Ο σκηνοθέτης Μάνος Τσίζεκ που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο μιλάει για την ταινία του Red City η οποία προβλήθηκε στα πλαίσια του 53ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η ταινία είναι μία διεθνής παραγωγή χαμηλού κόστους που μιλάει ελληνικά ενώ ακούγονται ποιήματα των Ντίνου Χριστιανόπουλου και Μαρίας Ταταράκη. Μία λυρική ταινία που την κατακλίζουν εικόνες, ποίηση, και μουσική. Ένα παράξενο φιλμικό αποτέλεσμα, μείξης λόγου, συναισθήματος, ήχων και χρωμάτων.
Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για την ταινία σου Red City; Ήθελες να αποπειραθείς μια κινηματογραφική μεταφορά ποιημάτων;
Το αρχικό ερέθισμα ήρθε όταν είδα την άκρως πειραματική ταινία Inland Empire του David Lynch, στην οποία ο σκηνοθέτης εγκαταλείπει το 35άρι φιλμ κι εξερευνεί τα όρια του ψηφιακού μέσου. Αυτό ήταν το έναυσμα που χρειαζόμουν για να ξεκινήσω, αποενοχοποιημένα, τη δική μου ανοιχτή συζήτηση με το μέσο. Η περίπου υπερρεαλιστική προσέγγιση που ακολούθησα, στην ανάγκη της να ντυθεί με λέξεις, βρήκε την έκφρασή της μέσα από τα ποιήματα της μητέρας μου Μαρίας Ταταράκη, και του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Το Red City είναι όντως, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, κινηματογραφική μεταφορά ποίησης. Ένα, αν μη τι άλλο, επικίνδυνο εγχείρημα, που συνάντησε όμως εξ αρχής την ολόψυχη υποστήριξη του παραγωγού της ταινίας, Lindsey Aliksanyan.
Ποια σημασία προσδίδεις στα πρόσφατα γεγονότα (πολιτικές διαδηλώσεις, αστυνομική βία και καταστολή) στους δρόμους της Αθήνας, και τα οποία έχεις εντάξει στην ταινία σου σε σχέση με τις μελλοντολογικές εικασίες που αποτολμάς στην πλοκή της ; Βρισκόμαστε όντως στην απαρχή ενός εφιαλτικού «Νέου Κόσμου» όπως τον περιγράφεις και υπαινίσσεσαι ;
Στα αρχικά στάδια παραγωγής της ταινίας, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2010, οι μελλοντολογικές εικασίες ήταν σαφώς πιο περιορισμένες. Η ταινία είχε αρχικό στόχο να εξετάσει παράλληλες ιστορίες με κοινό άξονα την ερωτική πενία, αποδίδοντας μια αισθητική της απομόνωσης στο σύγχρονο αστικό τοπίο. Όμως με τις τραγικές εξελίξεις που ακολούθησαν αισθάνθηκα ότι η ταινία όφειλε να πάρει πολιτική θέση. Το βασικότερο γεγονός που καθόρισε αυτή την τροπή των πραγμάτων ήταν η αυτοκτονία της μητέρας
μου, τέλη καλοκαιριού του 2010. Μια πράξη που τη θεωρώ πολιτική, μια πράξη αντίστασης. Ήμασταν ήδη στον 4ο μήνα της παραγωγής, και έπρεπε, παράλληλα με το πένθος μου, να αποφασίσω αν θα συνεχίσω ή αν θα εγκαταλείψω το project. Τελικά συνέχισα, γιατί ήξερα ότι έδινε χαρά στη μητέρα μου αυτή η ενασχόληση με τον κινηματογράφο, αποφασίζοντας να αφιερώσω την ταινία στη μνήμη της. «Σαν έτοιμος από καιρό», εντάσσοντας στο σενάριο επιπλέον υλικό που συγκέντρωσα από παλιά της άρθρα, αλλά και ντοκουμέντα απ' τις κατοπινές διαδηλώσεις της πλατείας Συντάγματος τις οποίες κάλυπτα κινηματογραφικά, αποτύπωσα, με αποτροπιασμό και δέος, το αναδυόμενο πορτραίτο μιας κατεχόμενης Αθήνας που αποτελεί εκ των πραγμάτων την αυγή μιας Δυστοπίας. Θεωρώ ότι ανέκαθεν υπήρχαν φαινόμενα καταστολής σε αυτή την πόλη, που οδηγούσαν τα καλύτερα μυαλά της στην εξορία ή στην περιθωριοποίηση. Ο Γιώργος Ιωάννου την είχε χαρακτηρίσει «χωνευτήρι ψυχών». Καταστολή της ιδιαιτερότητας και της ελευθερίας δεν είναι μόνο η αστυνομική βία. Καταστολή τελείται χρόνια τώρα στην Αθήνα, κεκλεισμένων των θυρών, σε εργασιακούς χώρους, σχολικές αίθουσες ή γραφεία ψυχιάτρων.
