Βλέποντας τις φωτογραφίες των γιών του μεγιστάνα Ντόναλντ Τραμπ, υπάρχει ένα στοιχείο στην ιστορία που μπορεί να σου προκαλέσει μια στιγμιαία θλίψη που δεν έχει να κάνει μόνο με τα νεκρά ζώα. Η σκέψη ότι οι γιοί είναι πιθανόν να είναι παγιδευμένοι όπως τα άγρια ζώα στις επιχειρήσεις του πατέρα. «Ο Ντόναλντ μαζί με τον αδελφό του έχουν τη θέση του Εκτελεστικού Αντιπροέδρου στις επιχειρήσεις του μεγιστάνα πατέρα τους». Αν το δεις από μια άλλη οπτική ακούγεται σαν κατάρα. Μια ολόκληρη ζωή να προσπαθείς να αποδείξεις ότι αξίζεις στις επιχειρήσεις του πατέρα σου. Και δεν λύνονται τα πάντα με το χρήμα. Ίσως κάθε φορά που χτυπούν ένα ζώο να νομίζουν ότι κάτι σημαντικό κατάφεραν. Κάτι που δεν έχει να κάνει με τις επιχειρήσεις του πατέρα τους. Μπορεί ο κρεμασμένος κροκόδειλος να αντιπροσωπεύει τον «νεκρό πατέρα»; Ποιος ξέρει…
Είπαμε στιγμιαία θλίψη αλλά δεν έχει σημασία να ασχολούμαστε και πολύ με τους πλούσιους γόνους, όταν εκτονώνουν την πίεση τους χωρίς να κινδυνεύουν καθόλου. Ενδιαφέρον έχουν οι πλούσιοι (σ.σ Μιλάω για πραγματικούς πλούσιους που οι περισσότεροι από εμάς δεν θα έχουμε την δυνατότητα να συναντήσουμε ποτέ στην ζωή μας. Όχι για τύπους που έχουν δυο δεκάρες παραπάνω από εμάς και μισό κιλό τουπέ) όταν αφήνουν την ασφάλεια τους και παλεύουν να ανακαλύψουν τον εαυτό τους μακριά από την άνεση που θα τους εξασφάλιζε η περιουσία τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι η περίπτωση του Κάρλος Μαυρολέων.
Την θυμάμαι πάντα την ιστορία του όταν διαβάζω για πλούσιους που εκτονώνουν την πλήξη τους με διάφορους τρόπους μέσα στην άνεση της περιουσίας τους. Όπως τα αδέρφια Τράμπ.
Η πρώτη φορά που διάβασα το όνομα του θα πρέπει να ήταν στο περιοδικό «Εικόνες του Κόσμου» το 1997. Υπέγραφε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ για το έβδομο τεύχος του περιοδικού με θέμα την παραγωγή του οπίου στις φυτείες του Αφγανιστάν. Ξαναδιαβάζοντας το ρεπορτάζ και βλέποντας τις φωτογραφίες με το φωτογραφικό τρίποδα στον ώμο να ποζάρει μέσα οπιοχώραφα της Χαστ, συνειδητοποιείς πόσο επικίνδυνο επάγγελμα μπορεί να είναι το επάγγελμα του ρεπόρτερ.
Ένα μικρό απόσπασμα: « Έμεινα σε ένα χωριό που λεγόταν Σαχαράν για λίγες μέρες, φιλοξενούμενος στο σπίτι ενός από τους ντόπιους. Στο Αφγανιστάν, η φιλοξενία είναι θεμελιώδης αρετή. Για τρείς μέρες μου φέρονταν σαν να ήμουν αξιοσέβαστο πρόσωπο, έτρωγα ψωμί, γιαούρτι, αυγά και βερίκοκα. Η ζωή τους θερινούς μήνες είναι ευχάριστη αλλά το φθινόπωρο όταν το χιόνι κάνει την εμφάνιση του, γίνεται απίστευτα δύσκολη. Οι αγρότες γνωρίζουν πολύ καλά ότι το όπιο εξάγεται στον υπόλοιπο κόσμο αλλά δεν δίνουν δεκάρα. Για αυτούς είναι απλώς ο μόνος τρόπος για να θρέψουν και να ντύσουν τις οικογένειες τους. «Είμαστε φτωχοί, δεν έχουμε τίποτα, η χώρα μας βρίσκεται σε πόλεμο». Λένε την αλήθεια. Από τα 174 κράτη-μέλη του ΟΗΕ, το Αφγανιστάν βρίσκεται στην 170η θέση με κριτήρια κατάταξης τον μέσο όρο ζωής των κατοίκων του, την παιδική θνησιμότητα, τον αριθμό των γιατρών ανά 100.000 κατοίκους και την κατανάλωση θερμίδων. Με άλλα λόγια το Αφγανιστάν είναι εξαθλιωμένο.»
Στις 27 Αυγούστου του 1998 θα βρισκόταν νεκρός σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου του Πακιστάν. Δίπλα του θα βρεθεί μια σύριγγα. Τότε ήταν ανταποκριτής του CBS και βρισκόταν στην περιοχή προσπαθώντας να κάνει μια συνέντευξη με τον Μπιν Λάντεν. Την προηγούμενη μέρα είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να περάσει το στρατόπεδο στο οποίο πίστευε ότι βρισκόταν ο Λάντεν. Μέσα από τις πληροφορίες που έχουν γίνει γνωστές για τον ίδιο σχηματίζεις την εικόνα ενός ανθρώπου που πάλεψε να βρει τον εαυτό του, μακριά από ένα μέλλον που από την αρχή ήταν στρωμένο με ροδοπέταλα.
Την θυμάμαι πάντα την ιστορία του όταν διαβάζω για πλούσιους που εκτονώνουν την πλήξη τους με διάφορους τρόπους μέσα στην άνεση της περιουσίας τους. Όπως τα αδέρφια Τράμπ.
σχόλια