Eνώ ο τουρισμός είναι ένα ταξίδι που το προετοιμάζουν ταξιδιωτικά γραφεία και εταιρείες, η εσωτερική μετακίνηση, όταν αφορά έναν ηλικιωμένο και φτασμένο συγγραφέα που αποφασίζει να κάνει τον γύρο της πατρίδας του μόνος με τον σκύλο του ονόματι Τσάρλι, μοιάζει με ευεργετική ασθένεια των ματιών και του θυμικού. Ο Στάινμπεκ είναι αγαπητός στη χώρα μας, καθώς κέρδισε το αναγνωστικό κοινό περασμένων δεκαετιών με τα Σταφύλια της οργής, Ανατολικά της Εδέμ, Άνθρωποι και ποντίκια κ.ά., έστω κι αν οι δηλώσεις του για τον πόλεμο του Βιετνάμ, εξοργιστικές και ενίοτε απάνθρωπες, ψύχραναν τους αναγνώστες του. Όπως και να έχει το πράγμα, ως συγγραφέας ταυτίστηκε με τα βαθύτερα νάματα της αμερικανικής παράδοσης - όπως και ο Χέμινγουεϊ.
Άρα η επαναληπτική όσο και ατελεύτητη ανακάλυψη της Αμερικής έπαιξε στη ζωή του ρόλο ανεξάντλητης πηγής νοήματος. Άλλωστε το δηλώνει απλά: «Εγώ, ένας Αμερικανός συγγραφέας που γράφει για την Αμερική...».
Δεν είναι τουρίστας, περιηγητής, παθολογικά περίεργος, οπτικομανής, βαριεστημένος ή άνθρωπος του περιθωρίου. Παραγγέλλοντας ένα ημιφορτηγό που θα κουβαλάει πάνω του ένα σπιτάκι με τα όλα του (από βιβλία και όπλα μέχρι κουζίνα, κρεβάτια, χημική τουαλέτα κ.λπ.), ουσιαστικά επιχειρεί να γνωρίσει τη χώρα του καβάλα στον «Ροσινάντε» του. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι παίρνει μαζί του μόνο τον σκύλο του. Όταν «πας κάπου», πιθανότατα θέλεις να απομακρυνθείς «από κάπου». Ο Στάινμπεκ θέλει τάχα να εγκαταλείψει το πανθομολογούμενο κύρος του και να στραφεί ταπεινά προς το άγνωστο; Η εμμονή στον σκύλο του δηλώνει το αντίθετο: οι δικές του γόνιμες δεκαετίες έχουν παρέλθει, η Αμερική έχει αλλάξει, συνεπώς ταξιδεύει από πόλη σε πόλη και από ερημιά σε ερημιά με την αίσθηση ότι πρέπει να ξαναγνωρίσει τους ανθρώπους που περιέγραψε άλλοτε.
Εννοείται ότι ο Στάινμπεκ ήταν διάσημος και πιθανότατα δεν θα περνούσε απαρατήρητος από πόλη σε πόλη. Εντούτοις, κανείς δεν τον αναγνώρισε, για τον απλούστατο λόγο ότι κινήθηκε σε ερημιές, σε αυτοκινητοδρόμους και τόπους όπου οι άνθρωποι καταγίνονταν με τα στοιχειώδη.
Για έναν γνώστη -ο λόγος το λέει- της Αμερικής, το ταξιδιωτικό του Στάινμπεκ παρέχει απίθανο εντόπιο υλικό, για εμάς, όμως, που δεν έχουμε πατήσει το πόδι μας στην πατρίδα του, η διαδοχή πόλεων, περιοχών, ποταμών κ.λπ. παρέλκει. Αυτό που μένει στη μνήμη αφορά νοοτροπίες, αντιδράσεις, γλώσσες και, φυσικά, γνωριμίες των λίγων λεπτών. Ένα είναι βέβαιο: ότι κάθε του χαρακτηρισμός είναι εύστοχος διότι υποκρύπτει πείρα και χαρακτήρα. Γράφει για τις πόλεις: «Οι αμερικανικές πόλεις είναι σαν τρύπες ασβών περικυκλωμένες από σκουπίδια - όλες ανεξαιρέτως περιβάλλονται από σωρούς παλιών σκουριασμένων αυτοκινήτων, πάνω από τα οποία σωρεύονται απορρίμματα (...). Περνώντας δίπλα στα σκουπίδια σκεφτόμουν ότι στη Γαλλία και την Ιταλία αυτά τα πεταμένα πράγματα θα χρησιμοποιούνταν στη συνέχεια για κάτι άλλο. (...) Όταν ένα ινδιάνικο χωριό γέμιζε από τις ίδιες του τις βρομιές, οι κάτοικοι το εγκατέλειπαν και μετακόμιζαν αλλού. Αλλά δεν έχουμε πια χώρο για να μετακομίζουμε».
