Τρία Μηδέν
Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν αλλά και τότε, το χίλια εννιακόσια ενενήντα δύο, ενενήντα τρία, ενενήντα τέσσερα, δεν ήταν πια αυτό που ήταν άλλοτε, δεν ήταν πια αυτό που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, φερ’ ειπείν, ή στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Και πώς να είναι; Νοσταλγείς όταν σου κόβεται η φόρα, όταν αδειάζει το δωμάτιο που ήταν γεμάτο κατάμεστο τίγκα μπαρόκ. Νοσταλγείς όταν χάνεις κάτι περισσότερο από τον χρόνο που είναι μονίμως για χάσιμο. Αυτό είναι: νοσταλγείς όταν παύεις πια να έχεις χρόνο για χάσιμο, και νοσταλγείς ακριβώς τα χρόνια που είχες χρόνο για χάσιμο, νοσταλγείς τον ίδιο τον Χρόνο-για-Χάσιμο, και τα χιόνια, ναι, τα Χιόνια του Αλλοτινού Καιρού.
«Θαν την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου», είχε γράψει ο Εγγονόπουλος, κι εσύ, Οδυσσέα Γεωργίου, είχες αντιγράψει το χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι, στην Πέμπτη Γυμνασίου, ή Δευτέρα Λυκείου όπως έγινε απότομα, σ’ ένα κόκκινο σπιράλ τετράδιο όπου αντέγραφες ό,τι διάβαζες και το κοσμούσες με φωτογραφίες κομμένες από περιοδικά και εφημερίδες κείνου του αλλοτινού καιρού. Και κάτι μήνες μετά, μειράκιο αλλά και ήδη γέρων, Οδυσσέα μου, έμελλε να αντιγράψεις από μνήμης κι όχι από το βιβλίο τον αφορισμό του Χριστιανόπουλου για τον καημένο Μακρυγιάννη, για το τζάκισμα του χεριού του και για το σέικ που χορεύουν τα κωλόπαιδα, κι έμαθες και για τον ποιητή Λευτέρη Πούλιο που είχε κι αυτός τζακίσει το χέρι του μ’ ένα λιθάρι στην Ακρόπολη συντετριμμένος, λένε, από το άχθος της Ποιήσεως.
Διότι, όπως γράφει στον Αιμίλιο ο Jean-Jacques Rousseau: «Δεν είναι τόσο σημαντικό αυτό που βλέπει, όσο η δική του επάνοδος σε ό,τι είδε, που προσδιορίζει την κρίση του γι’ αυτό».
Πιο ευφυές όνομα από το όνομα Ένοικος δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Στα μπαρ είμαστε ένοικοι όλοι μας, αλλά και το ίδιο το μπαρ είναι ένοικος στο οίκημα του Χρόνου.
Με τέτοιες μαλαγανιές, με τον Δόλο του Λόγου, την Πανουργία της Λογικής, την List der Vernunft, με τέτοια αλερετούρ στον χρόνο, με τέτοιες καταβυθίσεις στο παρελθόν και αναδύσεις στο παρόν, με τέτοιους τροπισμούς του βλέμματος, και όχι, χίλιες φορές όχι, με τη νοσταλγία, γράφονται σήμερα τα Μυθιστορήματα, δηλαδή τα ξεκαθαρίσματα των λογαριασμών με τη Φθορά και την Απώλεια.
Πολλά διαδραματίζονταν στο Μπαρ Ένοικος, άλλα θορυβώδη και άλλα ψιθυριστά, άλλα με στόματα ορθάνοιχτα ωρυόμενα κι άλλα με μάτια ψιχαλιστά, άλλα με καρδιά από φλόγα κι άλλα με μυαλό από πάγο, κι εσύ ήσουν εκεί, στην μπάρα με τον Λάμπρο Λιάγκο, και πιο κει, στη γωνία, καθόταν πάντα ο ζωγράφος του ντανταϊστικού ρεμπέτικου, ο ζωγράφος της διακόμισης του Francis Picabia στο σύμπαν του Σπαθάρη, ο ζωγράφος της ημιεκούσιας/ημιακούσιας consecration των Φτηνοφαγάδων του Thomas Bernhard, ο Τάσος Παυλόπουλος, σιωπηλός επί οκτάωρο και εννιάωρο κάθε βράδυ επί χρόνια, σιωπηλός αν εξαιρέσουμε τις σπάνιες στιγμές που σήκωνε το βλέμμα από το ποτήρι με τη βότκα, το έστρεφε στον Λάμπρο Λιάγκο και στο κενό και στον αλλοτινό του φίλο Πάνο Χαραλάμπους, και έλεγε με στοχασμένο ηδονισμό, «Τρία Μηδέν, κουφαλίτσες. Τρία Μηδέν».
Συνεχίζεται. Αύριο: Προ του ΚΟΡΕΚΤ, κορέκτ!
σχόλια