KΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνα
Απλό Θέατρο - Κεντρική Σκηνή - 1991/1992
Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου
Σκηνοθεσία: Αντώνης Αντύπας
Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Παίζουν
Τσερλίνε: Αλέκα Παΐζη
Κύριος Α: Τάκης Ασημακόπουλος
Η Ελένη Βαροπούλου για την ερμηνεία και την σκηνοθεσία του έργου που θα ακούσετε
Στο Απλό θέατρο - Φουαγιέ «Απλό Θέατρο» οι παραστάσεις δηλώνουν την προσήλωση του Αντώνη Αντύπα σε ένα θέατρο δωματίου όπου κυριαρχεί ο λυρισμός των σκηνικών εικόνων και το πάθος της γλώσσας. Μπορεί στις σκηνές του θεάτρου αυτού να σκηνοθετούν και άλλοι σκηνοθέτες ή σκηνοθέτριες, με ματιές πάνω στα έργα και με σκηνικά ιδιώματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, όμως τελικά οι εργασίες σφραγίζονται όλες με την αμετάκλητη ένταση που προκύπτει καθώς οι ηθοποιοί, σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές, παλεύουν με τον ψυχισμό των δραματικών προσώπων και με τις σκοτεινές πλευρές της ύπαρξης, εκθέτοντας μπροστά στο κοινό, όπως το υπαγορεύει η ριψοκίνδυνη γειτνίαση, τις δικές τους φυσιογνωμίες, τα σώματα, τη φωνή. Περισσότερο και από τις δραματουργίες της υποκειμενικότητας που συνήθως αναδεικνύονται εδώ, είναι η φύση του χώρου ως μικρή αρένα των ανθρώπινων τραυμάτων και η ιδέα μιας παράστασης που στηρίζεται στις εκφραστικές ποιότητες και στην ιδιοσυγκρασία κάθε ηθοποιού, αυτά τα οποία χαρακτηρίζουν την αισθητική του «Απλού Θεάτρου».
Ο σκηνοθέτης Αντώνης Αντύπας έχει θεμελιώσει τη δουλειά του πάνω σε διδάγματα του Θεάτρου Τέχνης και του δασκάλου του Κάρολου Κουν. Αφού στα έργα που ανεβάζει, συνοδοιπορεί με τα δραματικά πρόσωπα και δεν εξορμάει πέρα από αυτό που νομίζει ότι χρειάζονται συναισθηματικά και εκφραστικά οι ανθρώπινες φιγούρες, έτσι καθώς το πρόπλασμά τους βρίσκεται κλεισμένο μέσα στον λόγο του ποιητή και καραδοκεί να ζωντανέψει με τη διαμεσολάβηση του ηθοποιού. Στη σκηνοθετική καθοδήγησή του ο Αντύπας είναι γενναιόδωρος. Αφήνει στους ηθοποιούς πολλά περιθώρια για πρωτοβουλίες και τους παρέχει ελευθερίες για να αποκαλύψουν με τον δικό τους άμεσο τρόπο τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπινης μοίρας εξιχνιάζοντας την αλχημεία των διαπροσωπικών σχέσεων. Επάνω στην σκηνή, ακόμη και η ασήμαντη περίπτωση οφείλει να φανερωθεί με όλη τη σημαντικότητα ή το μεγαλείο της. Η «μικρή ιστορία» πρέπει να παραπέμψει σε μια παγκοσμιότητα όπως εξάλλου και ο ηθοποιός ως μονάδα με την παρουσία, τις χειρονομίες, τις κινήσεις, την ομιλία του, βρίσκεται εκεί συμπυκνώνοντας το ανθρώπινο. Οι σκηνοθεσίες του Αντώνη Αντύπα είναι βαθιά ανθρωποκεντρικές: γιατί καταπιάνονται με τις περιπέτειες του Είναι, με το αμάρτημα του ατόμου όταν σφάλλει αλλά και με το καλλιτεχνικό ερώτημα ποια είναι η προσήκουσα φόρμα για να αποδοθεί το προσωπικό, το ιδιωτικό, το μύχιο. Έτσι προσανατολισμένος ο σκηνοθέτης, παρακολουθεί τους κλυδωνισμούς των συνειδήσεων, σεισμογραφεί το συναίσθημα, ανιχνεύει το βίωμα, υποθάλπει τη συγκίνηση, ενώ χωρίς να επεξηγεί τις συμπεριφορές ή να σβήνει από τα πρόσωπα το φωτοστέφανο του αινίγματος, παίζει με ένα Clair-obscur πρεσβεύοντας ότι ορισμένες φράσεις μπορεί να ειπωθούν μονάχα στο σκοτάδι κι άλλες μονάχα στο φως.