Εννοείται ότι ο Στάινμπεκ ήταν διάσημος και πιθανότατα δεν θα περνούσε απαρατήρητος από πόλη σε πόλη. Εντούτοις, κανείς δεν τον αναγνώρισε, για τον απλούστατο λόγο ότι κινήθηκε σε ερημιές, σε αυτοκινητοδρόμους και τόπους όπου οι άνθρωποι καταγίνονταν με τα στοιχειώδη. Μπαίνοντας σε ένα από τα εστιατόρια που βρίσκονται κατά μήκος των αυτοκινητοδρόμων, παρατηρεί τους θαμώνες και συμπεραίνει: «Οι άνθρωποι που ξυπνάνε από τα χαράματα δεν πιάνουν κουβέντα με ξένους. Ακόμα και μεταξύ τους λίγα λένε. Οι συζητήσεις στο πρόγευμα περιορίζονται σε μια σειρά από λακωνικά γρυλίσματα. (...) Οι πελάτες ήταν σκυμμένοι πάνω από τα φλιτζάνια τους σαν φτέρες». Συχνά, πολύ συχνά, ο αφηγητής μοιάζει να δοκιμάζει πάνω σε τυχαία πρόσωπα (π.χ. σε μια σερβιτόρα) χαρακτηρισμούς που θα ταίριαζαν καλύτερα σε κάποιο λογοτεχνικό πρόσωπο. «Η σερβιτόρα φορούσε μια ποδιά φτιαγμένη θαρρείς από σφουγγάρι. Δεν ήταν ευχαριστημένη αλλά ούτε και δυσαρεστημένη μπορούσες να την πεις. Δεν ήταν τίποτα. Χρειάζεται να είσαι κάτι μέσα σου μόνο και μόνο για να μην καταρρεύσει το κέλυφός σου. Αυτό το κενό βλέμμα, το νωθρό χέρι, αυτό το μάγουλο το πουδραρισμένο σαν ντόνατ με ζάχαρη, δεν μπορεί, κάποιο όνειρο ή ανάμνηση θα είχε».
Παρότι η μεγαλειώδης περιήγηση του αφηγητή μοιάζει με περισπούδαστη έρευνα, καθετί πρωτοφανέρωτο από σελίδα σε σελίδα αρχίζει να θυμίζει εσωτερικό μονόλογο ανθρώπου που έχει σωθεί το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του. Επ’ αυτού ο αναγνώστης μπορεί να μαντέψει την αμερικανική «εσωτερικότητα» που απεργάζεται ψυχικές ισορροπίες, καταφεύγοντας πάντα σε ρεαλιστικές παρατηρήσεις. Η αίσθηση του πένθους για μιαν εξαντλημένη ζωή μεταστρέφεται ρεαλιστικά σε εμπειρική παρατήρηση.
«Απέδειξα ότι δεν μπορώ να περιγράψω το Ντηρ Άιλ. Έχει κάτι που κλείνει την πόρτα στις λέξεις. Θυμάμαι καθαρά την ποιότητα του φωτός, τη φθινοπωρινή διαύγεια. Οι πέτρες, ένα κομμάτι ξύλο στην παραλία που το είχε λειάνει και ξεβράσει η θάλασσα, μια στέγη - όλα ξεχώριζαν. Κάθε πεύκο ήταν ξεχωριστό σαν να μην αποτελούσε μέρος του δάσους. Κάνοντας μια μεταφορά, θα μπορούσα άραγε να πω ότι και οι άνθρωποι έχουν αυτή την ιδιότητα;».
Οι μεγάλες πόλεις μεγαλώνουν και τα χωριά μικραίνουν, διαπιστώνει ο Στάινμπεκ, για να συνεχίσει με την ανάποδη σκέψη: «Είμαι σίγουρος ότι, όπως όλα τα εκκρεμή αλλάζουν φορά, θα έρθει ο καιρός που οι υπερτροφικές πόλεις θα εκραγούν και θα ανοίξουν σαν μήτρες, σκορπίζοντας τα παιδιά τους προς την ύπαιθρο. Ωσότου συμβεί αυτή η μεταστροφή, οι φορτηγατζήδες θα οργώνουν τη χώρα πέρα δώθε, χωρίς να ανήκουν πουθενά. Σε μια χωρα όπου η έλλειψη μεγάλης ιστορίας αντικαθίσταται με συνταρακτικές ταχυτητες σε κάθε λογής πρόοδο, φυσικό είναι να λέει κανείς ότι «Ως έθνος πεινάμε για ιστορία, όπως η Αγγλία τον δωδέκατο αιώνα, όταν ο Γοδεφρείδος του Μόνμαουθ κατέγραψε το χρονικό των Βρετανών βασιλιάδων σκαρώνοντας και μερικούς παραπάνω, ώστε να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση.
