερόλεπτα, άκου τον Γέρο του Βουνού, τον Χασάν Ι’ Σαμπάχ, «Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται», άκου και τον Παππού Όλων Μας, τον William S. Burroughs, «Ο Χρόνος Αναπηδά Σαν Σπασμένη Γραφομηχανή».
Είμαι με την Νόρα (κατσαρά μαλλιά, κόκκινα, βλέμμα τρελό σαν της τρελής της Ζέλντας, στρογγυλά χρυσά γυαλιά σαν του John Lennon, κελεμπία που φορούσε η Φλέρυ Νταντωνάκη και μετά τη δώρισε στη Νόρα), και είναι το βράδυ των Εκλογών του 1981, και είμαστε στα Γραφεία, γωνία Θεμιστοκλέους και Πανεπιστημίου, και είμαι ηπίως πιωμένος, και επιεικώς βαρεμένος, και δεν αντέχω άλλο, και ο Κύρκος πιάνει τη φυσαρμόνικα και πανηγυρίζει, κάτι θα ξέρει αυτός, και κόσμος πολύς πανηγυρίζει, κάτι ξέρει ο κόσμος, κι εγώ υποτονθορύζω μελαγχολικά μινυρίσματα, και η Νόρα χαμογελάει, πάντα χαμογελάει, τίγκα στα χάπια, τίγκα στην απόγνωση, τίγκα στην απελπισία, τίγκα σε μιαν αδυσώπητη ανάγκη να γαντζωθεί από ένα κλαράκι στα απόκρημνα βράχια, και σκέφτομαι μελαγχολικά ότι όλη αυτή η χλαπαταγή δεν θα βγει σε καλό, και η Νόρα πανηγυρίζει μαζί με τους άλλους γιατί έχει ανάγκη άγρια να πανηγυρίσει με κάτι, με ό,τι να ’ναι, έστω με τη λαοθάλασσα και τον λαοθρίαμβο και τον θριαμβόλαο και μεταγενέστερα τον παταγώδη πανωλεθρίαμβο, έχει ανάγκη επιτακτική να γίνει ένα με όλους, να φύγει από μέσα της, να χαθεί από τον εαυτό της, να απομακρυνθεί με χίλια χιλιόμετρα την ώρα από ό,τι είναι αυτή, από ό,τι είναι η οντότητα και η ουσία της, και όπως κάνω έτσι να της ανάψω με το τσακμάκι μου το τσιγάρο της βλέπω πάλι τον Κύρκο με τη φυσαρμόνικα στο χέρι και μ’ ένα διάπλατο πελώριο απίθανο ολόλαμπρο χαμόγελο ν’ αρχίζει να πανηγυρίζει, και θέλω να πιω κι άλλο, και θέλω να μην είμαι εκεί αλλά είμαι εκεί, και βλέπω δίπλα μου να κάθεται ο Σιδηρόπουλος, και του λέω Παύλο κι εσύ εδώ και μου λέει Εδώ, ναι, όλοι οι ορφανοί από κόμματα μαζευτήκαμε εδώ, και δεν έμελλε ποτέ να ξεχάσω τα μεγάλα άδολα πριγκιπικά του μάτια, και την ευγενή μελαγχολία σ’ εκείνα τα μεγάλα στρογγυλά άδολα πριγκιπικά του μάτια.
Μεταμφιέζοντας τις ημερομηνίες, όπως έγραψε ο Μάνος Γιαννόπουλος. Ή ο Νίκος Βελής. Ή ο Θάνος Σταθόπουλος. Ή ο Οδυσσέας Γεωργίου. Ή ο Ευτύχιος Σκαλίτσης. Ή ο Κωστής Παπαγιώργης. Ή ο Μπαμπασάκης. Ή ο Αρανίτσης. Διότι ανάμεσα στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα οχτώ, εβδομήντα εννιά, πες, και στα χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο, ενενήντα τρία, όλοι γράφανε μια ο ένας μια ο άλλος ένα παλίμψηστο πολύπτυχο κουρελιασμένο σαράβαλο ωραίο διάτρητο γρανιτένιο χειρόγραφο, ένα συλλογικό μυθιστόρημα που ήταν οι μέρες και οι νύχτες τους αυτό το συλλογικό μυθιστόρημα, ήταν το τσιγάρο που ήταν η ζωή τους όλη, ήταν η ψυχή τους που έδινε ρεύμα κι έβαζε φωτιά στα τόπια και τίναζε ψηλά στο Άλαμουτ την τρομερή τους την λαλιά, μαρσάρω και γράφω μαρσάρω και γράφω μαρσάρω και γράφω αυτή ήταν η μέθοδος πάντα υπό την επήρεια νηφαλίου ή μη μέθης πάντως μέθης πάντα.
Μάζευε υλικό, Οδυσσέα Γεωργίου, που σημαίνει: κάνε τα ταξίδια σου στο χρόνο. Με όχημα τις λέξεις. Language is a virus, Οδυσσέα. Η Γλώσσα Είναι Ιός.
Συνεχίζεται. Αύριο: Πληροφορίες και Υλικό, ΙΙ
σχόλια