Mάνα Κουράγιο στο Εθνικό: Πόσο «κουράγιο» πια;

ΕΠΕΞ Μητέρες και Πατέρες Κουράγιο/ Πόσο κουράγιο πια; Facebook Twitter
Κυνική, αδίστακτη, ακαταπόνητη, δαιμόνια εμπόρισσα με σπινθηροβόλο πνεύμα, η Μάνα Κουράγιο κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να εξασφαλίσει την επιβίωση της ίδιας και της οικογένειάς της εν μέσω ολέθρου. Φωτ.: Φωτ.: Ελίνα Γιουνανλή
0

Τι κρύβει στην καρδιά της η «Μάνα Κουράγιο»; Τι κατοικεί στον πυρήνα της πέρα από το προφανές αντιπολεμικό μήνυμα που όλοι εντοπίζουν με την πρώτη ματιά; 

Το έργο γράφεται το 1939 από τον εξόριστο τότε Μπρεχτ, καθώς η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία. Δέκα χρόνια αργότερα πραγματοποιεί την πρεμιέρα του σε γερμανικό έδαφος, στο Deutsches Theater, με αμέτρητες ζοφερές μνήμες και αρουραίους να ξεπροβάλλουν απειλητικά απ’ τα χαλάσματα του ερειπωμένου Βερολίνου.

Σε πρώτο επίπεδο, παρακολουθούμε την ιστορία της  Άνα Φρίλινγκ από τη Βαυαρία: αυτή είναι η διαβόητη Μάνα Κουράγιο, μια σκληρόπετση γυρολόγος που διασχίζει με το κάρο της την κόλαση του Τριακονταετούς Πολέμου, του ανούσιου και παράλογα παρατεταμένου θρησκευτικού πολέμου που αποδεκάτισε την Κεντρική Ευρώπη κατά τον 17ο αιώνα. Κυνική, αδίστακτη, ακαταπόνητη, δαιμόνια εμπόρισσα με σπινθηροβόλο πνεύμα, η Μάνα Κουράγιο κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να εξασφαλίσει την επιβίωση της ίδιας και της οικογένειάς της εν μέσω ολέθρου.

Σε καιρούς απόγνωσης οδηγούμαστε σε απεγνωσμένες πράξεις∙ στη διάρκεια των δώδεκα ετών και των ισάριθμων σκηνών κατά τις οποίες εκτυλίσσεται η δράση, ο αγώνας της Μάνας Κουράγιο θα έχει συχνά μοιραίες συνέπειες: οι δυο γιοι και η κόρη της θα χαθούν, και μάλιστα, όπως πικρά διαπιστώνουμε, αυτό θα συμβεί ενώ η προσοχή της μητέρας τους βρίσκεται στραμμένη αλλού, σε κάποια εμπορική συναλλαγή.

Ο Μπρεχτ παρουσιάζει μια ηθικά αμφίσημη φιγούρα, εμποδίζοντας, όπως πάντοτε, την αβίαστη, βολική ταύτιση του θεατή με την κεντρική ηρωίδα και προκαλώντας τον να αναλογιστεί τη μοίρα των «μικρών» ανθρώπων που αγωνίζονται ενάντια στις «μεγάλες» δυνάμεις της Ιστορίας, περιφρονημένοι και ματαιωμένοι από αυτές μέχρι τέλους.

Προσηλωμένη στο κυνήγι των κερδοφόρων ευκαιριών που της παρουσιάζονται ανελλιπώς, η Μάνα Κουράγιο απουσιάζει από τη σκηνή κάθε φορά που χρειάζεται να υπερασπιστεί, να προσφέρει μητρική παρηγοριά ή να προστατεύσει τα παιδιά της, κάθε φορά που ένα από αυτά συλλαμβάνεται από τον εχθρό ή οδεύει προς τον θάνατό του¹.

