Ένα μεγάλο μπράβο στο six d.o.g.s, στους διοργανωτές του event, από την αρχή αυτού του ποστ διότι πάνω από τον κοινό και πάνω από την μουσική είναι η ίδια η ιδέα. Γιατί αν δεν έχεις την ιδέα, αυτή την μαγική σπίθα που θα σε παρασύρει να κάψεις την συνήθεια τότε δεν έχεις τίποτα. Και η ιδέα του six d.o.g.s ήταν μια ιδέα απλή. Mπορεί κάποιος να πει: «Θα μπορούσα να το έχω σκεφτεί και εγώ», όμως δεν κρινόμαστε από τις ιδέες αλλά από το πώς τις κάνουμε πράξη. Εκεί λοιπόν ξεχωρίζουν οι ασήμαντοι από τους σημαντικούς: Στο πως δίνουν σάρκα και οστά στον αέρα που έχουν μέσα στο κεφάλι τους. Όλα τα άλλα δεν μετρούν. Από ιδέες που έμειναν ιδέες έχουμε να φάνε και οι κότες!
Το πρώτο που πρέπει να ειπωθεί για τέτοιες διοργανώσεις είναι το θέμα της ασφάλειας του κόσμου το οποίο συχνά μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Φτάνοντας δέκα λεπτά πριν ξεκινήσει το event στην πόρτα του Πίνδαρος γινόταν το αδιαχώρητο. Οι άνθρωποι που ήταν στην πόρτα ήταν ευγενικοί και διευκρίνιζαν στον κόσμο το αυτονόητο: Δεν γίνεται να μπουν άλλοι. Οπότε από ένα σημείο και μετά όσοι έβγαιναν τόσοι έμπαιναν μέσα. Όχι γνωστός του γνωστού. Αυστηρά(σ.σ «Ανοίξτε χώρο να περάσουν οι μπάντες!» ακούσαμε στην πόρτα). Έτσι θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που κατά τύχη μπήκε. Αρκετός κόσμος έμεινε απέξω.
Αυτό που θα γινόταν στο Πινδαρος θα ήταν για όσους κατάφεραν να μπουν μέσα μια καινούρια εμπειρία πράγμα το οποίο αρκετοί δεν το είχαν αντιληφθεί. Ανάμεσα τους και εγώ. Έτσι αποφασίζω με το που ο δείκτης των ρολογιών έδειξε οκτώ να ακολουθήσω την πεπατημένη. Όπως σε ένα φεστιβάλ με πολλές μπάντες στο Line up, που τσεκάρεις τις μπάντες που θες να δεις, συνήθως αυτές που σου αρέσουν και ξέρεις, αφήνοντας τις άγνωστες για το τέλος, έτσι και εδώ αποφάσισα να ξεκινήσω από τους Drog aTek. Μια μπάντα που είχα δει στο Gagarin και με είχε ενθουσιάσει. Φτάνοντας στην είσοδο του δωματίου που έπαιζαν το μόνο που κατάφερα να διακρίνω ήταν ένα χέρι που κρατούσε ένα σφυρί. Γινόταν το αδιαχώρητο. Ευτυχώς γρήγορα εγκατέλειψα την ιδέα με τα δυο-τρία ονόματα που ήξερα και ήθελα να δω και ξεκίνησα τις βόλτες μέσα στα δωμάτιο του ξενοδοχείου. Τότε μόνο κατάφερα να αντιληφθώ τι ακριβώς ήταν αυτό που γινόταν στο Πίνδαρος.
Πίσω από αυτή την φαινομενικά απλή σκέψη («Κλείνω ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο με μπάντες να παίζουν στα δωμάτια του») βρισκόταν μια ιδιοφυή ιδέα: Το ψηφιακό χάος με την ελευθερία των πολλών επιλογών και ταυτόχρονα το μπλοκάρισμα μας μπροστά σε αυτό το καινούριο δεδομένο. Ήταν σαν να ζήσαμε για μια ώρα, σε πραγματικό χρόνο, αυτό που ζούμε μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών. Το νέο πρόσωπο της μουσικής είναι αυτό: Προσβάσιμο και δωρεάν σε όλους. Χαοτικό και αφιλτράριστο. Ελεύθερο και εύπλαστο. Αυτό που μπορούσες να πάρεις από την μια ώρα που βρισκόσουν στο Πίνδαρος δεν ήταν μόνο μια τζούρα από αυτό που συμβαίνει στην μουσική της Αθήνας του σήμερα, αλλά μια εικόνα από το νέο πρόσωπο της μουσικής όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα.
