Το βράδυ της Τσικνοπέμπτης σε κάποια από τα μπαρ του κέντρου, οι ιδιοκτήτες τους έκαναν το εξής: Έψηναν μπριζόλες και λουκάνικα και κερνούσαν τους θαμώνες. Ήμουν σε ένα από αυτά, όπου μια μικρή ψησταριά είχε στηθεί, και άνθρωποι του μαγαζιού έψηναν και έδιναν σε όποιον ήθελε. Ο dj έπαιζε δημοτικά, ηπειρώτικα και νησιώτικα, ευτυχώς όχι ποπ-σκυλάδικα. Το μαγαζί είχε δημιουργήσει την αίσθηση μιας ανεπιτήδευτης φιλοξενίας, σαν να μην ήσουν σε ένα αθηναϊκό μπαρ αλλά στο πανηγύρι ενός χωριού όπου όλοι ήταν καλεσμένοι.
Θα αναρωτηθεί κάποιος: Το κείμενο το γράφεις επειδή έφαγες κάπου δωρεάν; Όχι ακριβώς. Ήταν το δωρεάν χωρίς διαφήμιση και χωρίς σπόνσορα. Όχι ότι έχω κάτι με τους σπόνσορες. Πολλές εκδηλώσεις στην Αθήνα βασίζονται σε αυτούς και χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσαν να γίνουν. Όμως, όταν κάτι γίνεται αυθόρμητα, μια κίνηση «έξω καρδιά» σε μέρη που αρκετές φορές λέμε ότι μας βλέπουν σαν ευρώ και μόνο, τότε ναι, πρέπει να αναφερθεί.
Ποιος βγαίνει κερδισμένος από όλο αυτό; Αρχικά τα ίδιο το μαγαζί. Οι άνθρωποι θα πάνε και θα ξανάπανε σε ένα μέρος που πέρασαν καλά, και για να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους, σε ένα μπαρ που τους κέρασαν χωρίς να το κάνουν θέμα. Χωρίς να διαφημίσουν το «ΔΩΡΕΑΝ» με φωτεινές επιγραφές. Και ακόμα πιο σημαντικό: Σε ένα μέρος που αισθάνθηκαν έστω για ένα βράδυ σαν να ήταν σε κάποιο φιλικό σπίτι.
Κερδισμένοι βγαίνουν επίσης και οι ίδιοι οι θαμώνες. Οι οποίοι αισθάνονται ότι μέσα σε αυτή την αστική ζούγκλα που κινούνται, όπου σχεδόν όλα μοιάζουν αυστηρά προμελετημένα, είναι πιθανόν να βρουν οάσεις αυθορμητισμού ακόμα και εκεί που δεν το περιμένουν.
Υ.Γ
Για όσους τσουβαλιάζουν: Ας μην μπερδεύουμε το «κρέας που μοιράστηκε δωρεάν για τους συνανθρώπους μας που το είχαν ανάγκη και σχημάτισαν ουρές» με το θέμα του ποστ. Εντελώς διαφορετικό θέμα.
σχόλια