Υπάρχω
Ουστ από ‘δω, ρε κοπρίτες. Το σπάω μόνος μου.
Από τον Τζάνγκο
ΛΩΡΙΔΑ ΤΗΣ ΓΑΔΑ - ΑΠΟΓΕΥΜΑ
«Μένω Εξάρχεια. Πειράζει; Η απάντηση είναι ότι, άμα είσαι άνθρωπος, πειράζει – για να μπεις και να βγεις στη γειτονιά πρέπει να περάσεις απ’ τα checkpoints των κατοχικών δυνάμεων της ΕΛΑΣ, σαν Παλαιστίνιος. Άμα είσαι σκύλος, περνάς. Οπότε, διέσχισα το δάσος με τις αρβύλες, άφησα πίσω μου τη Λωρίδα της ΓΑΔΑ και ανηφόρισα για την απογευματινή μου βόλτα στο κέντρο. Πέρασα απ’ το καφενείο του κυρ-Βασίλη. Καθόταν πάλι απ’ έξω, μόνος -οι τελευταίοι του πελάτες πέθαναν πριν κάνα-δυο χρόνια- και βάραγε κομπολόι. Γλόμπος, τεράστιο μουστάκι, φωνή θρύψαλα από τσιγάρα κι αλκοόλ. Στάθηκα να μου πει ένα γεια.
“Καλώς τον κόπρο”, μούγκρισε. Σηκώθηκε να μου φέρει νερό. Μπήκα στον διάδρομο με τα τέσσερα τραπέζια, που τον έχει βαφτίσει καφενείο.
“Πέρασε χτες από ‘δω ένας φουσκωτός – μια ντουλάπα”, είπε βραχνά, καθώς άφηνε το πιάτο μπροστά μου. “ Ήθελε, λέει, να μου πάρει προστασία - να πληρώνω ένα ποσό τον μήνα μην πάθει τίποτα το μαγαζί”. Γέλασε, κόντεψε να πνιγεί στον βήχα του και συνέχισε: “Κάνε λίγο άκρη, του λέω. Αρπάω μια καρέκλα και τραβάω καρφί για την τζαμαρία. Τι κάνεις, φωνάζει. Το σπάω μόνος μου, του λέω. Έφτυσε κάτω. Μην τον είδατε, τον λεβέντη... Καπνός έγινε”, συμπλήρωσε βραχνά.
Ήπια, βγήκα και τριπόδισα για Σύνταγμα. Όλος ο κόσμος με κατεβασμένα τα μούτρα. Εδώ έχει πάντα ήλιο, αλλά πια δεν φτάνει για να μας φτιάξει το κέφι. Θύελλες μέτρων, βροχή τα χαράτσια, τσουνάμι τα νομοσχέδια, φορο- καταιγίδες... Μας έχουνε πηδήξει τους Νότιους, παγκοσμίως. Κι όμως, σχεδόν δεν κουνιέται φύλλο, μόνο θλίψη, παραίτηση, απόγνωση κι αγωνία για τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και τις χοντράδες του Χοντρού: χρεοκοπούμε – δεν χρεοκοπούμε, φεύγουμε - δεν φεύγουμε απ’ το ευρώ, πτωχεύουμε - δεν πτωχεύουμε. Σκέφτομαι ότι αυτό που λείπει, αυτό που έχει ξεχάσει αυτός ο κακομοιριασμένος λαός, είναι η -αμετάφραστη- λέξη φιλότιμο. Που σημαίνει, ν’ αρπάξει τις καρέκλες σαν τον κυρ-Βασίλη και να μουγκρίσει: “Ουστ από δω, ρε κοπρίτες... Το σπάω μόνος μου!”. Αλλά πού... Αυτές είναι βαριές δουλειές και τόσα χρόνια τις βαριές δουλειές παίρναμε ξένους να τις κάνουν – εμείς μεγαλώσαμε με διακοποδάνεια.
Σύνταγμα. Πλάι στο σιντριβάνι είναι αραγμένο ένα πανκιό με κασετόφωνο (!) - ακούει το “Υπάρχω” απ’ τον γερο-Πουλίκα. Αράζω δίπλα και κόβω κίνηση. Λίγο παραπέρα κοιμάται του καλού καιρού εκείνη η ψωνισμένη κουτσάβλα που της είχα αρπάξει το σουβλάκι τις προάλλες. Ποτέ δεν ξεχνάω φάτσες, ειδικά νόστιμες θηλυκές. Σπαρταράει και γρυλίζει στον ύπνο της. Πάω στοίχημα ότι, ως γνήσιο τέκνο της νεοελληνικής κοινωνίας, ονειρεύεται περασμένα μεγαλεία γκλαμουριάς και κατανάλωσης - γι’ αυτό δεν ξυπνάει με τίποτα. Φτύνω κάτω. Το πανκιό τσιτώνει τα γκάζια στα ηχεία. “Υπάρχω”».
