«Πρόσεχε μη μας χαλάσει ο χρόνος»
Ο Οδυσσέας Γεωργίου έχει γίνει άθυρμα του χρόνου, ένα ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο, ένα τρελαμένο εκκρεμές που πάει από το τότε στο τώρα και ξαναγυρίζει στο τότε και βλέπει στον ουρανό μέταλλα, σκαλωσιές, πλέγματα, λαμαρίνες κι άλλοτε τα λέει όλα τούτα σύννεφα κι άλλοτε τα λέει σύγνεφα.
Τώρα, φέρ’ ειπείν, είναι στη διαδρομή, ανάμεσα στα 1974 και στα 2014, είναι στα μισά, είναι στο 1993, είκοσι χρόνια από δω, είκοσι χρόνια από κει, και το κεφάλι του είναι αερόπλοιο στο αχανές του χρόνου, ένα υποβρύχιο, ο Ναυτίλος, στον ωκεανό των δευτερολέπτων, εκατομμύρια εκατομμυρίων δευτερόλεπτα να σκάνε μαζί με τις μαρμαρυγές του πάνω και μέσα στο μυαλό του, σ’ αυτό το σκάφανδρο που πασχίζει να γίνει αρχείο αρχείων, να γίνει η Αποθήκη Υλικού όπου θα βρούνε καταφύγιο, θα βρούνε στέγη, τροφή και προστασία όλες οι σκόρπιες στιγμές, όλες οι ορφανές λεπτομέρειες, όλες οι καθημερινότητες που δεν τις θέλησε ίσαμε σήμερα ούτε καν η Λογοτεχνία.
Το 1993, στα μισά της διαδρομής από το 1974 έως το 2014, ο Οδυσσέας Γεωργίου ανάβει το πολλοστό τσιγάρο, ατενίζει τον ουρανό, τον γεμάτο μέταλλα σκαλωσιές ικριώματα ελάσματα αλουμίνια σίδερα, πίνει μια γουλιά από το ένατο ουίσκι της ημέρας, γυρίζει τη σελίδα του ενός από τα δύο βιβλία που με πιωμένη επιμέλεια μελετάει από το πρωί και που έχει και τα δύο βαλθεί να ανατάμει και να εξιχνιάσει.
Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται για αινιγματικά ή περίπλοκα βιβλία, δύο ποιητικές συνθέσεις είναι, μάλλον απλές στη σύλληψη και στη δομή τους, και άλλωστε ευθύς εξαρχής και από την πρώτη ανάγνωση ως απλά, απλούστατα έργα τα εννόησε ο Γεωργίου, πλην όμως κάποιες αλληλοπεριχωρήσεις, κάποιες συνάφειες, κάποιες αντιστοιχίες τον οδήγησαν στην εκ νέου ανάγνωσή τους, μετά σε ακόμα μία, κατόπιν κύλησε το ουίσκι, ο νους έκανε πολυπρισματικό το πολύ απλό, έκανε αραβούργημα την ευθεία γραμμή, χώθηκε χύθηκε χάθηκε ο Γεωργίου στο night club των συνειρμών, άρχισε τα αεροπλανικά ο νους, ξανά διάβασμα, κι άλλο ουίσκι, γυρίζουν πάλι οι σελίδες, γεμίζουν κι άλλο τα ποτήρια, χορεύουνε οι λέξεις, χοροπηδούν οι λόξες, ανάλυση επί αναλύσεως, άλλη μια ανάγνωση, υπογραμμίσεις και εδώ και εκεί, ακόμα ένα τσιγάρο, σημειώσεις στο σπιράλ τετράδιο, κάτσε, σκέφτεται ο Γεωργίου, να βάλω στο πικάπ το Frank’s Wild Years, να ξελαμπικάρω, το βάζει στο πικάπ, επανέρχεται στο γραφείο, πιάνει πάλι τα βιβλία, το ένα έχει τίτλο Μικρή Φιλαρμονική, το άλλο Ιστορία της Μουσικής, συμπλέκονται το ένα βιβλίο με το άλλο, το νου σου, πρόσεχε, κρατήσου, φυλάξου – πιάνει και γράφει:
«Πρόσεχε, το χέρι σου μέσα». Από την Ιστορία της Μουσικής, 1993, σελίδα 23, αλλά το συναντάμε και στο Θέμα για Άγνωστο Επισκέπτη, στο ποίημα ΤΟ ΤΡΑΜ (έτσι, με κεφαλαία), από το 1983. Μετά, ΛΑΜΨΗ ΣΤΗ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗ (έτσι, με κεφαλαία): «Λευκότερος απ’ το λευκό μου εφανερώθη/ τα μαύρα σωθικά του δείχνοντας/ κι όπως θεράπευε τα μέλη μου η δρόσος/ πέτρωναν στα δόντια του τα σκοτωμένα/ καλοκαιρινά κορμάκια, στοιχειά που/ τα ’πνιξεν η θάλασσα και βγήκαν στον αφρό./ Του ’λεγα, πρόσεχε, πρόσεχε μη μας χαλάσει ο χρόνος/ πρόσεχε μην τύχει και μας λιώσει ο καιρός –/ αυτός γελούσε, έριχνε τα σεντόνια μας τα μυστικά,/ από το θάνατο κυλάω πάρα έξω, έλεγε». Εις: Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Μικρή Φιλαρμονική, 1993, σ. 20. Βλέπε και Ζάλη, τεύχος 4, Βόλος, Απρίλιος 1989, σελίδα 31: ΛΑΜΨΗ ΣΤΗ ΝΑΦΘΑΛΙΝΗ (έτσι, με κεφαλαία). Αλλά και: «Μπαίνοντας ως λάμψη», εις Λυμπέρη, Μικρή Φιλαρμονική, σ. 19. Ζαλίστηκα. Μεγαλείο. Μέγκλα. Πού να σου εξηγώ. Θα συνεχίσω αύριο.
Συνεχίζεται. Αύριο: Πάλη / Ζάλη
σχόλια