Aπό τη Δέσποινα Τριβόλη
Διαβάζοντας κείμενα για το ελληνικό καλοκαίρι, συνειδητοποιεί κανείς πως το χαρντ κάρενσι του ελληνικού καλοκαιριού είναι απελπιστικά ίδιο: αλατισμένα σώματα που αγκαλιάζονται πάνω σε άσπρα σεντόνια, τζιτζίκια μέσα στα πεύκα, φλούδες από καρπούζι, ασβεστωμένοι τενεκέδες από λάδι, ένα δωμάτιο που φωτίζεται μόνο από την εικόνα της τηλεόρασης, ενώ το φως της ημέρας μπαίνει ελάχιστα από χαραμάδες στα πατζούρια. Υπάρχουν και τα λυρικά ποιήματα του Ελύτη: αρμυρίκια, μυρωδιά λεβάντας και μια φοιτήτρια που διαβάζει υπό το φως χιλιάδων πυγολαμπίδων μπρος στο ανοιχτό παράθυρο, ενώ κεντάει αφηρημένη τη ρώγα της με ένα στυλό (κάπου διάβασα πως αυτά τα 'γραφε κλεισμένος στο δωμάτιό του, κοιτώντας ένα πόστερ - ελπίζω να πρόκειται για κακεντρεχές ψέμα).
Μεγαλώνοντας, το καλοκαίρι γίνεται μικρότερο, πιο ελλειπτικό και ίσως λιγότερο μαζικό. Οι διακοπές της κολεκτίβας σιγά-σιγά ελαττώνονται, τουλάχιστον για τους περισσότερους. Tαξίδι δέκα ατόμων στην Ίο και στη Μύκονo: στοίβαγμα πέντε-πέντε σε κάποιο στούντιο, ντους μαζί με τη φίλη σου γιατί δεν έχει αρκετό νερό, ενώ τα αγόρια απέξω ουρλιάζουν καθισμένα σε πλαστικές καρέκλες στην αυλή, ιδρωμένοι χοροί σε μπιτς μπαρ και οκτώ άτομα σε ένα αμάξι χωρίς αιρ-κοντίσιον σε χωματόδρομο με κοτρόνες. Κάπου, λίγο πριν, λίγο μετά τα τριάντα, δεν αλλάζουν απαραίτητα οι διακοπές, αλλά σίγουρα αλλάζουν τα πρόσωπα. Οι άνθρωποι περνάνε πια στην εποχή του ακραίου ζευγαρώματος και της καριέρας - οι άδειες δεν συμπίπτουν, κάποιοι χάνονται για πάντα στη ρουφήχτρα που ονομάζεται γάμος/παιδιά. Αρχίζω να υποψιάζομαι πως όσο περνούν τα χρόνια αυτό θα είναι και το μεγαλύτερο σχίσμα: οι φίλοι χωρίζονται σε αυτούς που νοικοκυρεύονται και σε αυτούς που δεν νοικοκυρεύονται - όχι πως όλα είναι τόσο απόλυτα, αλλά κάπως έτσι αλλάζει η ζωή και αλλάζει για τα καλά τελικά. Εντάξει, και οι διακοπές της κολεκτίβας δεν ήταν πάντα υπέροχες - πάντα κάποιοι πλακώνονται, κάποιος κοιμάται με κάποιον που δεν πρέπει και κάποιος καταλήγει να κλαίει μεθυσμένος στην παραλία πάνω από μια λιμνούλα με ξερατά.
Το ιδανικό καλοκαίρι είναι μια στιγμή, τίποτα παραπάνω. Να πώς θα 'ταν το δικό μου. Έχω ξαπλώσει πάνω στα βότσαλα μιας απόκρημνης παραλίας, κοιτάω τα αστέρια και κάτι φώτα, αναρωτιέμαι αν ανήκουν στο απέναντι νησί. Είμαστε από το μεσημέρι εδώ: ήπιαμε ρακή, φάγαμε πατατάκια από μια καντίνα, διαβάσαμε τα πάντα, ακόμα και άθλια κλαδικά περιοδικά που πήρες κατά λάθος μαζί σου. Οι μόνοι που έχουν απομείνει στην παραλία είμαστε εμείς και μια κοπέλα τυλιγμένη με μια πετσέτα που κοιτάει με αφηρημένο βλέμμα το πέλαγο μέσα στο σκοτάδι. Δεν θέλω να φύγουμε, γιατί αν φύγουμε, θα πάψουμε να είμαστε μόνοι μας - πράγμα που μοιάζει ξαφνικά αβάσταχτο. Δεν μιλάμε - το μόνο που ακούγεται είναι ο απόηχος ενός κλαμπ κάπου που παίζει μπιτάκια - ένα υπόκωφο ντουπ ντουπ ντουπ. Σκέφτομαι πως ξέρω ακριβώς τι θα γίνει μετά: θα σκαρφαλώσουμε τη σκάλα, θα σκοντάψουμε ανάμεσα στις ελιές μέσα στο σκοτάδι, θα με τραβάς να περπατήσουμε μέσα στα χώματα και στην ανηφόρα.
Ξαφνικά, κάτι ακούγεται από τη θάλασσα - σηκώνουμε και οι δυο τα κεφάλια μας. Aπό τη θάλασσα βγαίνει ένας τύπος, κρατώντας ένα ψαροτούφεκο. Tρέχει και αγκαλιάζει την κοπέλα με την πετσέτα. Σκέφτομαι πως, όταν ξυπνήσαμε το πρωί, δεν υποψιαστήκαμε ότι σήμερα θα ήταν η πιο ωραία μέρα του καλοκαιριού. Θυμίζουμε εκείνο το τραγούδι των Pulp,
«When we woke up that morning,
we had no way of knowing
that in a matter of hours
we'd change the way we were going.
Where would I be now if we 'd never met?
Would I be singing this song to someone else instead?
I dunno but like you said,
"Something changed"».
_________
Το άρθρο δημoσιεύτηκε στο τεύχος 213 της έντυπης LIFO
σχόλια