Σε πρόσφατο άρθρο του στο Βήμα, ο Γιάννης Πρετεντέρης υποστήριξε ότι «η αριστερή τραγουδίστρια που κλέβει την Εφορία είναι το ίδιο κοινωνικά αποτρόπαια με τον μαυροντυμένο φουσκωτό που δέρνει Πακιστανούς».
Παρότι δεν διευκρίνησε αν η εξίσωση ισχύει και στην περίπτωση που η τραγουδίστρια δεν είναι αριστερή ή ο φουσκωτός φοράει παρδαλά ρούχα, η θεωρία του είναι, νομίζω, σαφής: Κάθε παρανομία είναι εξίσου καταδικαστέα και κάνει το ίδιο ακριβώς κακό στην κοινωνία μας.
Τι ωραία που θα ήταν τα πράγματα αν οι ισχυροί του κόσμου συμμερίζονταν τις απόψεις του καλού δημοσιογράφου! Αν γινόταν αυτό, οι διάφοροι νομοθέτες θα έπαυαν να στίβουν το κεφάλι τους για να βρουν διαφορετικές ποινές για διαφορετικά αδικήματα. Είτε ήσουν ένας ντελιβεράς που καβαλούσε με το μηχανάκι του το πεζοδρόμιο, είτε ήσουν ο Γιόζεφ Μένγκελε θα εισέπραττες την ίδια ποινή. Την ίδια ταρίφα. Η ειρήνη, η ισότητα και η ευημερία θα κυριαρχούσαν στον κόσμο και μια νέα εποχή θα ανέτειλε για την ανθρωπότητα. Η εποχή του πνεύματος και της ηθικής, που θα έλεγε και ο Αυλωνίτης.
Την ίδια ακριβώς ημέρα που ο Γιάννης Πρετεντέρης τάραζε τα νερά της νομικής επιστήμης, ένας άλλος δημοσιογράφος –ο Στέφανος Κασιμάτης- σε μια άλλη εφημερίδα, έκρινε σωστό να ευχαριστήσει εκ μέρους όλων μας τη Χρυσή Αυγή, γιατί με τη δράση της «μας δίνει την ευκαιρία να αναμετρηθούμε με το καρκίνωμα της μεταπολίτευσης, την αριστερή βία». Τόνισε μάλιστα ότι "οι Κουκουέδες, οι συριζαίοι, και χρυσαυγίτες βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου."
Εδώ έχουμε μια άλλη εξίσωση. Κάθε μορφή βίας, μας λεει ο κύριος Κασιμάτης, είναι εξίσου καταδικαστέα.
Πριν προχωρήσω πρέπει να πω ότι είμαι κατά της βίας. Έχω παίξει ελάχιστες φορές ξύλο στη ζωή μου και τις περισσότερες τις έχω φάει –κάτι που στα σίγουρα έχει βάλει ένα λιθαράκι στη δημιουργία του φιλήσυχου χαρακτήρα μου. Επίσης, είμαι εναντίον των καταστροφών που γίνονται από κουκουλοφόρους ή μη, η δράση των οποίων πιστεύω ότι προκαλεί κακό στα συλλογικά αιτήματα και στεναχωρήθηκα όταν κάηκε το Αττικόν. Κανείς δεν μπορεί να χαίρεται όταν ανοίγουν κεφάλια και όταν καίγονται όμορφα κτίρια.
Μπορώ όμως να βρω διάφορες περιπτώσεις όπου η βία είναι αν όχι δικαιολογημένη, τουλάχιστο λιγότερο κατακριτέα από άλλες. Την παράξενη αυτή άποψη την έχουν εκτός από εμένα και οι νομοθέτες, οι οποίοι έχουν την μυστήρια τάση να βρίσκουν διάφορα επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά στοιχεία κατά περίπτωση. Αν δηλαδή ένας άνεργος χτυπήσει τον δικαστικό αντιπρόσωπο που του φέρνει το χαρτί της έξωσης, δεν θα τιμωρηθεί το ίδιο με έναν άλλον άνεργο ο οποίος θα σακατέψει στο ξύλο έναν περαστικό επειδή ο τελευταίος ανήκει σε άλλη φυλή.
Η ρατσιστική βία (θεωρητικά τουλάχιστον) τιμωρείται πιο αυστηρά, ακριβώς επειδή αντιβαίνει σε βασικότατους κανόνες της συλλογικής μας ηθικής. Η ήπειρός μας έζησε από πρώτο χέρι τις συνέπειες των ρατσιστικών θεωριών, με αποτέλεσμα να θωρακιστεί τόσο σε ηθικό όσο και σε νομικό επίπεδο, απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα.
Μάλιστα, όπως διαβάζω εδώ, προκειμένου να εναρμονιστεί με το ευρωπαϊκό δίκαιο, η Ελλάδα τροποποίησε το 2008 τον Ποινικό Κώδικά της, αναγνωρίζοντας το ρατσιστικό κίνητρο ως επιβαρυντική περίσταση για την επιμέτρηση των ποινών.
Όταν λοιπόν, εν έτει 2012, ένας κατά τεκμήριο μορφωμένος άνθρωπος, υποστηρίζει ότι ένας πολιτικός χώρος που πρεσβεύει ανοιχτά και ξεδιάντροπα το ρατσισμό, βλάπτει τη δημοκρατία το ίδιο με το Μάκη Μαϊλη ή την Ρένα Δούρου, τότε πρέπει να συμβαίνει ένα από τα παρακάτω:
Είτε μέσα στον αχό της αντιπαλότητας (για την οποία έχει τις ευθύνες της και ένα μέρος της αριστερής ρητορικής) γράφει ό,τι κατεβάσει η κεφαλή του, είτε λειτουργεί βάσει ένος γενικότερου σχεδίου, το οποίο στοχεύει στην μείωση της επιρροής της Αριστεράς μέσω του εξαγνισμού της Χρυσής Αυγής.
Απεχθάνομαι τις θεωρίες συνομωσίας και δεν πιστεύω ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν μπορώ όμως να αντισταθώ στον πειρασμό και να μην αντιγράψω από μια τυχαία εγκυκλοπαίδεια:
Το Νοέμβριο του 1932 o Πρόεδρος Χίντενμπουργκ έλαβε ένα μήνυμα υπογεγραμμένο από του ισχυρότερους βιομηχάνους της Γερμανίας, οι οποίοι του συνιστούσαν να διορίσει καγκελάριο τον Αδόλφο Χίτλερ.
Το οικονομικό κατεστημένο της χώρας, θορυβημένο από την αύξηση της εκλογικής δύναμης των κομουνιστών, πίστευε ότι ο Χίτλερ θα γινόταν εύκολα η μαριονέτα που θα τους βοηθούσε να βάλουν τη χώρα σε μια τάξη.
Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ κάλεσε τον Χίτλερ και του παρέδωσε την καγκελαρία.
Παρόλο που αντιπαθούσε σφοδρά τον Χίτλερ και της θεωρίες του, σιγά σιγά έμπαινε όλο και περισσότερο στη σφαίρα της επιρροής των εθνικοσοσιαλιστών.
Έτσι, με αφορμή τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ ο Χίντενμπουργκ πείσθηκε να υπογράψει ένα διάταγμα βάσει του οποίου de facto εξουσιοδοτούσε τον Χίτλερ να καταργήσει τα κυριότερα πολιτικά δικαιώματα. Κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος για την εγκαθίδρυση της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας.
Τα υπόλοιπα είναι, νομίζω, γνωστά σε όλους -ακόμη και στους δύο καλούς δημοσιογράφους…
σχόλια