Σήμερα το πρωί στη λαϊκή, την κίνηση του πλήθους διέκοψε ένα συμβάν. Πολίτες είχαν συλλάβει έναν κλέφτη, τον είχαν ρίξει μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο, και περίμεναν να έρθει η αστυνομία. Από πάνω του είχαν μαζευτεί, γυναίκες με μωρά, ηλικιωμένοι που μετά βίας μπορούσαν να σταθούν όρθιοι, τύποι με βασανισμένα γεμάτα αυλάκια πρόσωπα, μουσουλμάνοι μετανάστες και μαύρα κορίτσια, μεσοαστικά ζευγάρια. Είχε επιχειρήσει να αρπάξει το πορτοφόλι ενός γεράκου, που στεκόταν αμίλητος δίπλα στους πάγκους με τα πορτοκάλια, παίζοντας με το κορδόνι του μπουφάν του, έμοιαζε να τα έχει χαμένα. Μπήκα ανάμεσα τους. Το λαϊκό δικαστήριο είχε ξεκινήσει, τα πνεύματα μάλιστα είχαν ανάψει γιατί ο κλέφτης ήταν μετανάστης.
Ανάμεσα στον όχλο, ξεχώρισα μια γυναίκα. Μια ελληνίδαηλικιωμένη. Κρατούσε ένα καρότσι με καρό κάλυμμα και φώναζε"Αφήστε τον. Πεινάει για αυτό το έκανε"
"Σοβαρολογείς και εμείς πεινάμε τι πρέπει να κάνουμε; Δέσε σφιχτά το μ%$#@πανο." παρότρυνε ένας νεαρός δίπλα μου, τον άντρα που με ύφος δήμιου κρατούσε τον κλέφτη και με ένα καφέ λουρί, προσπαθούσε να του δέσει τα χέρια."Όλοι αγαπητέ πεινάμε. Είμαστε όλοι σε αυτό"του είπε η γυναίκα θλιμμένα και ψιθυριστά αυτή τη φορά.
Μετά από ένα δεκάλεπτο έφτασε η αστυνομία. Δυο αστυνομικοί έπεσαν πάνω του. Έφυγα, σκεπτόμενος αυτή τη γυναίκα. Δηλαδή όχι ακριβώς τη γυναίκα, αλλά τον εαυτό μου. Ήμουν βέβαιος (άραγε από πού αντλώ αυτή την βεβαιότητα για το οτιδήποτε;)ότι η ηλικιωμένη θα κρατούσε την στάση «εδώ που τους μαζέψατε καλά να πάθετε» και θα άρχιζε τα μπινελίκια.Λίγο αργότερα, ξαναείδα τους αστυνομικούς. Κρατούσαν τον άοπλο κλέφτη αγκαζέ. «Νόμιζες θα την γλιτώσεις απ την αστυνομία ρε; Ε ρε μ%$#@πανο; Ε ρε ;» ρωτούσαν και με θριαμβευτικό ύφος «αποστολή εξετελέσθη», έχοντας μόλις καρπωθεί για δική τους την επιτυχία του «δήμιου» με το καφέ λουρί, περνούσαν ανάμεσα στον κόσμο.
Ήταν μια αναμενόμενη αντίδραση των αστυνομικών. Δεν μου προκάλεσε καμία έκπληξη.Δεν θα άντεχα δεύτερη διάψευση στις βεβαιότητες μου την ίδια μέρα. Αθήνα με το μαλακό σε παρακαλώ!
σχόλια