Όπως οι πολιτείες και οι μικρές κοινότητες, έτσι κάθε Αμερικανός αναζητεί σύνδεση με το παρελθόν και ιστορική συνέχεια. Οι ειδικοί στη γενεαλογία εργάζονται μέρα νύχτα κοσκινίζοντας τα προγονικά υπολείμματα για να βρουν κάποιο σπέρμα μεγαλείου. Πριν από λίγο καιρό αποδείχτηκε ότι ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ καταγόταν από το βασιλικό σόι της Βρετανίας...». Η αλήθεια αποδεικνύεται ανίσχυρη μπροστά στην καταγωγική δύναμη του μύθου.
Σε μια χώρα όπου όλοι είναι μετανάστες με ξένες γενεαλογικές ρίζες, πώς μπορεί να νιώθει κανείς; Πώς αισθάνονται τα παιδιά του χωρίς ρίζες; Πρόκειται για κάτι καλό ή για κάτι κακό;
Ο Στάινμπεκ δίνει τον λόγο σε έναν πατέρα με διανοητικότητα: «Πόσοι άνθρωποι σήμερα έχουν αυτό που λες; Τι ρίζες υπάρχουν όταν μένεις στον δωδέκατο όροφο; Τι ρίζες έχεις στα συγκροτήματα των λαϊκών πολυκατοικιών όπου στριμώχνονται εκατοντάδες και χιλιάδες σχεδόν πανομοιότυπα διαμερισματάκια; Ο πατέρας μου μεγάλωσε στην Τοσκάνη, σε ένα σπίτι όπου είχε ζήσει η οικογένειά του για χίλια χρόνια.
Αυτό μάλιστα, είναι ρίζες: δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, ούτε απόπατος, και μαγείρευαν με κάρβουνα ή με κληματόβεργες. Είχαν μονάχα δυο δωμάτια, μια κουζίνα κι ένα υπνοδωμάτιο, όπου κοιμόντουσαν όλοι μαζί... Τι είναι καλύτερο; Αν είχε περιθώριο εκλογής, ο πατέρας μου θα τις έκοβε τις ρίζες και θα ζούσε όπως εμείς εδώ... Και η γυναίκα μου από ρίζες προέρχεται - οι γονείς της ήταν Ινδιάνοι...». Οι σελίδες 140-141 μιλούν για τις ρίζες υποδειγματικά.
Ήδη περί τα μέσα της αφήγησής του ο αφηγητής διερωτάται σοβαρά: Ξεκίνησα αυτό το ταξίδι για να μάθω κάτι περισσότερο για την Αμερική - μαθαίνω τίποτα; Το σημαντικό είναι ότι οι σελίδες του πρώτου μέρους του βιβλίου υπαγορεύονται από μια συμπαθητική διάθεση για όλα τα στοιχεία που δεν φθέγγονται: δάση, λίμνες, ποτάμια, έρημοι, ζώα, πτηνά, καταιγίδες, ξηρασίες, φαγητά, σπίτια, οικισμοί, χώροι εργασίας, διασκέδασης. Κατόπιν, η προσοχή του στράφηκε στους μύθους (με πρώτο και καλύτερο τον μύθο του μετανάστη που έγινε Αμερικανός), της αμερικανικής πόλης, των ΗΠΑ ως του μεγαλύτερου και νεότερου έθνους στον κόσμο, με αποτέλεσμα να στραφεί προς τους μύθους της ατομικής καταγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο άνθρωπος που γεννήθηκε στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας έγινε «βέρος» Νεοϋορκέζος, παρότι δεν λησμόνησε την αρχική του εστία. Μάλιστα, προσυπογράφει τον Τομ Γουλφ: «Δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι - το σπίτι, η πατρίδα, έχει πάψει να υπάρχει, επιζεί μόνο στη ναφθαλίνη της μνήμης».
Αρα, η κατάληξη σχετίζεται με την ομολογία ότι στόχος του ταξιδιού ήταν ο λαός «του» και η χώρα «του». Πράγματι, παρά την απέραντη έκταση, παρά την ομοσπονδιακή οργάνωση, τις επιμέρους τοπικιστικές αντιλήψεις, παρά τις διασταυρούμενες φυλές και τα φύλα που προέρχονται από άλλα έθνη, η Αμερική είναι ένα και μοναδικό έθνος, μια νέα συνεκτική φυλή. Οι Αμερικανοί είναι περισσότερο Αμερικανοί και λιγότερο Βόρειοι, Νότιοι, από την Ανατολική ή τη Δυτική Ακτή. Είναι περισσότερο Αμερικανοί απ’ ό,τι οι απόγονοι Άγγλων, Ιρλανδών, Ιταλών, Εβραίων, Γερμανών, Πολωνών. Οι Κινέζοι της Καλιφόρνιας, οι Ιρλανδοί της Βοστώνης, οι Γερμανοί του Γουισκόνσιν, ακόμα και οι νέγροι της Αλαμπάμα έχουν πολλά κοινά και λιγοστές διαφορές. Η αμερικανική ταυτότητα είναι ένα ακριβές πράγμα, που αποδεικνύεται με την παρατήρηση και τη λογική (σ. 273).