«Όλοι θέλουν να υπηρετήσουν στα δυτικά. Γιατί να πάω στον πόλεμο; Ποιος θέλει να βρεθεί μέσα στον πόλεμο; Οι περισσότεροι λένε «θέλω να πάω και θα πάω», αλλά δεν μπορείς να το ξέρεις, μέσα τους κρύβεται η ελπίδα ότι δεν θα πάνε. Η επίσημη ιδεολογία είναι διαφορετική από την ανεπίσημη.»
λέει ένας από τους Τούρκους στρατιώτες που υπηρέτησε την θητεία του πολεμώντας τους Κούρδους αντάρτες στα νοτιοανατολικά της χώρας, στο Βιβλίο του Μεχμέτ της δημοσιογράφου Nandire Mate.
Το «Γιατί να πάω στον πόλεμο;» είναι η κυρίαρχη ερώτηση των προφορικών μαρτυριών, των ανθρώπων που είχαν την ατυχία να υπηρετήσουν την θητεία τους στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Ένα «Γιατί» που τελικά καθώς γυρίζεις τις σελίδες βρίσκεις την απάντηση: Γιατί ο πόλεμος είναι υπόθεση των φτωχών. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο λόγος δίνεται στους πραγματικούς πρωταγωνιστές του πολέμου.
Στους απλούς φαντάρους που δεν έχουν λόγο, που η φωνή τους ακούγεται σαν ψίθυρος μέσα στις υστερίες των αναλυτών-δημοσιογράφων και των πολιτικών, στις φωνές του πλήθους που συγκεντρώνεται μπροστά στην τηλεόραση για να δει τις ρουκέτες να πέφτουν, στα πλήθη των ψηφιακών αρένων που χρησιμοποιούν την λέξη «πόλεμος» σαν τσίχλα.
Ένας ψίθυρος που μετατρέπεται σε κραυγή όταν αντιλαμβάνεσαι από τις μαρτυρίες ότι το τέλος ενός πολέμου είναι η αρχή ενός άλλου, εσωτερικού πολέμου, που αφορά το άτομο που τον βίωσε. Το «μετά» είναι πάντα μια καταστροφή ακόμα και αν επιστρέψεις από το μέτωπο αρτιμελής. Διαλυμένες σχέσεις, ανεξέλεγκτος θυμός που δεν βρίσκει διέξοδο, βία, μια ζωή που μοιάζει με ύπνο διαρκείας γεμάτο με εφιάλτες.
Οι 437 σελίδες του βιβλίου τελειώνουν με μια κοφτή γλώσσα: Την γλώσσα των αριθμών. Ας κλείσουμε με αυτόν τον ίλιγγο:
500.000.000.000.000 «Το 100%» του τουρκικού πετρελαίου εξορύσσεται στα νοτιοανατολικά. Η αξία του ανέρχεται σε 200 τρις τουρκικές λίρες ετησίως.»
«Το Βιβλίο του Μεχμέτ», Nadire Mater, Εκδόσεις Κατάρτι
Nadire Mater
Η Nadire Mater γεννήθηκε το 1949 στο Σιόκε. Αποφοίτησε από την Ακαδημία Κοινωνικών Υπηρεσιών. Υπηρέτησε στο δημόσιο τομέα έως το 1981 και στη συνέχεια άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Από το 1991 εκπροσωπεί στην Τουρκία το Inter Press Service (ΙPS) και από το 1994 τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα.
Σε συνέντευξη της στο Time Out Instanbul το 2011 μίλησε για τις αντιδράσεις που υπήρξαν μετά την κυκλοφορία του βιβλίου:
«Στους πρώτους δυο μήνες της κυκλοφορίας του το βιβλίο είχε καλή αποδοχή. Έδωσα αρκετές συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους τόσο στα εγχώρια όσο και στα διεθνή μέσα. Όταν άκουσα ότι η αστυνομία πήγε στο γραφείο του εκδότη μου, έδωσα μια συνέντευξη στον Stephen Kinzer από τους New York Times. Μετά από αυτό, αξιωματούχος του στρατού έστειλε μια επιστολή διαμαρτυρόμενος για το βιβλίο, και άνοιξε μέτωπο εναντίον μου.
Έγινα σύμβολο της ελεύθερης έκφρασης για την Τουρκία. Στο δικαστήριο όλοι ήταν εκεί για να με υπερασπιστούν: Δημοσιογράφοι και ακτιβιστές των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπήρξε μια δυνατή συσπείρωση. Δεν ήξερα που θα οδηγήσει αυτή η ιστορία αλλά τελικά αθωώθηκα. Όταν το βιβλίο μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες, οι εθνικιστικοί κύκλοι αφήνιασαν εναντίον μου.
Ξεκίνησαν μια δυσφημιστική καμπάνια, διαδίδοντας φήμες ότι ήμουν πράκτορας της CIA και στην συνέχεια ο Emin Çölaşan της Hürriyet έγραψε εναντίον μου στην στήλη του για 11 συνεχόμενες ημέρες. Εκείνες τις ημέρες ανησυχούσα για την ζωή μου»
σχόλια