Τη θεατρική περίοδο 1991-1992 ο Αντώνης Αντύπας ανέβασε, με ηθοποιό την Αλέκα Παΐζη , ένα κείμενο πρόζας, παρμένο από το μυθιστόρημα «Οι αθώοι» του Χέρμαν Μπροχ. Επρόκειτο για το πέμπτο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο «Η διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε». Σε εκείνη την παράσταση, μια από τις καλύτερες ώρες για την τέχνη του μονολόγου στην Ελλάδα, δικαιώθηκαν τόσο η αφήγηση στο θέατρο σαν πράξη ομιλίας που γεννάει θαυματουργά τις λέξεις επάνω στη σκηνή και υποθάλπει τη μαγεία του ακούσματος όσο και η εκμυστήρευση σαν ιδιαίτερη μορφή του αφηγηματικού λόγου, μυθώδης και εύθραυστη. Τέτοιοι μονόλογοι απαιτούν από τους ηθοποιούς τεράστια εσωτερική φαντασία, αισθαντικότητα, αφού χρειάζεται να αφουγκρασθούν τις αναπνοές του κειμένου και μια ικανότητα για διαρκείς εσωτερικές ανατροπές.
Η Αλέκα Παΐζη που υποδύθηκε την Τσερλίνε, ένα αδίσταχτο, αρπακτικό πλάσμα δοσμένο με όλες του τις δυνάμεις στο ύπουλο σχέδιο για κυριαρχία και δύναμη, έσκαψε βαθιά μέσα στον χαρακτήρα της ανταγωνιστικής γυναίκας που διηγείται κρυφές οικογενειακές υποθέσεις και ανομολόγητες πράξεις, που προβαίνει σε αποκαλύψεις και παραβιάζει το ερωτικό απόρρητο, όχι μονάχα για να επιβεβαιώσει τον θρίαμβό της αλλά και για να ενισχύσει την εξουσία της. Όμως η ηθοποιός δεν αρκέστηκε να σκιαγραφήσει την υπηρέτρια Τσερλίνε σε μιαν εύγλωττη κατάθεση της πορείας της προς την αυτοδικαίωση, σε μιαν ωμή επίδειξη της μαεστρίας με την οποία χειραγωγεί, υποδουλώνει τους άλλους, σε μιαν αφοπλιστική ομολογία του ερωτικού πάθους που η απολυτότητα του προκαλεί ρίγος. Κινούμενη πέρα από τις ψυχολογικές ανάγκες του ρόλου, η Παΐζη εισχώρησε στις πτυχές της ποιητικής του Μπροχ και περιπλανήθηκε στα μονοπάτια μιας στοχαστικής πρόζας που βγαίνει από την καθαρά ιδιωτική σφαίρα και από τα στενά όρια του προσωπικού πεπρωμένου για να διαβεί το κατώφλι της «μεγάλης ιστορίας»: εκεί όπου το μπερδεμένο ρομάντζο, τα καθημερινά πάθη, τα πλέγματα, τα ταπεινά κίνητρα και η απουσία ηθικών φραγμών, παίρνουν παραδειγματικές διαστάσεις σημαίνοντας κάτι γενικότερο, καθολικά επικίνδυνο, τρομακτικό.