Αν και παρακολουθούμε κάποια πλοκή, την ταινία τη χαρακτηρίζει μια εικαστικότητα και μια μη-αφηγηματική γραφή. Νοιώθεις ότι αυτός ήταν ο στόχος σου εξαρχής; Έχεις κάποιες σαφείς αναφορές κι επιρροές;
Αυτός ήταν ο αρχικός στόχος. Με είχε εντυπωσιάσει ο λυρισμός του Lynch ο οποίος γεννιέται υποσυνείδητα και φευγαλέα μέσα από την τραχύτητα των μεγαλουπόλεων. Το ίδιο πράγμα με εντυπωσίασε στους ποιητές της Θεσσαλονίκης με κατεξοχήν περίπτωση τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Αναφορές υπάρχουν ποικίλες, σε Fellini, Kubrick, Scott, Gilliam. Επίσης υπάρχουν ισχυρές επιρροές από το χοροθέατρο και από τη μεταμοντέρνα αισθητική της Lady Gaga. Καθόλου δεν με απασχόλησε η αφηγηματικότητα και ο ρεαλισμός στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Έπιασα να συνθέσω ένα ποίημα, έτσι όπως το ήθελε να είναι ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου:
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Η μουσική υπογραμμίζει και οδηγεί σε κορυφώσεις δραματικές και θεματικές. Μια σταθερή «απειλή» διατρέχει την ταινία. Μήπως ο συνθέτης σου Σταμάτης Χατζηευσταθίου καθόρισε ή ακόμα και εκτροχίασε το ύφος της ταινίας αν όχι και την ίδια τη θεματική της;
Νοιώθω πολύ ευγνώμων που είχα την ευκαιρία και την τιμή να συνεργαστώ με τον συνθέτη και στιχουργό Σταμάτη Χατζηευσταθίου. Η μουσική και οι στίχοι που ο Σταμάτης έγραψε εμπνευσμένος από την ταινία, επιτυγχάνουν να δώσουν φωνή σε ένα μέχρι πρότινος αόρατο σύμπαν και να αναδείξουν με λυρισμό τις εύθραυστες συναισθηματικές εκφάνσεις μιας φιμωμένης πραγματικότητας. Τον ευχαριστώ που πίστεψε από τη πρώτη στιγμή στην ιδέα μου, και που με το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία του βοήθησε να μετατρέψουμε αυτό τον φευγαλέο ψίθυρο που ήταν κάποτε το Red City, σε έργο τέχνης και ντοκουμέντο μιας εποχής, κάτι δηλαδή που όπως ο ίδιος μου έχει πει, αποτελεί για τις ερχόμενες γενιές «ιστορική σημειολογία». Γενικότερα, ναι, οι μουσικοί και οι ποιητές της ταινίας καθόρισαν το ύφος και εκτροχίασαν τη θεματική της. Παραδόθηκα σε αυτή την «απειλή». Τα έπαιξα όλα για όλα. Πώς αλλιώς; Η ταινία θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αρκετό μέρος της μουσικής της; Ακόμα και χωρίς την ποίησή της; Ναι, αλλά θα ήταν κάτι άλλο. Πιο συμβατικό. Παρατηρώ έναν φόβο για τη μουσική στις σύγχρονες ελληνικές ταινίες. Ατέλειωτες σιωπές σε μεγάλους άδειους χώρους. Αυτό ήθελα να το αποφύγω. Υπάρχει επίσης μια δαιμονοποίηση της ποίησης στον κινηματογράφο. Λένε πολλοί ότι «αυτά γίνανε στο παρελθόν και τώρα είναι παρωχημένα». Εμένα παρωχημένες μου φαίνονται οι επί τούτου πεζότητες και οι χολυγουντιανές
εκρήξεις. Με γοητεύει το ψυχεδελικό ταξίδι στο όνειρο και στον χώρο του αοράτου. Γι αυτό και άφησα το τιμόνι στους ποιητές και τους μουσικούς.