Πόσο κουράγιο πια; Facebook Twitter
Ο συγγραφέας υπονομεύει τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις της μητρότητας (ειδικά εκείνες που προέτασσε η ναζιστική κουλτούρα), επιλέγοντας να προσεγγίσει ακόμη και τον «ιερό» ρόλο της μητέρας μέσα από μια θεώρηση υλιστική. Φωτ.: Ελίνα Γιουνανλή

«Λόγω της τύφλωσής της, η Μάνα Κουράγιο ενσαρκώνει μια ανησυχαστικά οικεία σύγχρονη παραμόρφωση: τη σχέση με τα εμπορικά αγαθά, το χρήμα και την αγορά που διαστρεβλώνει τις ανθρώπινες επαφές, και αποδεικνύεται, τελικά, εχθρική προς τη ζωή. Και όμως, τι άλλο μπορεί να κάνει;» αναρωτιέται ο Τόνι Κούσνερ στην εισαγωγή της διασκευής του που ανέβηκε το 2009 στο Λονδίνο με τη Φιόνα Σο.

Ο Μπρεχτ παρουσιάζει μια ηθικά αμφίσημη φιγούρα, εμποδίζοντας, όπως πάντοτε, την αβίαστη, βολική ταύτιση του θεατή με την κεντρική ηρωίδα και προκαλώντας τον να αναλογιστεί τη μοίρα των «μικρών» ανθρώπων που αγωνίζονται ενάντια στις «μεγάλες» δυνάμεις της Ιστορίας, περιφρονημένοι και ματαιωμένοι από αυτές μέχρι τέλους.

Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας υπονομεύει τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις της μητρότητας (ειδικά εκείνες που προέτασσε η ναζιστική κουλτούρα), επιλέγοντας να προσεγγίσει ακόμη και τον «ιερό» ρόλο της μητέρας μέσα από μια θεώρηση υλιστική². «Εγώ δεν έχω ψυχή», επιμένει αντι-ηρωικά η Μάνα Κουράγιο: «Αντίθετα, χρειάζομαι προσάναμμα... Κόψε τα ξύλα να έχουμε ζεστασιά, αυτό είναι μεγάλο αγαθό στην εποχή που ζούμε», λέει στον Ιεροκήρυκα.

«Τι άλλο μπορεί να κάνει;»: το ερώτημα αυτό επιστρέφει ξανά και ξανά, όποτε βλέπουμε τη Μάνα Κουράγιο να λαμβάνει μια αμφιλεγόμενη απόφαση ή να επιδίδεται σε θανάσιμα παζάρια. «Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;»: το ερώτημα αυτό, που χτυπά στην καρδιά όλων των έργων του Μπρεχτ και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της φιλοσοφίας του Επικού Θεάτρου, είναι το ερώτημα που καλούμαστε να αναλογιστούμε κάθε φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με δυνάμεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, δυνάμεις που ξεπερνούν τις φυσικές αντοχές μας∙ το θέατρο του Μπρεχτ συνιστά ιδανικό τόπο για να τεθεί πειστικά, με ορμή και ένταση.

Πόσο κουράγιο πια; Facebook Twitter
Φωτ.: Ελίνα Γιουνανλή

Εν προκειμένω, απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν δίνει η Μάνα Κουράγιο αλλά μια άλλη γυναικεία μορφή του κειμένου: η κόρη της Κατρίν.

Όταν ο αυτοκρατορικός στρατός ετοιμάζεται να σφαγιάσει την προτεσταντική πόλη του Χάλε, όταν οι κάτοικοι του γειτονικού χωριού εξαναγκάζονται να παρακολουθήσουν την επικείμενη εισβολή αμέτοχοι, επιλέγοντας την προσευχή ως μοναδικό μέσο συμπαράστασης προς τους καταδικασμένους συμπατριώτες τους, όταν όλοι θεωρούν πως «δεν μπορούν να κάνουν τίποτα» για να προειδοποιήσουν τους τελευταίους που κοιμούνται ανυποψίαστοι στα σπίτια τους, η νεαρή Κατρίν, ενώ περιμένει τη μητέρα της να επιστρέψει από τις δουλειές της, αρπάζει ένα ταμπούρλο από το σταθμευμένο κάρο, σκαρφαλώνει στη στέγη του πλησιέστερου αγροτόσπιτου κι αρχίζει να το χτυπάει με μανία.