Η παράσταση του «Απλού Θεάτρου» δεν στόχευσε να απεικονίσει τον κοινωνικό περίγυρο της Τσερλίνε, να σηματοδοτήσει έναν κόσμο στη δίνη της αποσύνθεσης, να υπαινιχθεί το περιβάλλον της μοχθηρότητας, της πτώσης και της παρακμής μέσα στο οποίο κινούνται, υπνοβατούν, οι ένοχοι του Χέρμαν Μπροχ, απενοχοποιημένοι κάτω από τη μάσκα της ανευθυνότητας ή της αθωότητας. Ούτε βαρύ κλίμα, φορτωμένο πολιτικές απειλές και προαισθήματα έστησε ο σκηνοθέτης, ούτε προσέφυγε σε κάποιο σκηνικό σχόλιο για να ασκήσει κριτική στη στάση ζωής ή να ειρωνευτεί το ήθος των προσώπων και τις πωρωμένες συνειδήσεις. Αντιθέτως, παρέδωσε το κείμενο του Μπροχ ατόφιο και χωρίς δικές του επεμβάσεις στην ηθοποιό για να το εκφέρει εξομολογητικά, να το ιστορήσει στον Κύριο Α, πρώτον παραλήπτη-ακροατή της ανομολόγητης πλεκτάνης και του μοιραίου πάθους, που η ίδια είχε καταχωνιάσει στην κρύπτη της μνήμης πριν να σημάνει η ώρα να το ανακαλέσει, να το κατονομάσει.
Μιαν εργασία μνήμης επιτελεί ο αφηγητής όταν διηγείται ιστορίες ζωής και σηκώνει το πέπλο της λήθης για να επαναφέρει κάτι από το παρελθόν σαν κυρίαρχος του χρόνου. Επειδή η Τσερλίνε είναι μια κυρίαρχος του χρόνου, γι' αυτό και μπορεί να αφηγηθεί πώς είχαν εμπλακεί τα πρόσωπα στην υπόθεση, μπορεί να υφάνει τις ιστορίες τους κλώθωντας το νήμα της ζωής σαν Μοίρα και να προφητεύσει το τέλος. Στο Απλό Θέατρο η παράσταση άρχιζε με την είσοδο της υπηρέτριας στο δωμάτιο του Α, ύστερα από ένα διακριτικό χτύπημα στην πόρτα και με την ερώτηση: «Κοιμάστε;» Η επιστροφή στο παρελθόν συνιστά ένα είδος αφύπνισης και απαιτείται η εγρήγορση της Τσερλίνε και η αγρύπνια του ακροατή, του Α, που στην παράσταση ερμηνεύτηκε από τον Τάκη Ασημακόπουλο, για να υπάρξει διήγηση. Για τον Α η ιστορία είναι ένα όνειρο μέσα στην αϋπνία του, για την Τσερλίνε είναι ένα ξεφύλλισμα του βιβλίου της μνήμης. Η Αλέκα Παΐζη περιλαμβάνοντας στη διήγησή της την αόρατη χειρονομία του αφηγητή που ξεφυλλίζει αυτό το βιβλίο, δεν αναλώθηκε να βρει τη σωματική και βιωματική ενέργεια της υπηρέτριας σε ένα παθιασμένο ξεκαθάρισμα κοινωνικών και ερωτικών λογαριασμών. Η κατάσταση, ο ψυχισμός ήσαν έκδηλα, όμως για την ηθοποιό δεν προείχε η κατευθείαν έκφραση του ερωτισμού, της εκδικητικότητας, της σκληρής απαίτησης για τιμωρία και εξιλασμό, με άλλα λόγια δεν είχαν προτεραιότητα τα ψυχολογικά ελατήρια, τα κίνητρα, τα αισθήματα που τάραζαν την Τσερλίνε. Με στιλπνά χρώματα, με αβρότητα και διαύγεια η