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον σχόλιο που σου έχουν κάνει; Ήταν πολιτικής, καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής χροιάς;
Ήταν πολιτικής χροιάς. Άτομα που είχαν βρεθεί στην κατάληψη του Συντάγματος από την πρώτη έως την τελευταία μέρα, στις ημερίδες, τις θεματικές ομάδες και τις λαϊκές συνελεύσεις, στις ειρηνικές διαδηλώσεις και τα βίαια επεισόδια καταστολής, μου είπαν ότι τα πράγματα ήταν έτσι όπως τα έδειξα. Τη μεγαλύτερη όμως εντύπωση μου έκανε όταν άκουσα από κάτοικο της Ελβετίας ότι η πλοκή της ταινίας θα μπορούσε να διαδραματίζεται στη Γενεύη.
Υπάρχει χάσμα -όσον αφορά την ερμηνεία της ταινίας-, μεταξύ της παλιότερης γενιάς και των συνομήλικων σου καλλιτεχνών και θεατών;
Δεν παρατήρησα ηλικιακό χάσμα, διότι άνθρωποι από 16 μέχρι 90 χρονών, με συγκεκριμένες προσλαμβάνουσες και ευαισθησίες, μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν την ταινία και να την ευχαριστηθούν. Υπάρχει ωστόσο έντονο γεωγραφικό χάσμα, διότι σε χώρες του εξωτερικού παρουσιάζεται πολύ μεγαλύτερη ανοχή και δεκτικότητα ως προς το διαφορετικό.
Ντίνος Χριστιανόπουλος - Μάνος Τσίζεκ
Σε ποιο βαθμό σε έχει επηρεάσει ο παππούς σου Κάρολος Τσίζεκ, ο εξαιρετικός ζωγράφος-γραφίστας της Θεσσαλονίκης;
Μεγάλωσα τριγυρισμένος από τα έργα του. Μικρότερος τα θεωρούσα σχεδόν ως κάτι το αυτονόητο, ωριμάζοντας άρχισα να συνειδητοποιώ σταδιακά το ανεξάντλητο εύρος, την πρωτοτυπία, και την ιδιοφυή τεχνοτροπία της δουλειάς του. Όπως έχει πει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, το έργο του Κάρολου Τσίζεκ είναι μια θάλασσα, τελειωμό δεν έχει. Είμαι βαθύτατα επηρεασμένος και είναι μια επιρροή που βρίσκεται αποτυπωμένη στα γονίδιά μου. Φανταστείτε πόση χαρά μου έδωσε όταν παρακολούθησε μαζί μου το Red City, στα ενενηκοστά του γενέθλια τον περασμένο Μάιο. Στο τέλος μου είπε ενθουσιωδώς ότι πρόκειται για «μια πολύ μοντέρνα και όμορφη δουλειά». Αυτό για μένα ήταν αρκετό για να πιστέψω ότι είμαι στον σωστό δρόμο και ότι έτσι πρέπει να συνεχίσω.
συνέντευξη: Χρήστος Παρίδης
σχόλια