Χτυπάει, χτυπάει, χτυπάει και δεν σταματάει, όσα όπλα κι αν στρέφονται κατά πάνω της. Η μουγγή Κατρίν –αυτή που κανένας δεν την άκουγε ως τώρα, όσες φορές κι αν είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει τους γύρω της– βρίσκει εδώ, στην κορυφαία και πιο συγκινητική σκηνή του έργου, τη φωνή της. Και είναι τόσο εύγλωττη, που πείθει τις πέτρες να μιλήσουν και τους κοιμισμένους να ξυπνήσουν. Γιατί υπάρχει πάντοτε κάτι να κάνουμε, κάθε φορά που νομίζουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε...

Πόσο κουράγιο πια; Facebook Twitter
Φωτ.: Ελίνα Γιουνανλή

Η νεαρή Κατρίν θυσιάζεται θριαμβευτικά, εκπληρώνοντας το φαινομενικά αδύνατο (αυτό που όλοι λένε πως είναι αδύνατο): επιτελεί μια επαναστατική πράξη, αψηφώντας τις δυνάμεις του πολέμου και νοηματοδοτώντας εκ νέου τις δυνάμεις της συσπείρωσης, της αντίστασης και της ζωής. Από αυτή την άποψη, η Κατρίν «γίνεται η Μάνα Κουράγιο που η μητέρα της δεν μπορεί ποτέ να γίνει» (Robert Vork)³.

Και είναι αυτή η μοναδική στιγμή όπου αισθανόμαστε να «ξυπνάμε» σε όλη τη διάρκεια της ανούσιας παράστασης που παρακολουθήσαμε στο Εθνικό: όταν η Κατρίν της Άννας Μάγκου σκαρφαλώνει στον μεταλλικό στύλο/κατάρτι στο κέντρο της σκηνής και χτυπάει το ταμπούρλο της με πάθος τόσο «αφύσικα» δυνατά –προφανώς χάρη στην ειδική επεξεργασία του ήχου–, ώστε σκηνή και πλατεία παραδίδονται σε μια μεθυστική, σεισμική παραφορά.

Είναι προφανώς η συνολική ερμηνεία της ηθοποιού που έχει φροντίσει να επενδυθεί η στιγμή αυτή με την πρέπουσα βαρύτητα, επιδεικνύοντας από την αρχή έναν γοητευτικό συνδυασμό ευαλωτότητας και επιμονής, βρίσκοντας τρόπους να εκφραστεί μέσα από το ηλεκτρισμένο σώμα της ή τις σπαρακτικές, άναρθρες κραυγές της.

Δυστυχώς, ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Η παράσταση είναι καθ’ όλα «σωστή», ακολουθεί πιστά τις οδηγίες και τις εκτελεί by the book. Επί της ουσίας, όμως, πρόκειται για μια άψυχη αναπαράσταση, μια επιμελή εικονογράφηση του μπρεχτικού αριστουργήματος που εκτυλίσσεται ενώπιόν μας διεκπεραιωτικά, χωρίς να δονείται από καμία εσωτερική αναγκαιότητα.

Πόσο κουράγιο πια; Facebook Twitter
Φωτ.: Ελίνα Γιουνανλή

Ένα «αληθινό» κάρο με «αληθινό» εμπόρευμα, «αληθινά» κούτσουρα και «αληθινή» μπουγάδα, σκηνές φανταρικής αδελφοσύνης, «να δω τη μάνα μου, να φάω λίγο σαλάμι απ’ τον τόπο μου», τα σπλάχνα της σκηνής σε κοινή θέα, μια ζωντανή ορχήστρα, σβέλτοι και κεφάτοι νεαροί ηθοποιοί που εκσφενδονίζονται εντυπωσιακά, μια έμπειρη και επιβλητική πρωταγωνίστρια πλήρης μπρεχτικού ταμπεραμέντου (Μπέττυ Αρβανίτη), ένας συμπαθής Ιεροκήρυκας (Νίκος Αλεξίου), κάνουν όλοι και όλες ό,τι τους ζητείται για δυόμισι ώρες, πότε μιλώντας και πότε τραγουδώντας, αλλά επί της ουσίας σιωπώντας για καθετί σημαντικό, για τους επώδυνους συμβιβασμούς μας, για τη συνενοχή μας, τη χαμένη φωνή μας, τη Μεγάλη Συνθηκολόγησή μας, όλα όσα μας πονούν, μας αφορούν και μας οδηγούν στην αίθουσα του θεάτρου αναζητώντας έμπνευση, μόνο και μόνο για να εισπράξουμε, εν προκειμένω, κενά σχήματα και κούφιες χειρονομίες.

