Πρόκειται για μια πολυαναμενόμενη έκθεση με καινούργια έργα, κατοπινή της περσινής του ατομικής στην γκαλερί Bernier/Eliades. Έτσι λοιπόν, είναι η δεύτερη φορά που βλέπω από κοντά το έργο του σημαντικού καλλιτέχνη και μάλιστα στη γενέτειρα του, την οποία έχει «αφήσει» από το 1956 και έκτοτε ζει και εργάζεται στη Ρώμη.
Των εγκαινίων προηγήθηκε ένας διάλογος του καλλιτέχνη με τον επιμελητή και καλλιτεχνικό διευθυντή του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Ντένη Ζαχαρόπουλο, με επαναλαμβανόμενο μοτίβο τα χαρακτηριστικά "έκο" του Γιάννη Κουνέλη, τα οποία δεν εγκατέλειψε σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας.
Η συζήτηση πλαισίωσε τον εννοιολογικό πυρήνα της έκθεσης, και με μπούσουλα τις ερωτήσεις του Ντένη Ζαχαρόπουλου, ο Κουνέλλης συνέδεσε την καινούργια του δουλειά με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Αθήνας, η οποία εκείνη την ημέρα ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη, καθότι μόλις πριν λίγες ώρες είχε προηγηθεί η αυτοκτονία του 77χρονου συνταξιούχου στο Σύνταγμα. Ο εικαστικός μάλιστα αντιπαρέβαλε το γεγονός, αναφερόμενος στο έργο του που παρουσιάζει ένα μαχαίρι να αιωρείται αιχμηρό προς το έδαφος, και σχολίασε ότι στο έργο το μαχαίρι στρέφεται προς τον ίδιο τον καλλιτέχνη, με τον ίδιο τρόπο που το όπλο στράφηκε προς τον αυτόχειρα πριν λίγες ώρες.
Όπως και σε κάθε έργο του Κουνέλλη ξεχωριστά, έτσι και στην έκθεση, η οποία εκτείνεται και στα δύο επίπεδα του Μεγάρου Σταθάτου, η πολιτική χροιά είναι ξεκάθαρη. Ο καλλιτέχνης κουβαλά παντού τον τόπο του «όπως μια οικογένεια κουβαλά παντού το πένθος της» και αυτή τη φορά δημιουργεί έργα τα οποία εκφράζουν μία ολόκληρη κοινωνία.
Στο ισόγειο βλέπει κανείς εγκαταστάσεις αποτελούμενες από σακιά γεμάτα με κάρβουνα τα οποία σχηματίζουν κύκλους, μέσα στους οποίους κάποιες φορές βρίσκονται φτηνά γυαλιά οράσεως, άλλες φορές χώμα και σίδερο σε διαστάσεις ταφόπλακας, και άλλες θρυμματισμένα εκμαγεία και αποκόμματα από εφημερίδες. Ο σιδερένιος σταυρός είναι και πάλι παρών στο έργο του Κουνέλλη, ένα επιβλητικό επιτοίχιο γλυπτό στην άκρη του οποίου κρέμεται μία λάμπα πετρελαίου με το αναμμένο της φυτίλι να ενισχύει την δυναμική του έργου, προκαλώντας μια κατανυκτική αίσθηση στον θεατή. Ωστόσο κατά την άποψη μου, το έργο που πρωταγωνιστεί στο ισόγειο, είναι το τεράστιο σιδερένιο καβαλέτο με τα παλτό, αυτή τη φορά ραμμένα μεταξύ τους με σακοράφα και σπάγκο, σε έναν ιδιότυπο σιδερένιο καμβά, σε διαστάσεις διπλού κρεβατιού. Ο όγκος, το ύψος και το βάρος του έργου παρουσιάζουν το κλασσικό μοτίβο του καλλιτέχνη με εντυπωσιακό τρόπο, ανυψώνοντας το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο με τη σειρά του κατακλύζει τον δεύτερο όροφο της έκθεσης.
Ο δεύτερος όροφος φαίνεται πως επέτρεψε στον καλλιτέχνη να εκφραστεί πιο ελεύθερα, καθώς η μινιμαλιστική του διαρρύθμιση δεν είχε τη συμβατικότητα του ισογείου και ταίριαζε πολύ περισσότερο με τον χαρακτήρα των έργων του Κουνέλλη.
Εκεί ο καλλιτέχνης παρουσίασε μία εγκατάσταση με κρεμασμένα παλτό, τα οποία παλιότερα για τον ίδιο παρουσίαζαν το όνειρο μιας πλούσιας Ελλάδας, ενώ τώρα φαίνεται να τα φορούν ανώνυμοι άνθρωποι, εργαζόμενοι, οι οποίοι σαν να τα κρέμασαν για να δουν ή να ακούσουν κάτι. Στο δίπλα δωμάτιο, βρίσκεται το αγαπημένο μου έργο σε όλη την έκθεση, μια βιτρίνα με στοιχισμένα παπούτσια και καπέλα πίσω από δυο μισάνοιχτες μαύρες κουρτίνες.
Η εκδήλωση των εγκαινίων ήταν και αυτή στο κλίμα της “arte povera”, καθώς όχι μόνο δεν υπήρξε καμία δεξίωση προς τιμήν του καλλιτέχνη, αλλά ούτε νερό δεν προσφέρθηκε. Κατανοώ πως μια τέτοιου είδους εκδήλωση ίσως να φάνταζε υπερβολική μέσα στο έκρυθμο κέντρο, αλλά πάντα ο χαρακτήρας του «boozing» στις εκθέσεις αφορά την προσφορά του χώρου σε αυτούς που έσπευσαν να τιμήσουν τον καλλιτέχνη. Πόσο μάλλον όταν οι περισσότεροι από αυτούς πλήρωσαν και 10 ευρώ για να τον ακούσουν να μιλάει για μιάμιση ώρα.
Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου.
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου 1
σχόλια