Αν θέλεις να μιλήσεις για κάτι, μίλα για κάτι άλλο
Κονάκι λέγαμε τον Ένοικο. Καλύβην, σπίτι, και γιατάκι. Καμωματού την Καλλιδρομίου. Τους Έξι τους λέγαμε Οι Έξι, και την Βίκυ την λέγαμε, και την έλεγαν κι αυτοί, Βίκυ των Έξι. Λέγαμε Πρωτοχρονιά την Πατησίων, λέγαμε Καθαρά Δευτέρα την Καλλισπέρη, και Πάσχα και Ανάσταση την Καλλιδρομίου. Κι εμάς μας έλεγαν πότε Χαραμοφάηδες και πότε Φτηνοφαγάδες. Και διαβάζαμε πότε Παπαδιαμάντη μανιακά, πότε Πεντζίκη μειλίχια, πότε Πύντσον μοβόρικα.
Τελικά, εδώ που τα λέμε, ο Ένοικος γέννησε. Έβγαλε πράμα. Και τι δεν ήπιαμε εκεί μέσα. Και τι δεν είπαμε εκεί μέσα.
Ο Κωστής τραγουδούσε Άκη Πάνου («Και τι δεν κάνω/ την παγωμένη σου καρδιά για να ζεστάνω/ κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω/ για πληρωμή»).
Ο Βακαλόπουλος δεν τραγουδούσε, ήταν τραγούδι ο ίδιος.
Ο Σταθόπουλος ψαλμωδούσε, σαν πρόζα όμως, στο μιλητό, ένα post-rap μουρμούρισμα λαμπίκο, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου: «Φορτώθηκα τις τύψεις μου/ και με σκυφτό κεφάλι/ την πόρτα σου αγάπη μου/ ξαναχτυπώ και πάλι».
Ο Μπαμπασάκης που, όπως αποφάνθηκε ο Παπαγιώργης, διέπεται από ένα εμβατηριακό μένος, επέμενε υπαρξιστικά, καίτοι απεχθανόταν, ανεξήγητο γιατί, τον Jean-Paul Sartre, και μέσω Πυθαγόρα διακήρυττε: «Υπάρχω μες στα μάτια σου που κλαίνε/ μες στα χείλη σου που καίνε/ και θα υπάρχω στα τραγούδια που θ’ ακούς».
Ο Λάγιος και ο Αρανίτσης, για το τι τραγουδούσανε πρέπει να γραφτεί οκτάτομη πραγματεία.
Και μετά είκοσι έτη, εκεί στον Ένοικο, εκεί στην Καλλιδρομίου, ο Μαργαρίτης έμελλε να γράψει το τέταρτο μέρος της Πραγματείας «Η Ταφόπλακα και η Κλίμακα»:
4. Μπαρμπούτι
Η συνομιλία είναι άκρως ενδιαφέρουσα και, εδώ, δεν κρυφακούσαμε, παρά ένα μικρό απόσπασμά της. Μου φαίνεται, όμως, ενδεικτικό, και της παρεξήγησης, και του θησαυρού που ανασαίνει πέρα από αυτήν.
Υποδεικνύοντας τη συνάφεια ανάμεσα στην οντολογία που ενυπάρχει σε αυτές τις δυο στάσεις (ή τρόπους) ζωής, υπενθυμίζω, απλώς, την εγνωσμένη συγγένεια των ασκητών με τους ρεμπέτες, του Heidegger με τον Γέροντα Σωφρόνιο, του Πεντζίκη με τον Joyce – και τόσα άλλα.
Υπενθυμίζω, επίσης, την αναγκαία μας πολυτέλεια του Παιχνιδιού ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, χωρίς κανόνες, όπως στα ζάρια, όπως στην Αιωνιότητα του Ηρακλείτου, όπως στις νουθεσίες του Σιναΐτη, και όπως στα ποιήματα του Bukowski.
«Βαθμίς δευτέρα! Συ που τρέχεις να σωθής, μιμήσου τον Λωτ και όχι την γυναίκα του, και φεύγε!».
«θα διασχίσεις τη ζωή ολόισια ως το / εξαίσιο γέλιο, αυτός είναι / ο μόνος καλός αγώνας / που υπάρχει».
Συνεχίζεται. Αύριο: Πέντε η ώρα που βραδιάζει
σχόλια