1. Robert Vork, “Silencing Violence: Repetition and Revolution in Mother Courage”

2. Elin Diamond, “Brechtian Theory/Feminist Theory: Toward a Gestic Feminist Criticism”

3. “Silencing Violence”

Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Μάνα Κουράγιο» εδώ. 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όσα (δε) βλέπουν τα μέντιουμ

Θέατρο / Όσα (δε) βλέπουν τα μέντιουμ

«Δεν πηγαίνουμε ποτέ στη Μόσχα, όμως η επιθυμία γι’ αυτήν κυλάει διαρκώς μέσα μας» - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για τη sold-out παράσταση «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Θέμελης Γλυνάτσης: Ας ξεκινήσουμε με το να είμαστε πολύ πιο τολμηροί με τους ρόλους που δίνουμε στους νέους καλλιτέχνες, κι ας μην είναι τέλειοι

Θέατρο / Μια όπερα με πρωταγωνιστές παιδιά για πρώτη φορά στην Ελλάδα

Μεταξύ χειροποίητων σκηνικών και σκέψεων γύρω από τη θρησκεία και την εξουσία, «Ο Κατακλυσμός του Νώε» δεν είναι άλλη μια παιδική παράσταση, αλλά ανοίγει χώρο σε κάτι μεγαλύτερο: στη δυνατότητα τα παιδιά να γίνουν οι αυριανοί δημιουργοί, όχι απλώς οι θεατές.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ηow to resuscitate a dinosaur/ Έι, Romeo, πώς δίνεις το φιλί της ζωής σε έναν δεινόσαυρο;

Guest Editors / «Ο Καστελούτσι σκηνοθετεί μια υπόσχεση· και κάνει τέχνη εκκλησιαστική»

«Πέρασαν μέρες από την πρώτη μου επαφή με τη Βερενίκη. Μάντρωσα ένα κοπάδι σκέψεις» – ο Κυριάκος Χαρίτος γράφει για μια από τις πολυσυζητημένες παραστάσεις της σεζόν, που ανέβηκε στη Στέγη.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΙΤΟΣ
Onassis Dance Days 2025: Ένας ύμνος στα αδάμαστα σώματα

Θέατρο / Onassis Dance Days 2025: Ένας ύμνος στα αδάμαστα σώματα

Ένα νέο, αλλιώτικο σύμπαν για τον «χορό» ξεδιπλώνεται από τις 3 έως τις 6 Απριλίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, μέσα από τα πρωτοποριακά έργα τεσσάρων κορυφαίων Ελλήνων χορογράφων και του διεθνούς φήμης Damien Jalet.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κώστας Νικούλι

Θέατρο / «Μπορώ να καταλάβω το πώς είναι να νιώθεις παρείσακτος»

Ο 30χρονος Κώστας Νικούλι μιλά για την πορεία του μετά το «Ξενία» που του χάρισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού όταν ήταν ακόμα έφηβος, για το πόσο Έλληνας νιώθει, για την πρόκληση του να παίζει τρεις γκέι ρόλους και για το πόσο τον έχει αλλάξει το παιδί του.
M. HULOT
Μέσα στον θησαυρό με τις εμβληματικές φορεσιές της Δόρας Στράτου

Θέατρο / «Κάποτε έδιναν τις φορεσιές για έναν πλαστικό κουβά, που ήταν ό,τι πιο μοντέρνο»