Ατρόμητη
Ένας παίκτης του Σούμο βγήκε νοκ-άουτ.
Από τη Φρίντα
ΣΥΝΤΑΓΜΑ, FONTANA DI TREVI
«Μια φαντασμαγορική διασκευή του “Υπάρχω” απ’ τον Πουλικάκο ακούγεται εκκωφαντικά από παντού, σαν να την ξερνάει το σύμπαν πάνω στην πόλη. Ο λυσσασμένος αντίλαλος του Καζαντζίδη ξεχύνεται απ’ τον ουρανό και χλευάζει τη Lady Gaga. Νιώθω το τρίχωμά μου ν’ ανασηκώνεται. Όχι από φόβο, από έκσταση. Για πρώ- τη φορά μετά από πολύ καιρό δεν νιώθω φόβο. Ούτε κοιτάζω πίσω μου. Ανηφορίζω προς την πλατεία μαζί με ανθρώπους απ’ όλες τις φυλές και ζώα απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις. Μια αυθόρμητη και ανοργάνωτη παρέλαση. Όταν, τελικά, φτάνουμε, ενωνόμαστε με το υπόλοιπο πλήθος που χορεύει ξέφρενα γύρω απ’ το φωτισμένο σιντριβάνι. Όλοι αδειάζουν τις τσέπες τους απ’ τα τελευταία κέρματα που τους έχουν απομείνει και τα πετάνε με μανία στο νερό, κάνοντας την ίδια ευχή: να μην τα ξαναχρειαστούν ποτέ. Στον αέρα στροβιλίζονται άπειρα χαρτιά. Λογαριασμοί ΔΕΗ, φόροι επιτηδεύματος, καταναλωτικά δάνεια, στεγαστικά δάνεια... σαν χαρτοπόλεμος τις Απόκριες. Σπάω τον γιορτινό κλοιό για να προχωρήσω κι άλλο. Το άλλοτε αυστηρό, γερμανικό κτίριο της Βουλής στέκεται τώρα καμένο, έρημο και σκοτεινό. Έχει αποκτήσει, επιτέλους, το κύρος που έχουν οι ερειπωμένοι πύργοι στις ιστορίες τρόμου. Κανείς δεν θέλει να συζητάει για το κακό που συνέβη εκεί. Ο χοντρός Βαγγέλης, γυμνός και μόνος, κάθεται σε στάση οκλαδόν πάνω σε μισοσβησμένα κάρβουνα και μονολογεί επαναλαμβανόμενα: “Νομίζετε ότι εγώ ζω αλλού;”. Θα μπορούσε να παραπέμπει στον Βούδα, αλλά η αυτόματη πρώτη εντύπωση είναι ένας παίκτης του Σούμο που βγήκε νοκ-άουτ. Αραιά και πού παρουσιάζεται κάποιος περαστικός που τον φτύνει στη μούρη κι αυτό δείχνει να τον δροσίζει και να τον ευχαριστεί. Συνεχίζω να προχωράω με πηδηχτούς δρασκελισμούς. Θέλω να φτάσω όσο πιο γρήγορα γίνεται στα βόρεια προάστια. Να ρωτήσω τα σκυλιά ράτσας αν τα νέα της επανάστασης του κέντρου έφτασαν μέχρι εκεί. Αν τ' αφεντικά τους, που είχαν τα λεφτά για να πληρώνουν τους φόρους τους, αλλά δεν τους πλήρωναν ποτέ, έμαθαν γι’ αυτούς που δεν είχαν τα λεφτά για να πληρώνουν τους φόρους τους και τους μιμήθηκαν. “Καλύτερα αναρχία παρά αναισθησία”. Θα το γράψω με γκράφιτι στην πόρτα ασφαλείας του Γιωργάκη μόλις φτάσω Εκάλη. Μα... μια στιγμή... εγώ γιατί δεν είμαι κουτσή; Πώς γίνεται;… Όχιιιιι!».
σχόλια