Έτσι όσοι περιπλανιόμασταν από δωμάτιο σε δωμάτιο, από όροφο σε όροφο, στριμωγμένοι στις σκάλες και στους διαδρόμους ήταν σαν να βλέπουμε τους εαυτούς μας μπροστά στα πολλά δωμάτια της οθόνης των υπολογιστών. Σαν να μας έλεγαν: « Είσαι πεινασμένος για νέα μουσική και σου έχω δεκαεφτά πιάτα έτοιμα στην οθόνη. Πόσα προλαβαίνεις να γευτείς σε μια ώρα;»
Λίγο από όλα; Εδώ ίσως να γευτείς περισσότερο από όσο περίμενες. Κάποια άγνωστη μυρωδιά που σου αρέσει σε κάνει να πας προς εκείνο το «πιάτο»; Εδώ θες ένα μεγάλο κομμάτι. Και εδώ θες έστω ένα μικρό. Αυτή μπορεί να είναι μια νέα γεύση. Εδώ μπορεί να βρίσκονται λίγοι αλλά μπορεί η γεύση του να είναι ιδιαίτερη και να σου αρέσει. Εδώ είναι τόσοι πολλοί που δοκιμάζουν ικανοποιημένοι ώστε δεν γίνεται να κάνουν λάθος!
Έτσι λοιπόν σχεδόν τινάχτηκα πίσω από την έκπληξη δοκιμάζοντας λίγο BombingThe Avenue και βλέποντας όλη αυτή την οργή τους συμπυκνωμένη σε ένα τόσο μικρό δωμάτιο. Άνοιξα ακόμα περισσότερο τα μάτια για να χωρέσω αυτό που έκαναν τα «Καβούρια της Φρίκης». Θαύμασα τον θάρρος της Lola’s Bad, που έκανε τα πάντα μόνη της και κάποια στιγμή κόλλησα: Τον Pan Pan ή τον Felizol; Δυνατές παρουσίες και οι δυο. Ξεδίπλωναν το ταλέντο τους μέσα στα δωμάτια τους. Με δυσκολία τους άφησα να ανέβω στον τρίτο όροφο. Σε αυτό το ανεβοκατέβασμα της σκάλας αισθανόσουν περισσότερο την ενέργεια της βραδιάς παρά ακίνητος στα δωμάτια.
Καθώς το τελευταίο τέταρτο ήταν μπροστά μου και έχοντας δοκιμάσει λίγο από όλους, αποφασίζω να τολμήσω το «επιδόρπιο». Κατεβαίνοντας στον πρώτο όροφο ξανά, το δωμάτιο των Drog aTek είναι ακόμα γεμάτο με κόσμο αλλά τελικά κατάφερα να φτάσω μέχρι την είσοδο. Τα σχεδόν τελευταία μου δέκα λεπτά στο event αφέθηκα στον θόρυβο τους χωρίς να θέλω να δω τίποτα άλλο. Ένας κρυστάλλινος Αθηναϊκός ήχος. Σφυριά και μέταλλα. Απόκοσμα φωνητικά και εσωτερικές μελωδίες. Μια διάφανη ενέργεια που χανόταν στο ανοιχτό παράθυρο πίσω τους. Τελειώνουν ακριβώς στις 8 και τότε συνέβη το εξής: Σε κάποιο από τα διπλανά δωμάτια, δεν θυμάμαι σε ποιο, η μπάντα συνεχίζει έχοντας παραβεί το χρόνο της για λίγα δευτερόλεπτα. Και ο κόσμος τρέχει προς τα εκεί σαν διψασμένος που θέλει να πιει τις τελευταίες σταγόνες νερού.
Εδώ συνειδητοποιείς την επιτυχία μιας διοργάνωσης: Όταν δεν θες να πιστέψεις ότι τελείωσε.
_____________
Υ.Γ
Ωραία και η μπάντα που έπαιξε στο secretliveστην ταράτσα του Fresh αργότερα. Όμως, εκεί τις εντυπώσεις έκλεψε το ίδιο το Αθηναϊκό κοινό που είχε γεμίσει ασφυκτικά τη ταράτσα του ξενοδοχείου Φεβρουάριο μήνα και η μοναδική θέα της Αθήνας από ψηλά. Ένας χειμώνας που σου έδινε την εντύπωση ότι τελείωσε. Για πάντα.
σχόλια