Παΐζη ερμήνευσε το πρόσωπο, καθώς όμως αυτό γίνεται φορέας της αφηγηματικής τεχνικής του Μπροχ. Επειδή η διήγηση ήταν το μεγάλο ζητούμενο και όχι η ενσάρκωση ενός προσώπου, η ηθοποιός καθήλωνε τον θεατή-ακροατή με τον ιεραρχημένο, ήρεμο τρόπο της να διηγείται τα γεγονότα, να εντοπίζει τις λεπτομέρειες, να φροντίζει τη διατύπωση, τόσο όταν έκανε υπαινιγμούς ή υποδυόταν την εχέμυθη όσο και όταν ήταν αθυρόστομη ή μιλούσε απροκάλυπτα. Οι θεατές και ο επί σκηνής ακροατής της, ο κύριος Α, χάνονταν στους δαιδάλους του συναισθήματος και του λόγου, είχαν ενώπιόν τους ένα γυναικείο πρόσωπο που μιλούσε για τον εαυτό του και αναθυμόταν το άλλοτε, ενώ συγχρόνως παρακολουθούσαν την έλευση μιας αβυσσαλέας συνείδησης στον χώρο.
Και ακριβώς αυτήν την έλευση υπηρετούσε η ηθοποιός κατά την πράξη της αφήγησης καθώς η διήγησή της διέθετε έναν τόνο αποξένωσης, σαν να επρόκειτο για μια ξένη ιστορία, πρωτόφαντη, που δεν αφορούσε αυτή καθεαυτή την Τσερλίνε αλλά κάποιους τρίτους.
Για τον θεατή η ανάμνηση της Παΐζη στη «Διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε» συνοψίζεται σε ένα ανάλαφρο, κομψό παίξιμο, ένα είδος παιχνιδιού με τα λεγόμενα, μερικές φορές εντελώς φυσικό, εξαιρετικά ακριβές, ρεαλιστικό όσον αφορά ορισμένες χειρονομίες ή κινήσεις και άλλοτε φορτισμένο με μια περίτεχνη λακωνικότητα και περιεκτικότητα, με ιδιότυπες παύσεις και σιωπές, με μιαν αυθαίρετη, φευγαλέα έξαρση έτσι ώστε δίπλα στην απλότητα να παράγεται μια μεταφυσική αίσθηση. Μεταφράζοντας το κείμενο του Μπροχ για την παράσταση του «Απλού Θεάτρου», είχα την τύχη να συναντήσω την Αλέκα στο σπίτι της όπου μιλήσαμε για το καθεστώς του αφηγηματικού λόγου και τη συγκεκριμένη διήγηση. Θυμάμαι πως όταν την είδα στο «Απλό Θέατρο» να παίζει, θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο είχε αποτινάξει τα δεσμά του ψυχολογισμού και του νατουραλισμού για να κινηθεί με ευφυία και φαντασία στην επικράτεια των λέξεων. Γι' αυτό ήταν τόσο ευάλωτη και τόσο παρηγορητική όταν αποδεχόταν στο ακέραιο την τυραννία του αλησμόνητου, τόσο αμετανόητη, ένοχη, αλύγιστη και συνάμα τόσο, ήπια και αθώα. Θωπεύοντας τις λέξεις, αιωρούμενη ανάμεσα στα αισθήματα και συνδυάζοντας την εσωτερικότητα με μια σχεδόν χορευτική χειρονομία, ένα γλίστρημα πάνω στην επιφάνεια, στην επιδερμίδα του δραματικών καταστάσεων, είχε πλάσει μια Τσερλίνε σε αναζήτηση του δικού της χαμένου χρόνου αλλά και του Υψηλού στην αφηγηματική τέχνη.
σχόλια