Μια γνωριμία με τη μεγάλη κληρονομιά της Δόρας Στράτου μέσα από τον πλούτο αυθεντικών ενδυμάτων που δεν μπορούν να ξαναραφτούν σήμερα και συντηρούνται με μεγάλο κόπο, χάρη στην αφοσίωση και την εθελοντική προσφορά μιας ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν και συνεχίζουν το όραμά της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Οι Αθηναίοι / Βασιλική Δρίβα: «Με προσβάλλει να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη για την ανωτερότητά τους»

Ανατρέποντας πολλά από τα στερεότυπα που συνοδεύουν τους ανθρώπους με αναπηρία, η Βασιλική Δρίβα περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε αλλά και τις χαρές, και μπορεί πλέον να δηλώνει, έστω δειλά, πως είναι ηθοποιός. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ξαναγράφοντας τον Ίψεν

Θέατρο / Ο Ίψεν στον Πειραιά, στο μουράγιο

«Δεν είναι εύκολο να είσαι ασυμβίβαστη. Όπως δεν είναι εύκολο να ξαναγράφεις τον Ίψεν» – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Εχθρός του λαού» σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Βασιλακόπουλου.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
«Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Lifo Videos / «Δυσκολεύτηκα να διαχειριστώ τις αρνητικές κριτικές και αποσύρθηκα για έναν χρόνο»

Η ηθοποιός Παρασκευή Δουρουκλάκη μιλά για την εμπειρία της με τον Πέτερ Στάιν, τις προσωπικές της μάχες με το άγχος και την κατάθλιψη, καθώς και για το θέατρο ως διέξοδο από αυτές.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Θέατρο / Μαρία Σκουλά: «Πιστεύω πολύ στο χάος μέσα μου»

Από τον ρόλο της Μάσα στην πραγματική ζωή, από το Ηράκλειο όπου μεγάλωσε μέχρι τη ζωή με τους ανθρώπους του θεάτρου, από τον φόβο στην ελευθερία, η ζωή της Μαρίας Σκουλά είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος που όμως την οδήγησε σε κάτι δυνατό και φωτεινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Θέατρο / Μια νέα παράσταση χαρτογραφεί το χάσμα μεταξύ γενιάς Z και γενιάς X

Μέσα από την εναλλαγή αφηγήσεων, εμπειριών, αναπαραστάσεων, χορού, βίντεο και ήχου, η παράσταση του Γιώργου Βαλαή αναδεικνύει τις διαφορές αλλά και τις συνδέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δυο διαφορετικών γενεών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρομέο Καστελούτσι: «Όπου παρεμβάλλεται το κράτος, δεν υπάρχει χώρος για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι εναντίον του κράτους και το κράτος εναντίον του έρωτα».

Θέατρο / Ρομέο Καστελούτσι: «Πάντα κάποιος πολεμά τον έρωτα. Και οι εραστές είναι πάντα τα θύματα»

Ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης, λίγο πριν επιστρέψει στην Αθήνα και στη Στέγη για να παρουσιάσει τη «Βερενίκη» του, μας μίλησε για τον έρωτα, τη γλώσσα και τη μοναξιά, την πολιτική και την ανυπέρβλητη Ιζαμπέλ Ιπέρ.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
CHECK How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της συστημικής ιστορίας

Θέατρο / How soon is now: Μια παράσταση για τους μετεξεταστέους της Iστορίας

Σκηνοθετημένη από έναν νέο δημιουργό, η παράσταση που βασίζεται στο τελευταίο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη επιχειρεί έναν διάλογο με μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αγορίτσα Οικονόμου

Αγορίτσα Οικονόμου / «Πέφτω να κοιμηθώ και σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει καλά»

Βρέθηκε να κυνηγάει το όνειρο της υποκριτικής, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο, αλλά με τη βεβαιότητα ότι δεν ήθελε ποτέ να μείνει με την απορία «γιατί δεν το έκανα;». Μέσα από σκληρή δουλειά και πολλούς μικρούς ρόλους, κατάφερε να βρει τον δρόμο της στην τέχνη, στον οποίο προχωρά και αισθάνεται τυχερή. Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